Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να διακρίνει ορισμένα κοινά στοιχεία ανάμεσα στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι» (2000) του Τρίερ και στην ταινία «Το πράσινο μίλι» (1999), κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ από τον Φρανκ Ντάραμποντ. Και στις δυο περιπτώσεις δυο αγαθοί άνθρωποι οδηγούνται στο θάνατο, φύλακες ενός μυστικού που δεν προδίδουν, ευεργετώντας τους γύρω τους. Οι κοινωνίες διαχρονικά αποδεικνύουν ότι δεν έχουν χώρο για τους καλούς, καθώς είναι πάντα έτοιμες να κάνουν την επόμενη σταύρωση, να βρουν κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο να του φορτώσουν όλη την απανθρωπιά τους και την συναισθηματική τους ξηρασία, τον ψυχικό τους θάνατο.
Στο «Πράσινο μίλι», στην πτέρυγα των θανατοποινιτών, ένας γιγαντόσωμος νέγρος κατηγορείται για τον βιασμό δύο μικρών κοριτσιών. Είναι ωστόσο αθώος. Παράλληλα είναι και ένας διαφορετικός κρατούμενος αφού έχει το χάρισμα να θεραπεύει οποιαδήποτε ασθένεια με ένα του άγγιγμα.
Ο Τζον εκτελείται το ίδιο βράδυ αρνούμενος να φορέσει την κουκούλα καθώς φοβάται το σκοτάδι. Το ίδιο και η Σέλμα στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι», η οποία είναι εξάλλου τυφλή.
Η Σέλμα Γέζκοβα (Δήμητρα Κολλά), Τσέχα μετανάστρια στην Αμερική της δεκαετίας του ’60, χάνει βαθμιαία την όρασή της από κληρονομική ασθένεια – πράγμα, ωστόσο, το οποίο κρατά πεισματικά κρυφό. Δουλεύει σε μια γραμμή παραγωγής και όχι μόνο δεν σταματά, αλλά επιθυμεί να δουλεύει περισσότερες ώρες υπερβαίνοντας τα όριά της, έχοντας τη διαρκή αγωνία να συγκεντρώσει το ποσό για την εγχείρηση που θα απαλλάξει τον έφηβο γιο της, Τζιν (Αντώνης Σταμόπουλος), από το ίδιο πρόβλημα, πριν αυτό προχωρήσει και μείνει κι αυτός τυφλός. Λατρεύει τα αμερικανικά μιούζικαλ και σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι στην Αμερική μπορούν με χειρουργική επέμβαση να θεραπεύσουν το πρόβλημα του παιδιού της, επιλέγει να φύγει μετανάστρια από την Τσεχοσλοβακία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το μόνο που την ανακουφίζει από τη σκληρή ζωή της είναι να βλέπει σινεμά με τη φίλη της την Κάθι, η οποία της περιγράφει ό, τι βλέπει στην οθόνη. Είναι επίσης μέλος μιας θεατρικής ομάδας και έτσι κάθε φορά συμμετέχει τραγουδώντας ή χορεύοντας, κάνοντας προετοιμασία για να συμμετάσχει και η ίδια σε μιούζικαλ.
Τη φλερτάρει ο εργάτης Τζεφ (Θοδωρής Αντωνιάδης), αλλά εκείνη δεν αφήνει περιθώρια για έρωτες, αφού έχει αποστολή να σώσει το παιδί της από το σοβαρό αυτό πρόβλημα υγείας για το οποίο θεωρεί κιόλας την ίδια υπεύθυνη.
Γείτονάς της και σπιτονοικοκύρης της ο αστυνομικός Μπιλ Χιούστον ( Στέλιος Καλαϊτζής ) που έχει ξανοιχτεί σε έξοδα και σχεδόν έχει ροκανίσει μια κληρονομιά, που έλαβε, για να ικανοποιήσει τη σύζυγό του Λίντα (Ράσμι Σούκουλη) και τις ατέλειωτες αγορές της. Εμφανίζεται το ζευγάρι αρχικά κάνοντας επίσκεψη και δώρο στο παιδί, ενώ στη συνέχεια αποκαλύπτεται η πρόθεση του Μπιλ να της ζητήσει δανεικά, τα λεφτά που ξέρει ότι εκείνη μαζεύει για τη θεραπεία του παιδιού της. Τη φέρνει σε δύσκολη θέση, ενώ την έχει ορκίσει να μην αποκαλύψει στη γυναίκα του ότι χρεοκοπεί και εκείνη του εκμυστηρεύεται ότι είναι σχεδόν τυφλή πια. Ο «έντιμος» αστυνομικός, θα προασπίσει το δικό του μικροσυμφέρον εκθέτοντας την αδύναμη Σέλμα σε μεγάλο κίνδυνο. Της κλέβει τα λεφτά και την κατηγορεί ότι εκείνη του τα έκλεψε, ενώ λέει στη γυναίκα του ότι η Σέλμα του ρίχτηκε και τον έχει φέρει σε δύσκολη θέση. Έρχονται σε αντιπαράθεση και στη διάρκεια του διαπληκτισμού τους το υπηρεσιακό του όπλο εκπυρσοκροτεί τραυματίζοντάς τον, ενώ εκείνος την ίδια στιγμή την εκλιπαρεί να τον σκοτώσει, καθώς δεν μπορεί να διαχειριστεί το χάος, που έχει μόνος του δημιουργήσει. Σε αυτό το χάος όμως συμπαρασύρει την Σέλμα, η οποία κρατά το στόμα της κλειστό μέχρι το τραγικό της τέλος.
Μια υπέροχη ερμηνεία της Δήμητρας Κολλά, που περνά από όλες τις ψυχικές καταστάσεις και από τους βαθμούς τυφλότητας, με μεγάλη λεπτότητα και εσωτερική επεξεργασία.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς κάνει ένα μεγάλο μιούζικαλ σε έναν μικρό χώρο. Βασισμένος στην ωραία μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, επιχείρησε και πέτυχε να ανεβάσει την ταινία αυτού του τόσο θεατρικού κινηματογραφικού σκηνοθέτη Λαρς Φον Τρίερ. Ένα κανονικό μιούζικαλ, που δεν το περιμένει κάποιος σε μια μικρή σκηνή, που αποδεικνύει ότι όταν ο σκηνοθέτης έχει την κατάρτιση και την έμπνευση, παράλληλα και την ικανότητα να διδάξει τους ηθοποιούς του, μπορεί να δημιουργήσουν όλοι μαζί ένα αριστούργημα. Αυτό είναι το έργο του Δημήτρη Καρατζιά « Χορεύοντας στο σκοτάδι». Η χορογραφική καθοδήγηση του Έλιο Φοίβου Μπέικο απίστευτη, αξιοποίησε τις διαφορετικές ικανότητες των ηθοποιών, κάλυψε τις αδυναμίες, ενίσχυσε τις αρετές τους και δημιούργησε μιούζικαλ. Ο Μάνος Αντωνιάδης δημιούργησε πρωτότυπη μουσική, για το νέο αυτό μιούζικαλ, απλά εμπνευσμένο από την αντίστοιχη ταινία, με πολύ ωραιότερη μουσική και υπέροχα τραγούδια με τους εξαιρετικούς, ευαίσθητους και εκφραστικούς στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου.
Η πρωταγωνίστρια Δήμητρα Κολλά στο ρόλο της Σέλμα, που είναι υπερευαίσθητη, άνθρωπος σπάνιας αξίας, με αγάπη για τον πλησίον, αυταπάρνηση για τον γιο της Τζιν, απόλυτα πειθαρχημένη και απολύτως αφοσιωμένη στην αποστολή της, να εγχειριστεί ο γιος της ώστε να γλιτώσει αυτή την οικογενειακή κατάρα της τύφλωσης. Ερμηνεύει με σπάνιο τρόπο και τα τραγούδια της παράστασης, έχοντας ένα ύφος τζαζ και με πολυφωνικό αποτέλεσμα που ενισχύεται από τον θαυμάσιο κόντρα τενόρο Πωλ Ζαχαριάδη, θαρρεί κανείς ότι έχει πια μεταφερθεί στην Αμερική μιας άλλης εποχής και εντάσσεται πλήρως στην ατμόσφαιρα των μιούζικαλ. Καταπληκτικό το χορωδιακό τραγούδι « Η ζωή θα βρει τον τρόπο με ελπίδα ή χωρίς». Καταπληκτική η χορογραφία « λεφτά λεφτά λεφτά!»
Η Δήμητρα Κολλά είναι μια συναρπαστική Σέλμα. Η φίλη της Κάθι,( Βιργινία Ταμπαροπούλου) που την ονομάζει Κβάλντα, που θα πει ευτυχισμένη, ενώ όπως εκείνη τη διαβεβαιώνει δεν είναι, είναι το πρόσωπο που της συμπαραστέκεται συνεχώς και δείχνει τη στοργή και την αγάπη της. Ευαίσθητη και συνάμα δυναμική η Κάθι- Κβάλντα αγαπά το παιδί της Σέλμα σαν δικό της μιας και εκείνη δεν έχει παιδιά και τη Σέλμα σαν αδελφή. Υπέροχη η ερμηνεία της ηθοποιού , που αποτελεί μια άλλη φωνή στο έργο που τονίζει εκείνη της Σέλμας. Αυτή μαζί με το πρόσωπο του Τζεφ τονίζουν την σπανιότητα της Σέλμας. Η θεατρική ομάδα είναι η πνοή της Σέλμας και καθώς κουράζεται πάρα πολύ , αλλά και χάνει την όρασή της, δε μπορεί πια να χορέψει κλακέτες, ούτε να συμμετέχει στο μιούζικαλ και παραιτείται. Μένει σιωπηλή, πιστή στον όρκο που έδωσε, γιατί αυτό εξάλλου δεσμεύει και την υγεία του παιδιού της. Στο κελί της, την τρελαίνει η απόλυτη ησυχία. Η Κάθι που θέλει να τη σώσει πηγαίνει και ζητά τα λεφτά , που είχε προλάβει εκείνη να δώσει στο γιατρό που θα χειρουργούσε το παιδί της. Αυτό την πανικοβάλει, την εκλιπαρεί να αφήσει τα χρήματα γιατί αυτά είναι για άλλο σκοπό.
Δεν υπαναχωρεί και δεν προδίδει τις αρχές της ακόμα και όταν ο εισαγγελέας την κατηγορεί ότι ήρθε μετανάστρια στην Αμερική και το καταφύγιο που η χώρα αυτή της προσέφερε αυτή δεν το εκτίμησε παρά έκλεψε και σκότωσε. Θεωρούν αυτοί όλοι οι «ηθικοί» και «νομοταγείς» ότι δεν έδειξε ευγνωμοσύνη. Τη λοιδορούν και εκείνη το δέχεται. Όλη η βρωμιά που επιτρέπουν να πέσει επάνω της, δε λερώνει την ίδια, αλλά δε θέλει να αμαυρώσει την εικόνα που θα έχει ο γιος της για τη μητέρα του και δεν επιθυμεί τον δει. Η χάρη δε δίνεται σε όσους δεν τολμούν και είναι θρασείς και η Σέλμα δε συγκαταλέγεται σ’ αυτούς. Το τέλος τη δικαιώνει, όμως τα γρανάζια του εργοστασίου, το σκηνικό που τόσο πετυχημένα αποδίδει την απρόσωπη αυτή κοινωνία, που τα γρανάζια της συνθλίβουν κάθε ευαισθησία και αδυναμία, εκτελούν τη δική τους άτεγκτη αποστολή.
Θέατρο συνόλου, όλοι οι ηθοποιοί συνεχώς πάνω στην σκηνή. Απόλυτα συντονισμένοι, σαν ένα σώμα, άλλοτε ενεργοί, άλλοτε όχι, ανάλογα με τις σκηνοθετικές ανάγκες. Ο Στέλιος Καλαϊτζής (Μπιλ Χιούστον, Κατήγορος, Φύλακας), η Ορνέλα Λούτη (Ντολόρες, Γιατρός, Δεσμοφύλακας Μπρέντα), o Θοδωρής Αντωνιάδης (Τζεφ, Φύλακας), ο Πωλ Ζαχαριάδης (Σκηνοθέτης Σαμουήλ, Επικεφαλής των ενόρκων), ο Σωτήρης Μεντζέλος (Επιστάτης Νόρμαν, Συνήγορος, Φύλακας) και η Ράσμι Σούκουλη (Λίντα Χιούστον, Δικαστής, Αναπληρώτρια διευθύντρια φυλακών). Μια ομάδα με έμπνευση, ταλέντο, εξαιρετικές ερμηνείες, απίστευτες φωνητικές δυνατότητες, με υπέροχο συντονισμό σκηνοθεσίας (Δημήτρης Καρατζιάς), μουσικής(Μάνος Αντωνιάδης), κίνησης(Έλιο Φοίβος Μπέικο) και φωτισμού(Βαγγέλης Μούντριχας).