Από τον Ιωάννη Λάζιο
Το 1719 στη Γαλλία, ο συγγραφέας του βιβλίου «κριτικές μελέτες για την ποίηση και ζωγραφική», Ντυμπό, έθεσε τις βάσεις για το καλλιτεχνικό αλαλούμ. Τί έγραψε ο εν λόγω συγγραφέας; Ότι τέχνη είναι η επιθυμία του ανθρώπου να διεγείρει ευχάριστα τις αισθήσεις του. Να γελάσει, να χαρεί! Κάτι σαν γαργαλητό… Μάλλον τη συγκεκριμένη αισθητική ασπάζεται και ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλέξανδρος Κοέν: "Διάλεξε!" στο θέατρο Λαμπέτη. Ήθελε να διασκεδάσει το κοινό του, χρησιμοποιώντας απρεπές λεξιλόγιο, παρωδιακές σκηνές και ευκαιριακές συγκινήσεις, ενός, χαλκευμένου, φιλοσοφημένου λόγου και φυσικά λαμπερά ονόματα.
Το έργο εμπνευσμένο από «Το καφενείο», του Κάρλο Γκολντόνι, που γράφτηκε το 1750, ήταν η βάση για τη φαρσοκωμωδία του Αλέξανδρου Κοέν. Το γνήσιο έργο ήταν ιντερλούδιο σε τρία μέρη και κατόπιν κωμωδία. Ξεκινά τη μέρα που αρχίζει το καρναβάλι της Βενετίας και διαδραματίζεται σ’ ένα καφενείο που στην παράσταση έγινε κλαμπ. Αυτή είναι η πρώτη αλλαγή στη θεμελιώδη δομή του έργου. Η δεύτερη είναι η αλλαγή του δον Μάρτσιο, του παρακμιακού, πολυλογά ευγενή σε γυναικείο χαρακτήρα. Μια ευφυέστατη κίνηση, καθώς, η Νεκταρία Γιαννουδάκη, ερμήνευσε το ρόλο της με μια ανάλαφρη θεατρικότητα, υψηλής αισθητικής, χαρίζοντάς μας καλλιτεχνικό οξυγόνο, εμπλουτίζοντας με το ταλέντο της τη παράσταση.
Η παράσταση ξεκινάει, με ξεκάθαρα επιθεωρησιακό τρόπο. Η Σπυριδούλα Κάιζερ ως κομπέρ, εμφανώς επηρεασμένη από το «τρακ» του πρωτοεμφανιζόμενου, μας εισήγαγε στο τόπο και χρόνο της δράσης, δηλαδή το Καρναβάλι της Βενετίας. Και πριν ο ήλιος ανατείλει, έδυσε. Το καρναβάλι δε ξανά αναφέρθηκε, κάτι που σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης παράκαμψε το πρώτο μέρος του έργου. Αλλά για να επιστρέψουμε στη Σπυριδούλα Κάιζερ! Οι εκφράσεις της παγωμένες, οι κινήσεις της επιτηδευμένες και ο λόγος της άχρωμος. Αλλά πιθανότατα όλα αυτά να είναι απόρροια του άγχους, που την είχε κυριεύσει. Κάποιες φορές προσπάθησε να αλλάξει ύφος και τότε κατευθύνθηκε σε νέες φόρμες για να διεγείρει το θυμικό του θεατή, δυστυχώς όχι και τόσο πετυχημένα...
Έπειτα, έχουμε την Έλενα Πιερίδου, ερμηνευτικά επίπεδη, χωρίς σωστή τοποθέτηση της φωνής της αλλά εντούτοις χορευτικά καλή. Ευτυχώς για την ίδια, ο ρόλος της είναι μια χορεύτρια κι έτσι καλύφθηκε η σκηνική αδυναμία της, με τη συνεχή χορευτική κίνηση.
Η ερμηνεία της Μάρας Τζίμα, μετέωρη. Μάλιστα, προς έκπληξή μου τραγούδησε ένα αγαπημένο μου, υπέροχο, τραγούδι. Το «Je t'aime» και μου θύμισε τη Larah Fabian, που δεν μπορούσε να τραγουδήσει το 2002, από τη συγκίνηση. Το τραγούδι αυτό άπτεται της γυναικείας ευαισθησίας. Ε λοιπόν, στην ερμηνεία της Τζίμα δεν έβλεπες συγκίνηση στο τόσο μαγικό στίχο των Lara Fabian και Rick Allison, αλλά έβλεπες την αμηχανία της. Τόσο στην εξωτερική έκφραση, όσο και στην εκφορά του λόγου. Μάλλον δεν γνώριζε επαρκώς τη γλώσσα. Βέβαια μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για πρόσωπα δροσερά και νέα που δεν έχουν έρθει σε τριβή με το θεατρικό σανίδι και τέτοια λάθη είναι αυτονόητα.
Ακολουθεί, η Τίφανη Δανιήλ, η οποία μέσα στο χάος της αγνωσιαρχίας χάθηκε. Απορροφήθηκε, από τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κάθε της προσπάθεια για υψηλή θεατρική ερμηνεία, παραπαίοντας σε διεκπεραιωτικές υποκρίσεις, μετριάζοντας έτσι το ταλέντο της.
Για τους Δημήτρη Γούλιο και Αλέξανδρο Κουκ, ο μεν πρώτος ήταν μετριοπαθής, έως τη στιγμή που άφησε το μαλλί του ανέμελο και αφέθηκε ελεύθερος στη τρέλα του. Τότε κέρδισε το ενδιαφέρον, αφήνοντας κατά κάποιον τρόπο, το στίγμα του. Ο δε Κουκ ερμήνευσε το ρόλο του ενσταντικά. Ύψωσε τη φωνή του, κρύβοντας, έτσι, το υποκριτικό του ανάστημα.
Επιτέλους, δύο λόγια για τον μεγάλο πρωταγωνιστή της βραδιάς, πλάι στη συμπαθέστατη κα Γιαννουδάκη, Βαγγέλη Κακουριώτη. Ένας νέος γεμάτος ενέργεια και ζωντάνια. Έδωσε τόσο πολύ τον εαυτό του και δεν φάνηκε να εξαντλείται στο τέλος. Εντυπωσιακά άρτιος χορευτικά, απρόσμενα ικανός φωνητικά και ζωηρότατος. Γεμάτος ενέργεια και σκέρτσο αλώνιζε στη σκηνή. Την έκανε κτήμα του. Σχετικά με την ερμηνεία του, όμως, οφείλω να πω ότι μου φάνηκε μάταιη, μπροστά στις αναμφισβήτητα, σπουδαίες, άλλες αρετές του. Ίσως, η θεατρικότητα ως προς τη τοποθέτηση της φωνής, την αντίληψη του δράματος, τη μίμηση των μιμήσεων των προτύπων, που έλεγε σε μια κουβέντα του ο Πλάτων με τον Γιούνγκ να απαιτεί μεγαλύτερη προσήλωση και προσοχή.
Για τον σκηνοθέτη αυτής της φαρσοκωμωδίας να πούμε ότι προσπάθησε να γίνει εμπορικός, φορτώνοντας τη παράσταση με «ευρήματα», γκροτέσκο ερμηνείες και περίεργους συνδυασμούς. Οδηγήθηκε με βεβαιότητα στην αισθητική του Ντυμπό και πιθανά εγκλωβίστηκε σ’ αυτή.
Σκηνοθετικά είχε μια φαινομενικά χαώδη σκέψη: Κινηματογραφικά στοιχεία χωρίς συνοχή, με προβολές εμπορικών βίντεοκλιπ. Αρχή, μέση, τέλος; Αδιαφανή! Μιας και το βασικό έργο είχε δεχθεί εμφανή επεξεργασία. Κορυφώσεις; Ανύπαρκτες. Ίσως σε δύο σημεία, αλλά και αυτές χάθηκαν στην σκαιότητα των ερμηνειών.
Με εξαιρέσεις την υπέροχη ερμηνεία της Γιαννουδάκη και την έντιμη προσπάθεια της Τίφανη Δανιήλ. Μαζί με αυτές τις έξυπνες επιλογές, συγκαταλέγονται, η θαυμάσια χορογράφος, Άννα Αθανασιάδη, η οποία χορογράφησε την παράσταση δίνοντας έμφαση στην έμφαση. Έντονες κινήσεις, αισθησιασμός, αλλά και παρωδιακό χιούμορ.
Η ευφυέστατη, για εμένα επιλογή του Κοέν, είναι ο σκηνογράφος και ενδυματολόγος της παράστασης. Ο κύριος Νίκος Χαρλαύτης. Για άλλη μια φορά χρησιμοποιώντας ευτελή υλικά έδωσε και πάλι την υψηλή του αντίληψη περί αισθητικής. Πάντρεψε το κίτς με την πολυτέλεια, αντανακλώντας το διπολισμό των χαρακτήρων. Κιτς στοιχεία ό,τι γυαλίζει (χάντρες και πέρλες), πολυτελή: το βελούδο, τα φτερά, τα φωτιστικά και το χρυσό. Τα κοστούμια των αντρών σύγχρονα, με τα σημάδια, όμως της εποχής του πρωτότυπου έργου. Δύσκολο, το πάντρεμα του χθες με το σήμερα. Μαντήλι αντί για γραβάτα, τουρμπάνι αντί καπέλου κι άλλα.
Δύο απρόσμενα θετικές λεπτομέρειες, δηλωτικές του μεγέθους: η πρώτη για το στοιχείο της βεντάλιας, που αφορά την ενδυματολογία. Αν και ο Ευριπίδης θεωρούσε βάρβαρη συνήθεια, αυτή της βεντάλιας, εντούτοις ξέρουμε ότι ενώ εξαφανίστηκε από την Ευρώπη τον Μεσαίωνα, επέστρεψε μέσω του εμπορίου με την Ιαπωνία, στην Ευρώπη και έγινε μόδα. Μάλιστα, μαζί με τη συνήθεια, μεταφέρθηκε και η κοινωνική διάσταση της βεντάλιας, και έγινε αξεσουάρ της αριστοκρατίας. Και ο πλούτος τον 17ο αιώνα στη μόδα γινόταν εμφανής με τα φτερά. Όπως ακριβώς στη βεντάλια που είχε στα χέρια της η κα Γιαννουδάκη.
Η δεύτερη λεπτομέρεια αφορά το σκηνικό. Ένα σημείο, δηλωτικό του ταλέντου του δημιουργού. Ίσως περνάει αδιάφορα από το μάτι, αλλά αξίζει να ρίξει κανείς μια ματιά στα δύο μοντέλα-πίνακες αριστερά και δεξιά του σκηνικού. Είναι θαυμάσια!
Κλείνοντας αναρωτιέμαι και προβληματίζομαι. Είχε δίκιο ο Ντυμπό πριν τόσο χρόνια; Είναι η τέχνη μια διάθεση για να περάσουμε καλά; Αν είχε δίκιο τότε η συγκεκριμένη παράσταση είναι η απόδειξη της ορθότητάς του. Αν πάλι πιστεύουμε σ’ ένα θέατρο που δίνει χαρά, αλλά και προβληματισμό, γέλιο, που είναι προϊόν βραχύβιας σκέψης και όχι αντανακλαστικό, κάθαρση στο τέλος, ας μη φοβόμαστε να το πούμε, και μορφωτικές συγκινήσεις που θα προκύπτουν από την ενσυναίσθηση και τον αφουγκρασμό του πάσχοντα ήρωα, τότε αυτή η παράσταση δεν μάς αγγίζει. Μένει μονάχα στην επιφάνεια προσφέροντας χαμόγελα και μια ευχάριστη διαφυγή.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ