Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο σκηνοθέτης πιστός στη λαϊκή παράδοση, δημιουργεί μια παράσταση συνόλου, όπου όλοι: ο Θανάσης Δόβρης, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, η Φανή Παναγιωτίδου, η Μαρία Παρασύρη, η Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη, ο Ευθύμης Χαλκίδης ερμηνεύουν διάφορους ρόλους, παίζουν μουσική και συμμετέχουν σε κάθε στιγμή του έργου, είτε με κρουστά όργανα, είτε με φωνές.
Η παρουσία επί σκηνής ντόπιων Λιγουριωτών και μαθητών στην παράσταση αξιοποιήθηκε με πρόθεση να εντάξει τον σοφόκλειο μύθο αφενός στο φυσικό του τοπίο, παλιό και νέο, και βέβαια να καταστήσει αυτούς τους ανθρώπους, τους κατοίκους της περιοχής, κοινωνούς της θεατρικής εμπειρίας, μιας και τόσες παραστάσεις έχουν παρακολουθήσει στον τόπο αυτό, που κοσμείται από τα περίφημα αρχαία θέατρα.
Η παράσταση ξεκινά και τελειώνει με τη λιτανεία του Επιταφίου. Ένα τελετουργικό, που θα συνοδεύσει αναπόφευκτα καθέναν από μας, όταν ολοκληρώσουμε το πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο. Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης νεαρές κοπέλες στολίζουν με λουλούδια τον Επιτάφιο στο βάθος της σκηνής. Η σημειολογία είναι συγκινητική και καλύπτει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Ο ήχος της πένθιμης καμπάνας κάθε τόσο υπενθυμίζει το θέμα της ταφής, του νεκρού αδελφού, του Πολυνείκη, αλλά και τον ηρωικό θάνατο της Αντιγόνης και την αυτοχειρία του Αίμονα και κατόπιν της Ευρυδίκης. Πρόκειται για ένα έργο που κύριο θέμα του έχει το θάνατο και την ταφή.
Πώς μπορεί μια αδελφή να δεχθεί να μείνει άταφος ο αδελφός της και «να τον κατασπαράζουν τα πουλιά»; Η Ισμήνη θλίβεται, αλλά δειλιάζει. Η Αντιγόνη θα εναντιωθεί στον Κρέοντα. Μαλώνουν, μοιάζουν σα δυο επαρχιωτοπούλες που μισιούνται και αγαπιούνται συγχρόνως. Η μία λέει ότι θα ακούσει τους κυβερνώντες, ενώ η Αντιγόνη δηλώνει ότι «θα τον θάψει!» Υπέροχα χορωδιακά μέρη και ορχήστρα πνευστών, μιλούν για την απόφαση του Κρέοντα να αφήσει άταφο το κορμί του Πολυνείκη μέχρι να το λιώσουν τα πουλιά. Ώσπου ο αγγελιαφόρος καταφθάνει και ανακοινώνει ότι πριν από λίγο θάψανε τον πεθαμένο.
Η σκηνοθετική ματιά, ας επιτραπεί να πούμε, θυμίζει τη γραφή των σημαντικότερων νεοελλήνων συγγραφέων. Την ιδιότυπη γραφή του Παντελή Χορν, των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά, «Το Πανηγύρι», «Η Βέρα», «Το τάβλι», τις «Δάφνες και πικροδάφνες», αλλά και του Ιάκωβου Καμπανέλλη την «Αυλή των θαυμάτων». Η παράσταση δεν έκανε τίποτα για να χαθεί η τραγικότητα του έργου, αντιθέτως το έφερε στο επίπεδο εκείνο το ρεαλιστικό, του γνώριμου γεγονότος που το κάνει πιο τραγικό ακόμα. Είναι, θα λέγαμε, ένα αντιδάνειο με μεγάλη επιτυχία. Η τραγικότητα διεισδύει ακόμα και σε σκηνές, που δεν υπάρχει δράση, αλλά υπάρχει τραγούδι ή μουσική, που ανακινεί μνήμες και αυτό έχει να κάνει με την παράδοση.
Ο σκηνοθέτης δε μεροληπτεί υπέρ ή κατά κάποιου από τους ήρωες του έργου. Όλοι έχουν δίκιο από τη θέση τους. Η ύβρις τιμωρείται καθώς προσπερνιέται ο Τειρεσίας και τα λεγόμενά του με μεγάλο θράσος και αλαζονεία. Ο θάνατος και το πένθος είναι υπόθεση του συνόλου και βιώνεται ως τέτοια.
Οι φρουροί κατηγορούν ο ένας τον άλλο για την παράνομη ταφή και καταλήγουν ότι μάλλον είναι θεϊκή πράξη, γεγονός που κάνει έξω φρενών τον Κρέοντα: «Σταμάτα πριν με οργή με γεμίσεις! Βλέπεις οι θεοί να προστατεύουν τους κακούς;» ενώ απειλεί για να του φανερώσουν τους δράστες. Ο Κρέων ανάσκελα στο έδαφος, στάση περίεργη για βασιλιά, ενώ ο Χορός σχολιάζει «Σε όλα βρίσκει μια έξοδο και το αύριο δεν είναι γι’αυτόν αδιέξοδο». Καθώς ο Φύλακας φέρνει την Αντιγόνη και περιγράφει με μια πολύ παραστατική ερμηνεία τη σύλληψή της, η μικρή Αντιγόνη, παίζει σαν κοριτσάκι με τα πόδια της, ενώ ο Κρέων σηκώνεται αργά και απειλητικά. Η Αντιγόνη «ομολογεί και δεν τ΄ αρνιέται!» Το ήξερε πως υπήρχε προσταγή, όμως «ο Δίας δεν της έδωσε τέτοιες προσταγές.» Η προσταγή των ανθρώπων δε μπορεί να ξεπερνά εκείνη των θεών! Είναι μια απλή επαναστάτρια, όπως όλοι αυτοί οι τραγικοί καθημερινοί επαναστατημένοι ήρωες, που γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, όμως υπηρετούν το θείο νόμο. Για τον Κρέοντα το ζήτημα διαθέτει και μια πρωτίστως πατριαρχική-εξουσιαστική διάσταση. «Δε θα είμαι άνδρας. Αυτή θα είναι άνδρας, αν μείνει ατιμώρητη». Καταπληκτικές οι σκηνές που οι δύο αδελφές απλά μαλώνουν και χτυπά η μία την άλλη, σαν κοριτσάκια που μαλώνουν. Ωστόσο ο Κρέων δεν αστειεύεται. Θα θανατώσει την αρραβωνιαστικιά του γιου του. «Υπάρχουν κι άλλα χωράφια για να οργώσει». Θα την σκοτώσει γιατί από μια πόλη ολόκληρη, μόνο αυτή τον αγνοεί επιδεικτικά. Συμβουλεύει το γιο του: «Ποτέ μη χάνεις το μυαλό σου για το κρεβάτι μιας γυναίκας!», ενώ ο Αίμωνας έρχεται σχεδόν στα χέρια με τον πατέρα του.
Όλοι συγκλονισμένοι. Η Αντιγόνη κλαίει: «Αχ αδελφέ μου ! Πέθανες και πεθαμένος με πέθανες!» Το παραστασιακό κείμενο του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου υπηρετεί ακριβώς την σκηνοθετική ματιά. Λόγος απλός και προσιτός, που δε χάνει τίποτα από την τραγική του διάσταση. Το ίδιο και τα απλά κοστούμια της Κωνσταντίνας Μαρδίκη.
Η πρωτότυπη μουσική του Αλέξανδρου Κτιστάκη, πραγματικά χτυπά μέσα στην καρδιά και συνδυάζει στοιχεία παραδοσιακά και πολύ μοντέρνα.
Όλοι μαζί τραγουδούν το παραδοσιακό τραγούδι « Νεραντζούλα» ενώ η Αντιγόνη λέει: «δείτε τι παθαίνω και από ποιους» σε μια σκηνή πολύ συγκινητική.
Βασικός και διευκρινιστικός ο ρόλος του φωτισμού του Παναγιώτη Λαμπή.
Ο Τειρεσίας εμφανίζεται μαζί με το συνοδό του ένα νεαρό παιδί και μιλούν μαζί ταυτόχρονα για τη μαντεία. Ο Κρέοντας δεν εισακούει τα λόγια του να μετανοήσει και ν’ αλλάξει την απόφασή του, αντιθέτως τον προσβάλλει κιόλας. Εκείνος του προμηνύει τα δεινά του: «Το μεγαλύτερο κακό που παραμονεύει τον καθένα μας, είναι να μη σκέφτεται σωστά». Ο Κρέων νιώθει ελλιπής και χαμένος και πια θρηνεί το νεκρό παιδί του. Όλοι οι συντελεστές, ακολουθούν τον Επιτάφιο της ζωής τους. Θρήνος και απόγνωση για την ανάλγητη εξουσία, για την παράκαμψη του ηθικού νόμου, για τη φίμωση της νέας φωνής, για το θάνατο, την εξαφάνιση της αντίστασης. Μια άλλη Στέλλα Βιολάντη, ένας ακόμα ήρωας του Νεοελληνικού θεάτρου, ένας καθημερινός τραγικός κόσμος !
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ