Από τον Ιωάννη Λάζιο
Είδαμε τις όρνιθες και τι όρνιθες ήταν αυτές! Μια πανδαισία χρωμάτων, κίνησης και τελετουργικής μυσταγωγίας, που οδήγησε σιγά-σιγά στην ιερή μέθεξη του διονυσιακού πάθους. Μέγας μύστης ο Αριστοφάνης, ο οποίος σκιαγραφεί δυο χαρακτήρες τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη. Ο μεν πρώτος πονηρός, ο δε δεύτερος, αγαθός. Και οι δυο εξερευνητές της ιδεατής τους ευτυχίας, την οποία φρονούν πως θα συναντήσουν σε κάποια άλλη πόλη, μακριά από τη φιλοπόλεμη και θορυβώδη Αθήνα. Έχοντας βαρεθεί τη δικομανία και τη συκοφαντία των Αθηναίων, αναζητούν τον Τηρέα, ο οποίος κάποτε ήταν άνθρωπος και τώρα βασιλεύει στο βασίλειο των πτηνών. Ουσιαστικά η φυγή των ηρώων είναι φυγή από τον αβδηριτισμό της εποχής τους. Πόσο κοντά είναι τελικά ο Αριστοφάνης σε κάθε εποχή με το διαχρονικό κείμενο του; Μήπως τάχα μου και ‘μείς δε ζούμε σε μια κοινωνία κενόδοξη, επιφανειακή που χαίρει να εκτιμά τις μηδαμινότητες, όπου «χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλλουν ημέτερους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους». Οι μεν ήρωες ήταν τυχεροί, διέφυγαν στην πολιτεία των ορνίθων και αναπτερώθηκαν. Εμείς άραγε που θα βρούμε τα αναγκαία, για την εξύψωση μας, φτερά;
Η παράσταση όρνιθες που φέρει την υπογραφή του Γιάννη Ρήγα είναι ένα καλλιτεχνικό γεγονός αναμφισβήτητα ικανό να οδηγήσει τον θεατή στην τόσο αναγκαία πια, κάθαρση. Θα μου πείτε πώς το πετυχαίνει αυτό; Λοιπόν ας τα πάρουμε από την αρχή.
Αρχικά το σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν ήταν μια λειτουργική εξέδρα που δεν μας εξέπληξε. Ίσως εξαιτίας της περιοδικής φύσης της παράστασης, να χρειαζόταν κάτι «εύκολο» και λειτουργικό, αντί κάποιου σύνθετου σε φαντασία και δομή σκηνικού. Σε κάθε περίπτωση το σκηνικό δεν κέρδισε τα βλέμματα.
Αυτή ήταν δουλειά του χορού. Σαν ένα σώμα, μια φωνή, μια κίνηση, μια ενέργεια, ο χορός μαγνήτισε την προσοχή και το ενδιαφέρον και με την αύρα του αιχμαλώτισε το κοινό. Ακόμα και οι πιο αμύητοι στην τέχνη του θεάτρου θεατές, δε μπορούσαν να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά στην καλλιτεχνική υπεροχή του χορού. Ήταν τόσο σωστοί κινησιολογικά, και εδώ αξίζουν συγχαρητήρια στο χορογράφο Δημήτρη Σωτηρίου, τόσο εντυπωσιακά άρτιοι φωνητικά και τραγουδιστικά, ένα μεγάλο μπράβο στη Χρυσά Τουμανίδου για την μουσική διδασκαλία, και φυσικά ένα μεγάλο ευχαριστώ στον ενορχηστρωτή της παράστασης Γιάννη Ρήγα, ο οποίος έκανε τόσους πολλούς ηθοποιούς να φαίνονται σαν μια οντότητα. Οντότητα τόσο ισχυρή που επισκίασε οποιονδήποτε άλλον εμφανίζονταν επί σκηνής.
Βέβαια σημαντικός παράγοντας στην οπτική, τουλάχιστον, ομοιογένεια του χορού ήταν τα ιδιοφυή κοστούμια της Δέσποινας Ντάνη. Όμορφα, λειτουργικά, κινούμενα σε παστέλ αποχρώσεις κοστούμια, διακρίνονταν για την υψηλή αισθητική τους, την εντυπωσιακή ομορφιά τους, τη γοητεία εν τέλει που εξέπεμπαν. Βέβαια τα κοστούμια, όλα τους και το καθένα ξεχωριστά, καμωμένα με μεράκι, σκέψη, ενδιαφέρον νοιάξιμο, δε θα ήταν ολοκληρωμένα χωρίς τις κατ’ αναλογία ισάξιες δημιουργίες της Μάρθας Φωκά. Και εδώ δε μιλούμε παρά για τις μάσκες που κινούνταν στις λεπτές γραμμές του απόηχου του αρχαίου διονυσιακού θεάτρου, εκσυγχρονισμένες για να ταιριάζουν στην εποχή μας.
Όμως τι θα ήταν όλα τα παραπάνω δίχως την εμβριθή μουσική σύλληψη του Γιώργου Χριστιανάκη, που θύμιζε τον εξαίσιο Μάνο Χατζηδάκι; Ήταν μια αποκαλυπτική ακουστική εμπειρία. Η μουσική του μάς ταξίδεψε στην πολιτεία των Ορνίθων και κατά κάποιο τρόπο μάς αναπτέρωσε, έτσι που για δύο ώρες ήταν σα να έχουμε κι εμείς φτερά.
Μέγας ενορχηστρωτής των επιμέρους θεατρικών στοιχείων, ο Γιάννης Ρήγας. Η σκηνοθετική του ματιά, συνδυαζούμενη με την αλλοτινή του εμπειρία στην παράσταση του Καρόλου Κουν, μάς οδήγησαν σε μία πολύ καλή παράσταση. Δυστυχώς δεν αρκέστηκε στο εξαίσιο κείμενο του Αριστοφάνη σε μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) και εισήγαγε πλήθος επικαιρικών στοιχείων, όπως είναι το μετρό Θεσσαλονίκης, ο μεγάλος περίπατος και φυσικά ο κορονοϊός. Και ενώ είναι συνηθισμένο στον Αριστοφάνη να γίνονται ενέσεις πλούσιες σε επικαιρότητα, η επιθεωρησιακή αισθητική ξενίζει, μετέωρη μεταξύ σάτιρας και γελοίου. Αυτό είναι κάτι που αφαιρεί παρά προσθέτει στον αιώνιο λόγο του μεγάλου σατυρικού συγγραφέα.
Κατόπιν, οφείλουμε να αναφερθούμε και στους «πρωταγωνιστές» της παράστασης: τον Ταξιάρχη Χάνο (Πεισθέταιρο) και τον Γιάννη Σαμψαλάκη (Ευελπίδη). Και οι δύο με Επιδαύρια φωνή αντηχούσαν πέρα ως πέρα. Θαυμάζουμε την τεχνική που όλο και λιγότεροι ηθοποιοί διαθέτουν πια και χαιρόμαστε όταν συναντάμε κάποιους που αν μη τι άλλο ξέρουν πώς να τοποθετούν τη φωνή σωστά, έτσι ώστε να ακούγονται και στις πιο μακρινές κερκίδες. Ωστόσο η σκηνική παρουσία του Γιάννη Σαμψαλάκη ήταν αμήχανη, ελλειμματική... Όχι ότι δεν υπάκουε στο κείμενο, όχι ότι δεν μετέφερε την αισθητική του σκηνοθέτη, αλλά έδινε την αίσθηση ότι δεν απέδωσε στον μέγιστο βαθμό που μπορεί να αποδώσει. Ναι, ο ήρωας είναι αφελής, ονειροπαρμένος και αιθεροβάμων, κάτι που αποδόθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό, ίσως όμως με μια υπερβολή που έκανε τον χαρακτήρα ευήθη. Από την άλλη ο Ταξιάρχης, σκιαγράφησε όλα τα χαρακτηριστικά του γλοιώδη χαρακτήρα του Πεισθέταιρου, χαρίζοντας μας μια πλούσια ερμηνεία σε «χρώματα» που και αυτή όμως με την σειρά της ήταν λιγάκι λαϊκότροπη. Τέλος να πούμε ότι η παρουσία του Χρήστου Στέργιογλου ήταν γλυκύτατη, καλαίσθητη και έφερνε την αισθητική της υψηλής και εκλεπτυσμένης καλλιτεχνίας.
Επιτέλους, η παράσταση αυτή παρά τις επιμέρους αστοχίες της, είναι δείγμα και απόδειξη ότι παρά το λίγο χρονικό διάστημα που διέθεταν και παρά τις δύσκολες συνθήκες, εξαιτίας της πανδημίας, μπορεί το θέατρο να θάλλει ακόμα και υπό τις πιο δυσχερείς συνθήκες. Και όταν το θέατρο ανθίζει, και όταν το θέατρο είναι προσεκτικά καμωμένο, καλοδουλεμένο, πλουτισμένο με τον ιδρώτα και το μεράκι των ηθοποιών και λαμπρυσμένο από το όραμα των δημιουργών, τότε, ναι, το θέατρο μπορεί να γίνει η αναγκαία διέξοδος από την δική μας δυστοπία και να προσφέρει πολύ περισσότερα από αυτά που παίρνει. Κοντολογίς όταν η παράσταση αξίζει• αξίζει και τον κόπο και τον χρόνο και το χρήμα μας.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ