Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς
Το θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη φιλοξένησε στις 17 Φεβρουαρίου τον «Αφανισμό» του Τόμας Μπέρνχαρντ σε σκηνοθεσία της Άννας Κοκκίνου. Πρόκειται για το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημα του Αυστριακού συγγραφέα που αποτελεί μια αποστολή στο ανεξιχνίαστο και πάντοτε μη εξερευνήσιμο της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης.
Η Άννα Κοκκίνου προσέγγισε με ιδιαίτερη αισθητική εμπειρία την παράσταση και αυτό αποδείχθηκε από την συνολική συμμετοχή της σε αυτή μέσω της υπέρβασης των όριων του κόσμου μας και τη διάνοιξη όχι μόνο προσωρινών αλλαγών των δυνατοτήτων και του θυμικού, αλλά και της συμπεριφοράς και των ενεργειακών πεδίων της επί σκηνής. Αποτέλεσμα της παραπάνω διεργασίας ήταν η συνεχής μεταμόρφωση της εικόνας του εαυτού της, του άλλου και του κόσμου. Επί σκηνής, λοιπόν, οπτικοποιήθηκε ένας -εσωτερικός- μονόλογος ενός άνδρα και η εισδοχή στην ψυχική άβυσσο του Φραντς-Γιόζεφ Μουράου. Η εξιστόρηση των γεγονότων (υπερπλήρης αντιλογιών, πληγών και τραυματικών εμπειριών) ξεκινά από την πληροφόρηση της είδησης του θανάτου των γονιών και του αδελφού του ήρωα σε ατύχημα – προσώπων, που όπως αποδεικνύεται από την αφήγηση, ήταν πλέον μισητά για εκείνον. Το πέρασμα του χρόνου γινόταν συνειδητό ως προϋπόθεση της αντίληψης και προϋπόθεση αλλαγής. Ο ίδιος αυτοεξόριστος από την πατρίδα του, το Βόλφσεγκ, με σκοπό να γλιτώσει από την οικογένειά του και το σκοτεινό παρελθόν τη πόλης, αναγκάζεται να επιστρέψει.
Η παραστασιακή μεταμορφωτική διαδικασία διήρκησε δυο ώρες. Η ερμηνευτική και σημειολογική αισθητική του οπτικού πεδίου με κάθε λεπτομέρεια έτυχε ιδιαίτερης προσοχής. Το σκηνικό πλήρως επιμελημένο, απλό, αποτελούμενο μόνο από ένα τραπέζι στρωμένο με ένα πράσινο τραπεζομάντηλο με διάφορα μικροαντικείμενα πάνω του (κερί, ρολόι, κουτί με φωτογραφίες), μια τροχήλατη ξύλινη καρέκλα γραφείου και ένα κρεμάμενο φωτιστικό (Χλόη Ομπολένσκυ). Ένα λευκό πανί στο βάθος της αυλαίας παρουσίαζε σε κοινή θέα τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της οικογένειας του ήρωα. Οι έννοιες της αίσθησης, της σκέψης και της δράσης συνδυάστηκαν άρτια μεταξύ τους μέσω της μουσικής (Νίκος Βελιώτης) και των φωτισμών (Τάσος Παλαιορούτας).
Η ηθοποιός προσέγγισε με ιδιαίτερη ευαισθησία την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του ήρωα Φραντς-Γιόζεφ Μουράου. Μέσω των αυτοαναφορικών προτάσεων και των αναδρομικών διηγήσεων και εμπειριών απέδωσε αφενός με μέτρο την μελαγχολία του ήρωα που αφορούσε ζητήματα της ύπαρξής του και αφετέρου με σαρκασμό όπου αυτό χρίστηκε αναγκαίο. Όμως κατά τη γνώμη μου, η συνολική συγκρότηση της θεατρικής πραγματικότητας επηρεάστηκε από την μονότονη εκφραστική επιτελεστική εκφορά από πλευράς της ηθοποιού. Δηλαδή θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει μια επί πλέον σαφής και ξεκάθαρη υποκριτική/ εκφραστική διαφοροποίηση και διατύπωση αναλόγως το χρονικό σημείο της κοινωνικής πραγματικότητας και της χρονικής περιόδου για την οποία ομιλεί ο ήρωας. Η παραπάνω άποψη σε συνδυασμό με κάποιες γλωσσικές ατοπίες και παραφασίες της ηθοποιού εκτόπισαν τα διπολικά ζεύγη του σημαίνοντος – σημαινόμενου και απώλεσαν των ιδιοτήτων της πόλωσης και της αντιδιαστολής της θεατρικής σταθερότητας.
Εν ολίγοις, πρόκειται για μια παράσταση που παρά τις κάποιες ενστάσεις, έφερε στο φως τις ενδόμυχες σκέψεις του Αυστριακού συγγραφέα. Σε αυτό φυσικά συντέλεσε και η μετάφραση του πρωτοτύπου από τον Βασίλη Τομανά όπου διατήρησε τη «μαγεία» της αυτοαναφορικής αφηγηματικότητας. Η συνολική σκηνοθετική προσέγγιση είχε όλες τις ευοίωνες συνθήκες πειραματισμού , έθεσε σημαντικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία της λούπας ανάδρασης όμως συγκεκριμένες παράμετροι και μεταβλητές οδήγησαν στην μερική αποδόμηση της συνολικής πρόσληψης.