Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
"Η Τέχνη είναι μεγάλη. Θα την πλησιάσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την κατεβάζουμε στο ανάστημά μας.." έλεγε ο Κάρολος Κουν και αυτό το είδαμε στην παράσταση αυτή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας,
H «Ελένη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, επέστρεψε φέτος το καλοκαίρι από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το «ταξίδι» της Ελένης ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, καθώς η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε στο Θέατρο Δάσους (14 & 15 Ιουλίου) και ακολουθεί περιοδεία (Κύπρος, Αλεξανδρούπολη, Μουδανιά, Ιωάννινα, Βύρωνας, Ελευσίνα). Στις 12 και 13 Αυγούστου η «Ελένη» παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2022.
Η παραγωγή αυτή συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές, πέρσι το καλοκαίρι, όπου και αν παρουσιάστηκε, ενώ οι προγραμματισμένες πέρυσι παραστάσεις της στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ακυρώθηκαν λόγω των εκτεταμένων πυρκαγιών.
Η παράσταση, της οποίας την σύγχρονη και ζωντανή, υπέροχη μετάφραση υπογράφει ο Παντελής Μπουκάλας αποτελεί μια πολύχρωμη γιορτή ειρήνης, με συγκίνηση και χιούμορ και καταδεικνύει τη ματαιότητα του πολέμου, αφού τόσο για τους νικητές όσο και για τους νικημένους οι συνέπειές του διαχρονικά είναι εξίσου ολέθριες. Η παράσταση με τον υπέροχο συντονισμό του σκηνοθέτη της Βασίλη Παπαβασιλείου κράτησε το μέτρο ανάμεσα στο μελό και το κωμικό, αναδεικνύοντας την πολυσημία του έργου.
Αντλώντας όχι από την ομηρική εκδοχή του μύθου, αλλά από αυτήν που δημιούργησε ο λυρικός ποιητής Στησίχορος, ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Τρωικό Πόλεμο σαν μια σφαγή χάριν ενός «ειδώλου» και όχι μιας πραγματικής γυναίκας. Αυτή η σχεδόν καταχρηστικά θεωρούμενη «τραγωδία», καθώς διακρίνεται για τα κωμικά στοιχεία της, ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, μια παράσταση γεμάτη μπρίο, χρώματα, κίνηση, ένα μιούζικαλ εποχής Φίνου, με τραγούδι και αναφορές στην σύγχρονη εποχή.
Όλο το έργο διατρέχεται από το « Φαίνεσθαι» και το «Είναι». Η Ελένη φαίνεται να είναι η άπιστη σύζυγος, ένα είδωλο που βρίσκεται με θεϊκή παρέμβαση στην Τροία, ενώ το «Είναι» παρουσιάζεται διαφορετικό, καθώς η πραγματική Ελένη βρίσκεται στην Αίγυπτο και δυσφημίζεται χωρίς να είναι η ίδια υπεύθυνη. Στο έργο προτάσσεται η δύναμη του όρκου και η ευφυΐα, που προσωποποιούνται στη μορφή της κεντρικής ηρωίδας, της Ελένης. «Στην Τροία δεν πήγα εγώ, μόνο το όνομά μου», λέει η Ελένη. Όλοι οι πόλεμοι χρειάζονται τον εξωραϊσμό ενός προσχήματος για να πυροδοτηθούν. Πάντα ανιχνεύεται και ευρίσκεται ένα κίνητρο για να εκραγεί μια εμπόλεμη σύρραξη. Αυτό το αίτιο, που είναι πολλές φορές ή και πάντα ψευδοαίτιο καλύπτει την απληστία των ανθρώπων.
Η Ελένη του Ευριπίδη μια Ελένη απελπισμένη και παρεξηγημένη για να ακολουθήσουν οι άλλες, των ποιητών, ιστορικών και ρητόρων αλλά και μεταγενέστερων όπως π.χ του Ισοκράτης, του Ρονσάρ, του Γκαίτε, του Όφενμπαχ, του Ζιροντού, του Ρίτσου και άλλων, και άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός. Πάντα με το ίδιο θέμα της παλινωδίας ανάμεσα στην αλήθεια και τον αιθέρα της παραίσθησης.
Το έργο μπορεί να ειδωθεί σαν ρομάντζο, τραγικωμωδία, μελόδραμα με στοιχεία αντιπολεμικού μανιφέστου γραμμένο την επαύριο της πανωλεθρίας στη Σικελία ή ακόμη και ρομαντική κωμωδία (ή πρωτοκωμωδία), δεδομένης και της επίδρασης που ασκεί αυτή η εκδοχή του τραγικού είδους στη Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου.
Εξαιρετική η Έμιλυ Κολιανδρή( Ελένη) με ωραία φωνή, κίνηση , ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, με μαεστρία, οργανώνει έξυπνα την διαφυγή τους από την Αίγυπτο, όντας πάντα σαγηνευτική. Ο Θέμης Πάνου στραπατσαρισμένος Μενέλαος, δεν είναι απλά ο miles gloriosus, επειδή συνεχώς μιλά για τα πολεμικά του κατορθώματα στην Τροία. Δεν είναι φαντασιόπληκτος και μυθομανής. Η εμμονή στην τρωική του δόξα, τη στιγμή που ο παλαιός ηρωισμός είναι εμφανώς ανίκανος να τον εξυπηρετήσει στις παρούσες συνθήκες, είναι βασισμένη σε αληθή γεγονότα. Στη πύλη του παλατιού του Θεοκλύμενου (Γιώργος Καύκας ) συναντά τη γερόντισσα (Έφη Σταμούλη), που τον απωθεί ανακοινώνοντας του τον θάνατό του, που έχει ήδη αναφέρει ο Τεύκρος και τον θρήνο της Ελένης, μια σκηνή αντίστιξης σε σχέση με την προηγούμενη όπου ο Τεύκρος (Δημήτρης Μορφακίδης) ανακοίνωσε στην Ελένη την καταστροφή της Τροίας και τον θάνατο όλων των οπλαρχηγών συμπεριλαμβανομένου και του άνδρα της. Ο χρυσοστόλιστος βασιλιάς – κατακτητής της Τροίας, τώρα παρουσιάζεται αποδιοπομπαίος, άστεγος, χωρίς άσυλο. Ο Θεοκλύμενος είναι εχθρικός προς τους έλληνες. Η ρηχότητα, τέλος, των σχολίων του Μενελάου, καθώς η Ελένη τού εκθέτει το σχέδιό της, παρεμβάλλεται για να αναδείξει τη διανοητική ανωτερότητα της γυναίκας, καθώς όλα όσα κάνει η Ελένη έχουν στόχο την αποκατάστασή της στο πλάι του. Ο άνθρωπος μπορεί να κατευθύνει τη ζωή του. Με τη δύναμη του νου του( λογική, ορθή κρίση) κατακτά τη γνώση, την ελευθερία, την ευτυχία.
Η ζωντανή μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου – σύνθεση με τους μουσικούς επί σκηνής Γιώργο Δούσο (φλάουτο, κλαρίνο, σαξόφωνο, καβάλ), Δάνη Κουμαρτζή(κοντραμπάσο), Θωμά Κωστούλα (κρουστά), Παύλο Μέτσιο (τρομπέτα, ηλεκτρική κιθάρα), Χάρη Παπαθανασίου (βιολί), Μανώλη Σταματιάδη (πιάνο, ακορντεόν), συνέβαλλαν καθοριστικά σε αυτό το πολύχρωμο πανηγύρι, με τραγούδια και με την ευφάνταστη και με πολλές αναφορές χορογραφία του Δημήτρη Σωτηρίου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, απλά μετρημένα και τακτοποιημένα, όπως και όλη η παράσταση, μικροί φοίνικες και πυραμίδες δηλώνουν την Αίγυπτο, ένα ρούχο στη μέση της σκηνής παραπέμπει στο διακύβευμα του έργου την Ελένη και τη διττή της ύπαρξη του « φαίνεσθαι» και του «είναι». Τα κοστούμια πολύχρωμα, ευφάνταστα απόλαυση να τα βλέπεις.
Ο Χορός Νεφέλη Ανθοπούλου, Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Ελένη Γιαννούση, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Νατάσα Δαλιάκα, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καλεμκερίδου, Αίγλη Κατσίκη, Άννα Κυριακίδου, Κατερίνα Πλεξίδα, Μαριάννα Πουρέγκα, Φωτεινή Τιμοθέου, Χρύσα Τουμανίδου συντονισμένος, με ωραίες φωνές και ανάλαφρη κίνηση, εκτέλεσαν υπέροχα τις χορογραφίες του Δημήτρη Σωτηρίου και τα τραγούδια της παράστασης.
Ο λόγος του Ευριπίδη απηχεί τις απόψεις των Σοφιστών. Ο Α΄ Αγγελιαφόρος (Δημήτρης Κολοβός ) στο Β’ Επεισόδιο είναι πιστός υπηρέτης του Μενελάου εκφράζει προβληματισμούς για τους θεούς, την τύχη, τη μαντική, τον πόλεμο
«Τ’ όνομά μου δεν με κάνει ελεύθερο, όμως είναι ελεύθερος ο νους μου» Ο Υπηρέτης του Θεοκλύμενου (Χρήστος Μαστρογιαννίδης) στην Έξοδο αντιστέκεται στον κύριό του και υπερασπίζεται το δίκαιο. Διαχρονικό ανθρωπιστικό το μήνυμα ότι πρέπει να αξιολογούμε τους ανθρώπους με κριτήριο το ήθος και τη λογική και όχι την κοινωνική τους τάξη.»
Ο Β’ Αγγελιαφόρος (Άγγελος Μπούρας) γλαφυρά και παραστατικά διηγείται πως τους έπιασαν κορόιδα ο Μενέλαος και η Ελένη, τη σφαγή που έγινε στο καράτι και πως εκείνος σώθηκε για να τα εξιστορήσει όλα.
Το δίκαιο του Θεοκλύμενου είναι το δίκαιο του ισχυρότερου που έρχεται σε σύγκρουση με το ηθικό δίκαιο. Το δίκαιο της Θεονόης (Αγορίτσα Οικονόμου) διατυπώνει το δικαίωμα του Μενελάου να ξανακερδίσει τη γυναίκα του. Είναι ακέραιη και αναγνωρίζει το σωστό. Τελικά το ίδιο το έργο προβάλλει το ηθικό δίκαιο, αφού με την παρέμβαση των Διόσκουρων η Θεονόη δικαιώνεται, η Ελένη και ο Μενέλαος αποκαθίστανται και σώζονται, ενώ ο Θεοκλύμενος υποτάσσεται στη βούληση των θεών.
Οι Διόσκουροι (Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ορέστης Παλιαδέλης) με λαμέ κοστούμι και μπαλόνια, εντάσσονται σε αυτό το μιούζικαλ με τρόπο ελαφρύ και υπερασπίζονται και αυτοί το δίκαιο.
Είναι εν τέλει θέμα ατομικής οπτικής, αν κανείς θα διακρίνει στην Ελένη μια «κωμωδία ιδεών», μια ρομαντική πρωτο-κωμωδία, μια φαντασίωση απόδρασης από τις φρικαλεότητες του πολέμου διδαγμένη ένα χρόνο μετά τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων στη Σικελία ή αν θα εκλάβει τελικά το έργο, όπως ο Σεφέρης, ως μια γνήσια Τραγωδία του Παραλόγου, οι Έλληνες ενώθηκαν χάρη «σ’ ένα πουκάμισο αδειανό», σε «μιαν Ελένη», μια τραγωδία της οποίας το θέμα συνοψίζεται στο ερώτημα: «τ᾽ είναι θεός, τι μη θεός και τι τ᾽ αναμεσό τους.».
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ