Από την Βασιλική Μπαλούτσου
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν χρειάζεται συστάσεις. Η αναφορά στον Γκρέκο είναι η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του, την οποία ο θάνατος δυστυχώς δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει. Πρόκειται, λοιπόν, για την «αναφορά» του, με τη στρατιωτική έννοια του όρου, στον Κρητικό πρόγονό του, τον Ελ Γκρέκο-Κρητικός κι αυτός, θα τον καταλάβαινε-, ένας απολογισμός της ζωής του, των ανθρώπων που τον σημάδεψαν, των ονείρων του. Συνηθίζεται αυτή η παλιά ανάγκη του δημιουργού να μιλά με έναν αγαπημένο νεκρό για να του πει τον πόνο του.
Ήταν μια τολμηρή επιλογή για τον Τάκη Χρυσικάκο να καταφέρει όχι μόνο να επιλέξει μια ερμηνευτική προσέγγιση για το λογοτεχνικό αυτό έπος, αλλά να ιεραρχήσει σκηνοθετικά και να εντοπίσει εκείνα τα σημεία που θα συμπύκνωναν στα λίγα λεπτά μιας παράστασης, και δη μονολόγου, την ουσία του φλογερού αυτού ύστατου έργου, του βιβλίου των βιβλίων, του οδοιπορικού του Νίκου Καζαντζάκη στους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του, σε τόπους, έργα, πρόσωπα και ιδέες. Δικαιώθηκε για αυτή του την επιλογή με τον τρόπο που συρρίκνωσε και επιμήκυνε τον προγραμματισμένο χρόνο του δραματικού κειμένου, με τα αποσπάσματα που επέλεξε χρησιμοποιώντας άρτια τα εκφραστικά του μέσα, με τη βοήθεια των κουστουμιών, των σκηνικών, της χρήσης του φωτός, και πάνω από όλα της μουσικής και του ήχου, της κρητικής παράδοσης, που σε αυτή την παράσταση αποτελούσαν τους συμπρωταγωνιστές, έντυσαν μουσικά τον λόγο, κούρνιασαν δίπλα στις λέξεις και συνόδεψαν λιτά τις θύμησες. Γι αυτό το λόγο, στήθηκε κι ένας βιντεοπροβολέας στη σκηνή με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη συνοδεία υπέροχης κρητικής μουσικής από παλιά ριζίτικα άσματα, μέχρι και σύγχρονα τραγούδια του Ξυλούρη, των Χαΐνηδων, του Χαρούλη.
Η παράσταση ξεκινά με τον Τάκη Χρυσικάκο να υποδύεται, μάλλον να ΕΙΝΑΙ ο Νίκος Καζαντζάκης, στην όψη στην κορμοστασιά, στο βλέμμα, στις κινήσεις. Καθισμένος σε μια γωνία της σκηνής, εκεί στο ξύλινο γραφείο του έγραφε, με τη λάμπα πετρελαίου αναμμένη και τα βιβλία ολούθε, ήταν ένας παππούς που «έτρεχε» να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, προσπαθούσε να «φτάσει εκεί που ΔΕΝ μπορεί», να συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε όλη του τη ζωή και να συναντήσει τον άλλον «παππού», τον Γκρέκο. Αχνοφωτισμένος και περήφανος. Ένας γνήσιος «καλαμαράς», με τις πολύτιμες λέξεις σου που από παιδιά μας συντρόφευαν και που όσα χρόνια κι αν περάσουν ζωντανεύουν, κυλούν σαν αίμα στις φλέβες μας, φωτογραφίζουν τη θέληση για ζωή και την ελπίδα, την ομορφιά και την παληκαριά της πατρίδας μας. Ο απολογισμός του Νίκου Καζαντζάκη γίνεται με μια λαχταρά αποδοχής, κατανόησης, ίσως και μονάχα με την ανάγκη μιας συντροφιάς ενός άλλου μεγάλου Κρητικού που θαυμάζει, λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν τον συναντήσει ο ίδιος.
Ο Τάκης Χρυσικάκος στην ερμηνεία του ήταν δωρικός. Περιδιάβαινε τις ηλικίες και τις διαθέσεις, με λεβεντιά, σεβασμό και συγκίνηση και με άψογη φωνητική εκφορά του λόγου. Ξεκίνησε παππούς, έγινε βρέφος, παιδί, μεσήλικας και όπως συνηθίζεται στη ζωή κατέληξε πάλι παππούς. Η σκηνοθετική του επιλογή, αν και το κείμενο ήταν αυτούσιο, τα αποσπάσματα της «Αναφοράς στον Γκρέκο» που επιλέγηκαν θαρρείς και ήταν τα πιο τρυφερά, με τη μεγαλύτερη συναισθηματική δύναμη, κατάφεραν να αγγίξουν με αγνότητα την ψυχή με τον κατάλληλο τονισμό, ρυθμό και χρωματισμό της φωνής, επικοινώνησε την παρόρμηση του συγγραφέα να εκφράσει αυτό που ένιωθε.
Μας ξανασύστησε τον Καπετάν Μιχάλη – τον σκληρό κι αγέρωχο πατέρα του και την αιώνια μάνα του. Μας γνώρισε τον πρώτο άγουρο έρωτα του, τη λεβεντογέννα Κρήτη, τον Χριστό, και τον Ζορμπά-τον καρδιακό του φίλο. Αυτόν που μύησε τον συγγραφέα στον αυθορμητισμό της ζωής κι όσο κι αν ήταν διαφορετικοί, εντούτοις μοιράζονταν κάτι κοινό. Την ίδια ανησυχία για το μυστήριο της ζωής.
Αυτό το έργο με την οικουμενική επικαιρότητα, την πνευματική διαθήκη του Νίκου Καζαντζάκη, το είδαμε, το ακούσαμε, το νιώσαμε με όλες τις αισθήσεις μας. Πλημμύρισε η σκηνή ζωή και θάνατο. Θάνατο που έμοιαζε με ζωή. Και που και τα δυο μαζί σε μια αρμονική συνύπαρξη σπρώχνουν την ανθρώπινη ψυχή στην ανηφόρα, στην υπέρβαση. Αφού μόνο έτσι γίνεται. Η σκηνή μύριζε χώμα, θάλασσα, φως, Κρήτη, Ελλάδα. Ένιωσα περήφανη χτες, ένιωσα σεβασμό και συγκίνηση για αυτόν τον διαχρονικό λόγο του μεγάλου Κρητικού μας συγγραφέα, μια κληρονομιά βαριά και πλούσια. Αυτό που ξεχωρίζει στον Καζαντζάκη δεν είναι τα θέματα που πραγματεύεται, μα ο τρόπος που γράφει. Αυτή η αριστοτεχνική γραφή του, μεστή και λυρική. Τόσο λιτή, και τόσο μεγαλειώδης, συνάμα είναι γεμάτη ψυχή. Πώς να φτάσουν οι λέξεις αυτές οι σημερινές να περιγράψουν μια προσωπικότητα που είναι διαχρονική.
Η επαφή με τον θεατή ήταν παρούσα σε όλη την παράσταση. Δεν ήταν ένας ο ηθοποιός στη σκηνή. Αυτός ο μονόλογος έμοιαζε με διάλογο. Διάλογο με τον Καπετάν-Μιχάλη, τον Ζορμπά, τη μάνα, τον Χριστό. Διάλογο με το κοινό. Μέσα από το βλέμμα τις κινήσεις, την οργή, τη συγκίνηση, το δάκρυ, με τη συνοδεία υπέροχων μουσικών επιλογών, όλα ήταν εμποτισμένα με το χρώμα και το νόημα αυτού που ήταν σχεδιασμένα να αντιπροσωπεύσουν. Το πόδι χτυπούσε άγρια την σκηνή, τα φρύδια έσμιγαν, τα χέρια σε ανάταση, τα βήματα ανάλαφρα, οι κινήσεις ζωηρές, σταδιακά βαρύτερες. Και λίγο πριν αποσυρθεί, έτσι όπως ένας μεγάλος ηθοποιός ξέρει να αποσύρεται από τη σκηνή, με ένα υπέροχο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα παρακολουθούμε ζωντανά μια εικόνα που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου. Ο αϊτός πετά σαν σκιά, κι ο Νίκος, μια αδούλωτη ψυχή, μια «φέτα» από το παρελθόν μας, εισβάλλει κι αυτός μια σκιά στην οθόνη. Δύο σκιές, δύο ανυπότακτες ψυχές, που απομακρύνονται σιγά-σιγά….για που αλλού, για τον κόσμο των σκιών.
H παράσταση έκλεισε με μια υπόκλιση παρατεταμένη, τα χεριά μας έσμιξαν δυνατά το ένα με το άλλο σε ένα αδιάκοπο χειροκρότημα, όσο κράτησε κι αυτή η υπόκλιση. Σαν να χειροκροτούσαμε τον ίδιο τον Καζαντζάκη που έφυγε αθόρυβα, μα λεβέντικα. Μας ευχαρίστησε στο τέλος. Μια άχνα ήταν το ευχαριστώ, μια ανάσα. Λίγο πριν αποσυρθεί από τη σκηνή. Κι από τη ζωή μαζί.
Εμείς ευχαριστούμε.
Καλησπέρα, καλή χρονιά.
ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση στην παράσταση Άρχισαν τα όργανα.
Πολύ καλή προσπάθεια όλου του θιάσου.