Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το « Ένας ανεπαίσθητος πόνος» γράφτηκε το 1958 και είναι ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Χάρολντ Πίντερ.
Ο Πίντερ στήνει πολύ προσεκτικά τις σχέσεις. Ένα ζευγάρι παίρνει το πρωινό του στην αγροικία του ξεκινώντας την ημέρα του, η οποία είναι η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου καθώς συμβαίνει να συμπίπτει με το θερινό ηλιοστάσιο. Η γυναίκα με σχολαστικότητα και μεγάλη σπουδή στήνει το σερβίτσιο και κάθεται ενώ ο άνδρας αδιάφορος συνεχίζει να διαβάζει την εφημερίδα του. Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, είναι και ημέρα αλλαγών με τους ρόλους να αντιστρέφονται. Ο Έντουαρντ ενοχλείται εύκολα και μιλά λίγο καθώς έχει έναν ερεθισμό στα μάτια. Μια σφήκα θα ταράξει την ησυχία τους και ειδικά τη «νιρβάνα» στην οποία βρίσκεται η Φλώρα. Καταστρώνουν ολόκληρο σχέδιο για να την παγιδεύσουν σε ένα βαζάκι μαρμέλαδας και να την εξολοθρεύσουν. Το βουητό της τους έχει αναστατώσει σαν να επρόκειτο για κανένα τέρας. Η Φλώρα φοβάται μην τη δαγκώσει και ο Έντουαρντ τη διορθώνει λέγοντάς της ότι η σφήκα τσιμπάει ενώ το φίδι είναι εκείνο που δαγκώνει. Όταν την ακούει να βουίζει ακόμα και μέσα στο βαζάκι η Φλώρα φοβάται. Σκέφτονται να της πετάξουν καυτό νερό και απολαμβάνουν και οι δυο ηδονικά αυτή την σαδιστική πράξη εξόντωσης του εντόμου. Μετά απολαμβάνουν την ηρεμία τους.
Η διάβρωση του μικροαστού, του ανθρώπου που με μετρημένες κινήσεις και μεγάλη προσπάθεια μπόρεσε να ανελιχθεί οικονομικά και κοινωνικά και να εγκατασταθεί σε ένα επίπλαστο σκηνικό ευτυχίας το οποίο μπάζει από όλες τις μεριές καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση στον ίδιο ότι είναι κυρίαρχος του σύμπαντος.
Η παρουσία ενός πωλητή σπίρτων, ενός συμπαθητικού γεράκου, στην αυλόπορτά τους μπροστά ταράζει τον Έντουαρντ που τον εκλαμβάνει σαν απειλή, δημιουργώντας του την ακατανίκητη επιθυμία να διευκρινίσει το ρόλο του. Φοβάται ότι η θέση του απειλείται. Φοβάται δικαίως ίσως ή και όχι. Πάντα έτσι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις όπου η βασίλισσα επιλέγει τους αξιωματικούς και όταν αυτοί πέσουν στη δυσμένειά της απλά τους αλλάζει για κάποιον άλλο.
«Ποιος είναι και τι θέλει;» Η αλλόκοτη παρουσία και οι αδιευκρίνιστες προθέσεις του γεννούν ερωτηματικά και ερμηνεύονται τελείως διαφορετικά από τα δύο μέλη του ζευγαριού. Εκείνος θέλει να τον εξολοθρεύσει και όταν τον βλέπει ακούγεται το απειλητικό βουητό της σφήκας. Αυτή τον προσεγγίζει χειριστικά και τον πείθει να έρθει στη «φάκα» για να τον «υπνωτίσει» ο Έντουαρντ οδηγώντας τελικά τον τελευταίο στην αυτοεξόντωσή του, καθώς εκείνη παίζει το παιχνίδι του χαμένου έρωτα, της απόλυτης ψυχικής και σεξουαλικής ερήμωσης.
«Η γυναίκα επιτυγχάνει εκεί που ο άντρας αποτυγχάνει» ! Ο πωλητής σπίρτων, που έχει γίνει το παιχνίδι τους, αρχικά λοιδορείται από τον Έντουαρντ. Του πετά κάτω τα σπίρτα, τον υποχρεώνει να ακούσει την κοινωνική ανέλιξη του ίδιου και την επιτυχία του και κορδώνεται σαν γορίλας απέναντι σε αυτό το αδύναμο ανθρωπάκι, που δεν αντιδρά παρά τα όσα ακούει. Μετά εκείνη με έναν παραληρηματικό λόγο του ζητά να της μιλήσει για έρωτα και αρχίζει να θυμάται με ηδονή όλες τις τραυματικές εμπειρίες της σεξουαλικής της ζωής. Τον χρήζει το καινούργιο της ερωτικό παιχνίδι, του δίνει το εξωτικό όνομα Μπαρναμπάζ. Η απόλυτη αστική διαστροφή, άνθρωποι που χειρίζονται ανθρώπους και έχουν χάσει οι ίδιοι την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Εκπληκτικό το κείμενο του Πίντερ σε μια ωραία μετάφραση του Αλέξη Αλάτση. Η σκηνοθεσία της Χριστίνα Χριστοφή μαζί με την ερμηνεία των ηθοποιών, του Δημοσθένη Φίλιππα ( Έντουαρντ), της Μαρίας Μπρανίδου ( Φλώρα) και του Κωσταντή Μιζάρα (πωλητής σπίρτων) το έκαναν απολύτως κατανοητό. Ακούστηκε ο λόγος και με τρόπο απλό και ουσιαστικό πέρασε το μήνυμα.
Η διαφορετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας εξαρτάται από το βλέμμα του καθενός. Τα μάτια είναι ένα σημείο της οπτικής, τα άλλα είναι πιο σύνθετα και αφορούν παράγοντες ψυχικούς, περιβαλλοντικούς και οπωσδήποτε εγκεφαλικούς.
Μια κοινωνία που αρρωσταίνει, όταν αρρωσταίνουν οι μονάδες. Ο ανεπαίσθητος πόνος και οι αδιαθεσία οδηγούν σε μαρασμό, λήθη και θάνατο. Ο ετεροπροσδιορισμός και η επιβεβαίωση έναντι του άλλου δημιουργεί εχθρότητα, παγίδευση, εξόντωση. Όταν η φύση είναι μόνο ένα στολίδι το οποίο επιδεικνύουμε για αυτοεπιβεβαίωση και όλες τις άλλες φορές είναι απειλή, τότε ο άνθρωπος απομακρύνεται από το πρωτογενές, από τον πυρήνα του και γίνεται ένα κατασκεύασμα που νοσεί, ένα ανδρείκελο που γελοιοποιείται.
Ο φωτισμός του Γιάννη Ζέρβα, έπαιξε το ρόλο του για τη διαμόρφωση συνθηκών της ημέρας και της νύχτας αναδεικνύοντας όλες τις πλευρές του έργου. Ευφυές το εύρημα της προβολής των σκιών για τις συνομιλίες εκτός του δωματίου στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μυρτώς Κοσμοπούλου. Ένα καθιστικό με έπιπλα μπαμπού, και πίσω καφασωτό με πανί, που όταν φωτιζόταν έδινε την αίσθηση του πίσω χώρου, όπου οι σκιές άλλοτε γιγαντώνονταν και άλλοτε σμικρύνονταν, ανάλογα με την ένταση και το ύφος του κειμένου. Τα κοστούμια εντελώς αντιπροσωπευτικά της αγγλικής κουλτούρας και νοοτροπίας και ενταγμένα στις απαιτήσεις του έργου.
Η Μουσική των Stratum 3 ακολούθησε το πνεύμα της σκηνοθεσίας και του Πίντερ.