Από τον Ιωάννη Λάζιο
Η παράσταση «Ακρότητες» που παρουσιάζεται στο θέατρο «Κάτω από τη γέφυρα», ζωντανεύει το έργο του Γούιλιαμ Μαστροσιμόνε. Ένα έργο γραμμένο το 1982, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Νέα Υόρκη με περισσότερες από τριακόσιες παραστάσεις. Υπήρξε μια αφορμή για να ξεκινήσει ένας διάλογος σχετικά με το ζήτημα του βιασμού και τον τρόπο που το αντιμετωπίζει το δικαστικό σύστημα. Σαράντα χρόνια μετά την συγγραφή του έργου, ίσως είναι αρκετά για να το θεωρήσουμε παρωχημένο. Ωστόσο, με το κίνημα #metoo και την έξαρση των βιασμών ο προβληματισμός που θέτει το συγκεκριμένο έργο, είναι δυστυχώς τραγικά επίκαιρος.
Η παράσταση ξεκινάει με την πρωταγωνίστρια Μάρτζορι (Ελεονώρα Αντωνιάδου) να ακούει μουσική, να ποτίζει τα φυτά και άλλα παρόμοια, αγνοώντας το αν η πόρτα του σπιτιού της είναι κλειστή. Αυτό το ολέθριο λάθος θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε ολόκληρη την παράσταση.
Στο πρώτο μέρος της παράστασης βλέπουμε τον επίδοξο βιαστή Ραούλ (Θοδωρής Αντωνιάδης) σε σκηνές σκληρής βίας να προσπαθεί να εξαναγκάσει το θύμα του να υπακούσει στις εντολές του. Εκεί, με τρομακτικό ρεαλισμό, ο Ραούλ είναι το κυρίαρχο πρόσωπο. Εξουσιάζει την Μάρτζορι , η οποία προσπαθεί να αντισταθεί, μέχρις ότου τα καταφέρνει και χρησιμοποιεί ένα σπρέι για σφήκες για να απωθήσει τον βιαστή της. Τα φώτα σβήνουν και η Μάρτζορι δένει τον Ραούλ. Εδώ εντοπίζω και την μοναδική σκηνοθετική αστοχία, καθώς ενώ ολόκληρο το έργο χαρακτηρίζεται από στιγνό ρεαλισμό, πιθανώς για λόγους σκηνικής οικονομίας, το σχοινί με το οποίο η Μάρτζορι θα δέσει τον Ραούλ είναι ήδη έτοιμο σε θηλιά. Κατόπιν, τα φώτα ανάβουν και βρισκόμαστε πλέον στην δεύτερη πράξη του έργου.
Η Μάρτζορι από θύμα γίνεται θύτης και ισορροπώντας ανάμεσα στη λεπτή ισορροπία της σαδιστικής οργής και της στείρας εκδίκησης και ίσως αυτοπροστασίας, ξεκινά μια σειρά βασανιστηρίων κατά του θύματός της. Εδώ σκηνοθετικά αναδύεται μια πρόκληση, καθώς ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να μετατρέψει τον απαίσιο και απεχθή Ραούλ σε θύμα της κατάστασης. Ευτυχώς η ευφυής σκηνοθεσία του Νίκου Δαφνή το απέφυγε αυτό με επιδεξιότητα. Στη δεύτερη πράξη θα ξεδιπλωθεί η κοινωνική αντιμετώπιση του βιασμού, που θα ενσαρκωθεί στα πρόσωπα των δύο συγκατοίκων της Μάρτζορι, με την επιστροφή τους στο σπίτι. Ακόμη, με άμεση απεύθυνση στο κοινό έχουμε το κείμενο υπό μορφή κατηγορητηρίου για τα κενά και τις ανισότητες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.
Συνεπώς στο έργο έχουμε τέσσερα πρόσωπα. Οι γυναίκες του έργου είναι προχειρογραμμένες, καθότι ο συγγραφέας δίνει ελάχιστες πληροφορίες για αυτές, που μάλλον μοιάζουν με σκιές παρά με πλήρεις παρουσίες. Εξαίρεση αποτελεί ο Ραούλ, για τον οποίο γνωρίζουμε και τα περισσότερα στοιχεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται ο πιο αναπτυγμένος χαρακτήρας. Αν και τα πρόσωπα είναι ατελή έχει το καθένα τους συγκεκριμένο σκοπό.
Η Μάρτζορι, είναι το θύμα και φιλοδοξεί να προσωποποιήσει την οργή κάθε θύματος βιασμού με την ωμή βία. Ερμηνεύεται από την Ελεονώρα Αντωνιάδου με πειστικότητα, ένταση και θυμό, που σε «κρατάει» από την αρχή μέχρι το τέλος. Ίσως η νευρικότητα της έναρξης να είναι πρώιμη, καθότι υποτίθεται ότι η Μάρτζορι είναι ανέμελη και αυτή η νευρικότητα λειτουργεί σαν προοικονομία, προδίδοντας την συνέχεια. Η ερμηνεία της περιστρέφεται γύρω από την φράση: «για να πιστέψουν μια γυναίκα στο δικαστήριο, πρέπει να είναι νεκρή κατά την άφιξη». Αυτή η πρόταση είναι άραγε επίκαιρη;
Η Τέρι (Σοφία Αγγελικοπούλου) είναι η θαμπή συγκάτοικος που εκφράζει την πιο αφελή και ανόητη οπτική. Αυτή του θύματος που δεν μίλησε ποτέ και προσπαθεί να μειώσει το γεγονός του βιασμού. Ότι, δηλαδή, μπορείς να ξεπεράσεις τον βιασμό και να πας παρακάτω, σαν να μην έγινε ποτέ. Αυτή την απλουστευτική διατύπωση, που καταντά να κηρύσσει ότι η ευθύνη του βιασμού βαραίνει και το θύμα που προκάλεσε τον θύτη. Η Σοφία Αγγελικοπούλου χωρίς να είναι σαχλή είναι εξαιρετικά αφελής και επιπόλαιη, στα μέτρα του ρόλου.
Η τρίτη συγκάτοικος, η Πατρίσια, την οποία υποδύεται επιδέξια η Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου, είναι η φωνή της λογικής. Η γυναίκα πιστεύει στους θεσμούς και νομίζει ότι η αστυνομία θα δώσει την λύση. Η παρουσία της προσθέτει ηρεμία και βάθος στην υστερική ένταση που επικρατεί στο σπίτι.
Ο βιαστής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι ο πιο πλήρης χαρακτήρας. Καταφέρνει να περάσει από τις τρεις ψυχολογικές φάσεις: να είναι στην αρχή ο κυρίαρχος, ο επιθετικός και τρομερός αυτός ρόλος, που κατόπιν θα γίνει ο ειρωνικός και επισφαλής δεμένος, ο οποίος θα προσπαθεί μάταια να στρέψει το κλίμα υπέρ του, έως την κορυφαία στιγμή που φοβάται, λυγίζει και παραδίνεται.
Ο Νίκος Δαφνής μας χαρίζει ένα έργο σαφώς πιο πλήρες από ότι είναι το ίδιο το έργο του Γούιλιαμ Μαστροσιμόνε. Αναβαθμίζει τους ρόλους του συγγραφέα και αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό τον σκηνικό χώρο, προσφέροντας μια συγκλονιστικά άμεση παράσταση. Κατά κάποιον τρόπο αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι εντός του σαλονιού που λαμβάνουν χώρα τα δρώμενα. Οι ηθοποιοί πατώντας πάνω στον αδιάκοπο ρυθμό της κίνησης, μας χαρίζουν ένα έργο τόσο συναισθητικά βίαιο, όσο και σωματικά, κατευθυνόμενοι από την ευφυή ματιά του σκηνοθέτη.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα κοστούμια της Ελένη Παπαδοπούλου. Απλά, μα ταιριαστά στο προφίλ των χαρακτήρων. Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να κάνουμε στο σκηνικό της Ελένης Σουμή: είναι αισθητικά άρτιο, πραγματικά υπέροχο!
Είμαι σίγουρος πως οι θεατές, επιστρέφοντας στην ασφάλεια του σπιτιού τους, θα κλειδώσουν διπλά και τριπλά την πόρτα τους, αποφεύγοντας το ολέθριο λάθος της πρωταγωνίστριας. Η παράσταση είναι τόσο δυνατή που σε στοιχειώνει φεύγοντας. Πρόκειται για ένα υπέροχο σύνολο!
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ