Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με το έργο «Αγαμέμνων», πρώτο της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου, της μοναδικής τριλογίας που σώζεται ακέραιη.
Με απλά σκηνικά, κατάλληλο φωτισμό και τέλειο συντονισμό του χορού, παρουσιάζεται το δράμα αυτής της γυναίκας, της Κλυταιμήστρας (Μαρία Πρωτόπαππα), που ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τη θυσία της κόρης της, τη δεκαετή απουσία του άνδρα της Αγαμέμνονα για τον πόλεμο στην Τροία καθώς και την παλλακίδα αιχμάλωτή του, Κασσάνδρα, όταν εκείνος γύρισε στο Άργος.
Η σημειολογία των κοστουμιών και της κίνησης παραπέμπουν σε μια δόλια ελισαβετιανή ηρωίδα, η οποία έλκει την καταγωγή και τις ρίζες της στην αρχαία τραγωδία. Ο Αγαμέμνων με το ναπολεόντειο χέρι και την έπαρση του νικητή αποδίδει την οπτική του σκηνοθέτη. Η κατάρα των Ατρειδών, ξεκινώντας από τον Ατρέα και το Θυέστη, συνεχίζεται με τη θυσία της Ιφιγένειας και την εκτέλεση του Αγαμέμνονα, που όταν επιτέλους επιστρέφει στην πατρίδα, σ’ ένα τελετουργικό υποδοχής θεού, περπατά στο κόκκινο χαλί. Ακολουθεί η σφαγή του στρατηλάτη κι η έξοδος κατόπιν από το παλάτι του Αίγισθου (δεύτερος ρόλος του Γιάννη Στάνκογλου). Η σαθρή εξουσία, βασισμένη στις πλάτες μιας αδικημένης κι αδίστακτης βασίλισσας, έτοιμης να διοικήσει σπέρνοντας το φόβο και τη βία επιβάλλοντας στέρηση δικαιωμάτων στο λαό. Στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης λέει «φτιάχνουμε πολιτείες ασταμάτητα και είμαστε αιχμάλωτοι στις φυλακές που χτίζουμε εκούσια με τα ίδια μας τα χέρια. Πράγματι, περιμένουμε σωτήρες και όταν τελικά εμφανιστούν συνειδητοποιούμε ότι δεν αξίζουν παρά τον οίκτο μας.
Πράγματι, αυτό που ονομάσαμε "δικαιοσύνη", μας οδηγεί αργά ή γρήγορα στο έγκλημα. Όλοι είμαστε ένοχοι.»
Στην έναρξη του έργου, ο Φύλακας των ανακτόρων (Θοδωρής Κατσαφάδος), εξαντλημένος απ’ τη μακρόχρονη υπηρεσία του στη θέση του φρουρού, θρηνεί τόσο για τον εαυτό του όσο και για τις συμφορές που πλήττουν τον οίκο των Ατρειδών διαχρονικά, καθώς και για το διάστημα που διαρκεί η πολιορκία της Τροίας: «Λυπηθείτε με θεοί! Μαρτύριο αυτή η σκοπιά στων Ατρειδών την Πύλη!» Εξαιρετική η ερμηνεία του ηθοποιού, που περνά από τη λύπη και τον οίκτο για τα δεινά του Οίκου των Ατρειδών, στη χαρά και στον ενθουσιασμό θριαμβολογώντας για την έλευση του Αγαμέμνονα. Το κορμί του συγκλονίζεται σκεπτόμενος τα όσα θα συναντήσει ο Αγαμέμνονας για τα οποία ο ίδιος ο Φύλακας δε θα μιλήσει. « Ας ρωτήσουν τους τοίχους του σπιτιού, που αν είχαν φωνή θα τα έλεγαν όλα!»
Ο χορός, 12 γέροντες με πατερίτσα στο χέρι, τραγουδούν με μία φωνή και συνοδεία μουσικής που διαθέτει επικό τόνο για να καταλήξουν ότι: «Νικητής είναι πάντα το Πεπρωμένο». Συνεχίζουν με φωνή καταβεβλημένη και σώμα γερμένο, κουρασμένο. Εξαιρετική η πρωτότυπη μουσική του Χάρη Πεγιάζη, που συνοδεύει το Χορό, καθώς ο τελευταίος μεταφέρει τα λόγια του μάντη Κάλχα: « Σκέψου, πάθε, μάθε και πορέψου ! Οφείλεις στον άνθρωπο!»
Αυτό που λέει ο Αισχύλος: Ο «παθός μαθός»
Ο Χορός θυμάται τη θυσία της Ιφιγένειας και την απόφαση του στυγνού θήτη, του πατέρα της, να την παραδώσει στους δημίους της με κλειστό στόμα για να μην ακούγονται τα κλάματα και οι ικεσίες της παρθένας. Τραγική η περιγραφή της παρθένας, που κοίταζε τους δήμιούς της, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Ο Χορός καταλήγει « παθαίνοντας μαθαίνεις. Το μέλλον είναι αβέβαιο. Χρειάζεται μόνο υπομονή.»
Με το που εμφανίζεται περήφανη η Βασίλισσα Κλυταιμήστρα στο κέντρο της μακρόστενης σκηνής, μπροστά στην Πύλη, τινάζει ψηλά το κεφάλι της. Κίνηση που εκφράζει μια αίσθηση ισχύος καθώς με την έλευση, επιτέλους, του συζύγου της θα τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο της για Τιμωρία και Εκδίκηση. Ο Χορός αποτραβιέται φοβισμένος στα δύο πλαϊνά μέρη και τολμά να τη ρωτήσει προς τι οι θυσίες για να λάβει την απάντηση: « Γιορτάζω νέα ανέλπιστα!» Η Μαρία Πρωτόπαππα με υπέροχη κορμοστασιά και πλαστική κίνηση είτε με το χέρι της που σηκώνει, δηλώνοντας το αστέρι του Ηφαίστου, είτε με το βλέμμα της που στρέφεται προς το παλάτι καλωσορίζοντας τον άντρα της και δηλώνοντας ότι εκεί μέσα « ξαγρυπνά το αίμα των δικών του » είναι από την πρώτη στιγμή μια επικίνδυνη, δολερή βασίλισσα, μια οχιά, που στήνει καρτέρι, πετά λίγο δηλητήριο, αφήνει αιχμές, λέει διφορούμενα λόγια, δείχνει υποταγή, όταν το καλούν οι συνθήκες, και με την πρώτη ευκαιρία ξαναχτυπά μέχρι την τελική εκτέλεση. Είναι νικήτρια. Νικάει το νικητή για να αποδειχθεί και εκείνη εντέλει θύμα. « Η νίκη αφανίζει το νικητή! ».
Ο Κήρυκας (Αργύρης Πανταζάρας), χαρούμενος κηρύσσει τη νίκη των Αχαιών και αναγγέλλει την άφιξη του Αγαμέμνονα. Η διήγησή του προκαλεί τη χαρά του Χορού: « Χαρείτε ! Ανατέλλει ο Αγαμέμνων πάνω από την πολιτεία μας!»
Αριστουργηματική η δομή της τραγωδίας και η διαμόρφωση της ψυχολογίας των ηρώων – πρωταγωνιστών του δράματος που μεταδίδεται και στους θεατές!
Η Κλυταιμήστρα με απλωμένα τα χέρια, σωστή ντίβα, που όλοι προσκυνούν, δηλώνει ότι πάει να ετοιμάσει την υποδοχή του άντρα - πόθου της, ενώ πιεστικά λέει στον Κήρυκα να πει στον άνδρα της ότι είναι πάντα η γυναίκα του , σωστό σκυλί που δείχνει τα δόντια του και προσπαθεί να κρατήσει το γάμο της όλα αυτά τα χρόνια, ενώ δεν έλαβε ούτε ένα γράμμα από εκείνον: « Αν και γυναίκα, μπορώ να πω πως υπήρξα γενναία.» Η υποκριτική δεινότητα της ηθοποιού Μαρίας Πρωτόπαππα, μπόρεσε να αποκαλύψει στο θεατή την ιδιαίτερη φύση της Κλυταιμήστρας με φωνή, κίνηση και λόγια, που άλλοτε κρύβουν πικρία και άλλοτε υστερόβουλες, κρυφές και φθονερές σκέψεις.
Η διήγηση του Κήρυκα που εύχεται μαζί με το Χορό να μην έχουν άλλους νεκρούς δημιουργεί αγωνία. Γίνεται μια ενδιαφέρουσα νοηματική παρήχηση του ονόματος της Ελένης: «Ελένη, άλωση, λοιμός», για να καταλήξουν: « Η ενοχή, γεννά ενοχή και ο ένοχος ενόχους »
Εδώ θα πρέπει να γίνει αναφορά στη μετάφραση του έργου από έναν ποιητή, το Γιώργο Μπλάνα, καθώς η ίδια η γλώσσα πρωτοστατούσε σε μια κατά τα άλλα λιτή παράσταση, μαζί με την κίνηση και τη μουσική.
Με ύφος αγέρωχο, υπερφίαλος κατακτητής, ο Αγαμέμνων απευθύνει στο Άργος νικηφόρο χαιρετισμό. Η φωνή του είναι στιβαρή, ενώ πίσω του η Κλυταιμήστρα, περιμένει ταπεινή με σταυρωμένα χέρια.
Χαίρεται επιτέλους ο Χορός βλέποντας τον Αγαμέμνονα και συγχρόνως φοβούμενος ότι οι άνθρωποι έχουν τη συνήθεια να λένε: «αληθινά ψέματα και ψεύτικες αλήθειες».
Ο Αγαμέμνων συμμερίζεται την άποψη του Χορού για τη γλώσσα τονίζοντας με θυμό ότι είναι μόνο: «Λόγια, λόγια, λόγια, λόγια».
Η Κλυταιμήστρα βεβαιώνει του γέροντες ότι φλέγεται για τον άντρα της, ότι τον θρήνησε πολλές φορές νεκρό ή τραυματία, ότι έστειλε μακριά τον διάδοχό του, τον Ορέστη για τον διασώσει. Σιγά και στοχευμένα στήνει την παγίδα της για να τον οδηγήσει στο κόκκινο χαλί της υποδοχής, με διττή σημασία, αυτή της επίσημης υποδοχής και του λουτρού αίματος. Αφού του βγάζει ο Χορός τις στρατιωτικές αρβύλες, ο Αγαμέμνων περπατά αργά πάνω στον κόκκινο διάδρομο με συνοδεία υποβλητικής μουσικής, ενώ λέει στην Κλυταιμήστρα να υποδεχθεί την Κασσάνδρα, την αιχμάλωτη πριγκίπισσα, ένα σπάνιο λουλούδι, λάφυρο του στρατού του.
Παρακινώντας την Κασσάνδρα: «μπες μέσα κι εσύ», εκείνη κάνει να προχωρήσει και σωριάζεται κάτω σφαδάζοντας. Δειλιάζει, δε θέλει, αλλά καθώς είναι Μάγισσα γνωρίζει ότι δε μπορεί να αποφύγει το Πεπρωμένο. Μοιάζει, καθώς λέει ο Χορός, με αγρίμι κλεισμένο σε φυλακή. Με εκστατική διαύγεια εκλιπαρεί τον Απόλλωνα να τη λύσει, να την απελευθερώσει από το «χάρισμα» να βλέπει τα μελλούμενα: «Λυπήσου με !» Κοιτά το Παλάτι και φωνάζει: «Φωλιά φονιάδων, σφαγείο, αίμα παντού! Σφάζουν τα παιδιά τους ! Αίμα στο αίμα!» Ο λόγος της Κασσάνδρας είναι απόλυτα τραγικός, όπως βέβαια και ο ρόλος της. Ξέρει ότι πάει για σφαγή και αυτή και ο Αγαμέμνονας και δε μπορεί να κάνει κάτι για να το αποτρέψει. Έχει μια έντονη αντιπαράθεση με το Χορό, καλώντας τον να πάρει θέση, άρα να δράσει κιόλας, αποδίδοντάς του ευθύνες για τα εγκλήματα που με την ανοχή του επιτρέπει. Αυτή είναι και η σκηνοθετική άποψη. «Μπορείς να ορκιστείς ότι δε μυρίζει από μακριά σφαγείο αυτό το σπίτι; Δεν είναι πόλεμος είναι σφαγή άμαχων πόθων!» Καταφέρνει να τρομάξει το Χορό: «Βλέπω τη λέαινα να κοιμάται με το λύκο, όταν λείπει το λιοντάρι!» Σωριάζεται από τη δύναμη του Πεπρωμένου: «Δε θα μείνει ατιμώρητος ο θάνατος σου. Ο εξόριστος ψάχνει τρόπο.» Οδηγείται στο κόκκινο φως, στο θάνατο.
Με απλό τρόπο βγαίνει ο Αγαμέμνονας στην κατακόκκινο τμήμα της σκηνής και δηλώνει, ότι τον χτύπησαν και ότι αιμορραγεί: « Αρκετά πια με αυτό το ζωντανό θάνατο!»
Ο Χορός δηλώνει: « Για κλάματα είμαστε! Και να χαρίσουμε στους κλέφτες της ζωής μας τη ζωή μας; » Αναγνωρίζει το ύπουλο τέχνασμα, την πολιτική εξόντωση του εχθρού, που παρίστανε το φίλο. Θριαμβευτικά η Κλυταιμήστρα δηλώνει ότι εκείνη τον σκότωσε, ενώ οι γέροντες την προσφωνούν: « Καταραμένη Φόνισσα»
Η Κλυταιμήστρα εμφανίζεται να λέει ότι καθένας έχει τόσο δίκιο όσο και η δύναμη να το επιβάλλει. Ανελεύθερη κατάσταση! Ο Χορός σε μεγάλη σύγχυση: «Πληγή αντί πληγής!», θέλει να πεθάνει. Το κοινωνικό σώμα νοσεί όταν είναι άρρωστοι οι αρχηγοί του.
Αντιπαθής, δυνάστης στη θέση του δυνάστη, η Κλυταιμήστρα τον συμβουλεύει να αφήσει το θάνατο να κάνει τη δουλειά του, όπως ξέρει, και τον προτρέπει αν θέλει να ξεσπάσει το θυμό του φτύνοντας αυτό το ψοφίμι, εννοώντας το νεκρό Αγαμέμνονα.
Μοιρολογεί ο Χορός: «Πώς να σε κλάψω Βασιλιά μου; Πού να βρω λόγια;»
Ο Γιάννης Στάνκογλου, σε διπλό ρόλο, καθώς εμφανίζεται και στο ρόλο του Αίγισθου. Αρχικά δίπλα στην Βασίλισσα, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λόγο και μετά καθώς εκείνη του προτείνει το χέρι της αρχίζει να αποκτά λόγο. Βρέθηκε στην εξουσία συμπράττοντας στη μοιχεία και στη δολοφονία. Σταδιακά αρχίζει και τις απειλές. Η Βασίλισσα τον καθησυχάζει: «Λαός που γαυγίζει, δε δαγκώνει!» Ενώ το έργο κλείνει με την δυσοίωνη προειδοποίηση του Χορού για επόμενα δεινά, στο παραστασιακό κείμενο αυτό παραλείπεται, γεγονός, που ενισχύει την άποψη του σκηνοθέτη για τις μηχανορραφίες της εξουσίας, για το φαύλο κύκλο της βίας, την κατάχρηση της εξουσίας εις βάρος του λαού, την απόγνωσή του και βέβαια τη συλλογική ευθύνη.
Μια παράσταση που με τον ευθύβολο λόγο του Γιώργου Μπλάνα, με την υπέροχη ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα, ως χειριστική και δόλια Κλυταιμήστρα και του Γιάννη Στάνκογλου, σε δύο εντελώς διαφορετικούς ρόλους, εκείνον του Αγαμέμνονα και εκείνον του Αίγισθου, με συνεργάτη τη προσαρμοσμένη σε κάθε κατάσταση μουσική του Χάρη Πεγιάζη, με τα κοστούμια που παρέπεμπαν σε ελισαβετιανό θέατρο και πατάρι σκηνής λιτό αλλά λειτουργικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν και κίνηση του Έντι Λάμε, ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις κατάφερε να προβληματίσει και να επικοινωνήσει τη δική του οπτική βασισμένη πάνω στο έργο του Αισχύλου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ
[…] άρθρο Κριτική για την παράσταση «Αγαμέμνων» εμφανίστηκε πρώτη φορά στο […]