Από τον Ιωάννη Λάζιο
Κάθε φορά που πρέπει να επεξεργαστώ την θεατρική μου εμπειρία από μια βιογραφική παράσταση, έρχομαι στη δύσκολη θέση της σύγκρισης. Σχεδόν αυτόματα το μυαλό μου αναζητά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης. Αυτό όμως δε συνέβη στην παράσταση «Χαρίκλεια Καβάφη» αν και πρόκειται για μια βιογραφία και μάλιστα μονόλογο, γεγονός που καθιστά την σύγκριση ακόμα πιο πηγαία, αφού η εστίαση της προσοχής γίνεται σ' ένα πρόσωπο. Το ερώτημα είναι γιατί δε συνέβη; Η εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι διπλή. Η πρώτη εξήγηση είναι και η λογική: δεν διαθέτουμε αρκετή πληροφόρηση για το πρόσωπο της παράστασης κι έτσι δεν μπορούμε ακόμα και αν θέλουμε να κάνουμε τη σύγκριση. Ο δεύτερος όμως, αν και παράλογος, είναι αυτός που μου ταιριάζει περισσότερο: η Ασπασία Κράλλη έδωσε ζωή στην Χαρίκλεια Καβάφη με τρόπο τέτοιο, που δεν μπορείς να σκεφτείς ότι το αληθινό πρόσωπο μπορεί να διαφέρει από αυτό της μυθοπλασίας. Η δύναμη που έχει αυτή η εντύπωση είναι η απόδειξη της υποκριτικής αρτιότητας της.
Βέβαια δε θα μπορούσε να σταθεί μια τέτοια ερμηνεία δίχως ένα στιβαρό κείμενο, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να βαδίσει χτίζοντας την ερμηνεία της. Ο Κοραής Δαμάτης της προσέφερε αυτό το κείμενο. Γεμάτο προσωπικές και ιστορικές αναφορές, διηγείται μια ολόκληρη εποχή υπό το πρίσμα μιας γυναίκας, που αν και κατά δήλωσή της είναι αμόρφωτη, δε διστάζει να σταθεί κριτικά απέναντι στην περικείμενη πραγματικότητα, αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό. Ο λόγος είναι μεστός και εσωκλείει όλα τα χρώματα της βεντάλιας των συναισθημάτων. Χαρά και λύπη πηγαίνουν χέρι-χέρι σε αυτή την παράσταση, κάτι που σε κάνει πότε να χαμογελάς γλυκά, πότε να δακρύζεις και πότε να γελάς. Κάτι που ξεχωρίζει στο έργο είναι η μαγειρική δεινότητα της ίδιας, σε βαθμό τέτοιο, που ίσως ο θεατής φεύγει μαγειρικά πλουσιότερος από την παράσταση: βάλε τις μελιτζάνες επάνω στην σχάρα να ψηθούν καλά, έπειτα πάρε το μέσα τους και χτύπα το εντός της κατσαρόλας με ολίγον αλάτι καλά…
Για να επιστρέψουμε στην ερμηνεία της Ασπασίας Κράλλη πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα. Είναι μια σπουδαία ερμηνεία, που δίχως καμία υπερβολή δίνει σάρκα σε ένα πρόσωπο με τέτοιο τρόπο που σε μαγεύει, σε καθηλώνει και σου εξάπτει την περιέργεια να γνωρίσεις την αληθινή Χαρίκλεια Καβάφη με την ελπίδα να διαθέτει έστω και ελάχιστη από την ζωντάνια της Ασπασίας Κράλλη, που λάμπει στα μάτια της. Ακτίνες φωτός μιας γυναίκας που αγαπά την τέχνη της τόσο που ο θεατής αισθάνεται ότι είναι το τιμώμενο πρόσωπο. Μας ταξίδεψε πραγματικά σε μια άλλη εποχή και στο ταξίδι της δεν πέρασε στιγμή που να βγούμε από το ρυθμό της διήγησης. Ίσως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο κατόρθωμα της πρωταγωνίστριας, ότι δηλαδή μας παρέλαβε στην είσοδο του θεάτρου αμαθείς ως προς την μητέρα του μεγάλου ποιητή, Κωνσταντίνου Καβάφη, μας διηγήθηκε τη ζωή της και τελικά μας άφησε πιο πλούσιους, έχοντας γνωρίσει τη ζωή μιας γυναίκας, που οι περισσότεροι ίσως αγνοούσαμε.
Σχετικά με τη σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη έχει ενδιαφέρον ο σχεδιασμός των φωτισμών, καθώς δημιουργεί ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύει την ερμηνεία σημαντικά. Βέβαια η ρεαλιστική προσέγγιση και η ρήξη του «τέταρτου τοίχου», με την άμεση απεύθυνση της ηθοποιού, είναι ίσως τα σημεία κλειδιά, που κάνουν το έργο τόσο ζωντανό και άμεσο.
Αναφορικά με το ρούχο της Ασπασίας Κράλλη, του Παύλου Ιωάννου, έχω να πω ότι έχει ενδιαφέρον το ότι είναι προσεγμένο (μέχρι και τα παπούτσια είναι από το ίδιο ύφασμα, που είναι το πανωφόρι) και αντικατοπτρίζει τον πλούτο της οικογένειας, ενταγμένο στην Βικτωριανή εποχή (μέσα 19ου - αρχές 20ου αιώνα). Το σκηνικό του ίδιου είναι ενταγμένο στην ίδια αισθητική. Μοναδική παρέκκλιση οι διαφανείς καρέκλες. Είναι όμως παρέκκλιση; Η Πολυθρόνα τύπου Λουδοβίκος XVI ήταν για τα αστικά σπίτια σύμβολο πλούτου, μιας και απαιτούσαν αρκετό κάματο στην κατασκευή τους και η βελούδινη -και κάποιες φορές μεταξωτή- επένδυση ήταν η επισφράγιση της οικονομικής επιτυχίας και κατ’ επέκταση της κοινωνικής. Ωστόσο, στην παράσταση επιλέχθηκε η εκδοχή του Philippe Starck που παρουσιάστηκε το 2002, μια καρέκλα από διάφανο πολυανθρακικό υλικό. Αυτή η μοντέρνα εκδοχή δεν είναι άσχετη, αλλά έχει έναν συμβολισμό: την πλήρη κενότητα που αισθάνεται η πρωταγωνίστρια με την απουσία των παιδιών της. Ίσως, πάλι, ο συμβολισμός να είναι ότι η ματιά της μάνας είναι διεισδυτική και δεν μπορούν να κρυφτούν πουθενά τα παιδιά της. Κάτι που φαίνεται από τις διάσπαρτες ψυχαναλυτικές αναφορές στον Κωνσταντίνο Καβάφη, ο οποίος σαν σκιά υπάρχει στο έργο και υπό την σκιά του διαδραματίζεται το έργο.
Επιτέλους να πούμε ότι πρόκειται για μια προσεγμένη και καλοδουλεμένη παράσταση, που αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον βίο της Χαρίκλειας Καβάφη.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ