Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η παράσταση της ομάδας Nunc, εμπνευσμένη από τον Βυσσινόκηπο του Άντον Τσέχοφ και το Quizoola! των Forced Entertainment, υπενθυμίζει ότι το θέατρο είναι παιχνίδι. Λέμε εξάλλου «παίζω θέατρο». Με εφαλτήριο τις προσωπικές εμπειρίες των ηθοποιών που προκύπτουν μέσα από αλλεπάλληλες ερωταπαντήσεις και την αναζήτηση της ταυτότητας των ηρώων, όπως αυτή συντίθεται από τα πραγματικά βιώματα των ερμηνευτών τους, προσεγγίζεται με μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο ο «Βυσσινόκηπος του Τσέχοφ.
Η ιδιαιτερότητα της ομάδας αυτής είναι ότι οι ηθοποιοί που την αποτελούν δεν υποδύονται άλλα πρόσωπα, αλλά λειτουργούν ως αληθινά πρόσωπα σε πραγματικό χρόνο. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό αυτοσχεδιασμό, όπου οι ερωτήσεις μπορεί να είναι φιλοσοφικές ή πολύ προσωπικές, και ο ηθοποιός τις αντιμετωπίζει στη σκηνή επί τόπου με σκοπό το αποτέλεσμα να είναι πολύ προσωπικό κινώντας τους αντίστοιχους μηχανισμούς στους θεατές.
Ερωτήσεις όπως « Τι φοβάσαι; Ποια είναι η καλύτερη κρυψώνα στο κρυφτό; Γιατί θες να φύγεις; Πού πάμε; Σου αρέσει να ακούς τα πουλιά να κελαηδάνε; Κάθεσαι άνετα; Γιατί εγώ είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ; Πόσο κάνεις; Γιατί σε φοβίζουν τόσο πολύ τα λεφτά; Γιατί φωνάζεις τόσο πολύ; Μπορείς ν΄αγαπάς και να μισείς το ίδιο μέρος , την ίδια στιγμή; Σου αρέσει να ακούς ιστορίες; Είσαι σίγουρος;» Οι ερωτήσεις είναι στοχευμένες και εξατομικευμένες, αλλά και πάνω στο ρόλο. Ανακαλούν μνήμες που συνδέονται με το έργο.
Ερωτήσεις που αν τις σκεφτεί κάποιος ξεδιπλώνουν τους χαρακτήρες. Την κακή σχέση με το χρήμα που έχει η Λιουμπόφ Αντρέγεβνα (Ελένη Ζαφείρη), η οποία με την οικογένεια της έζησε εκεί για περισσότερο από εκατό χρόνια. Ενώ έχει απομακρυνθεί από τον Βυσσινόκηπο δεν μπορεί να διαχειριστεί ότι τώρα χρεοκοπεί και θα τον χάσει, είναι δε ένα μέρος φορτισμένο με καλές αλλά και κακές αναμνήσεις όπως ο θάνατος του γιου της. Ο Πέτια, (Ορφέας Γεωργίου) φορά γιακά αρλεκίνου. Και το δικό του κοστούμι αποκαλυπτικό για την χαρακτήρα του όπως και όλων των άλλων. Ο Πέτια έχει μείνει στην εφηβική ηλικία, χωρίς να έχει τελειώσει τις σπουδές του, ερωτευμένος με την Άννα (Μάρια Φλωράτου), έχει στο νου του το παιχνίδι, την ευτυχία σε έναν ιδεατό, ανύπαρκτο κόσμο. Ένας ματαιωμένος οραματιστής. « Εμείς είμαστε ανώτεροι από τον έρωτα. Σκοπός είναι να απαλλαγούμε από καθετί που στέκεται εμπόδιο στην ελευθερία.» Μετά δεν παραλείπει να της επισημάνει ότι οι πρόγονοί της, φεουδάρχες όντας, ήταν ιδιοκτήτες ανθρώπινων ζωών. « Για να βιώσουμε το παρόν , πρέπει να απαλλαγούμε από το παρελθόν» Ο Γερμολάι Αλεξέιτς Λοπάχιν (Θράσος Αρβανίτης), αγαπά την οικογένεια, γιος μουζίκου, μουζίκος κι αυτός, αλλά καθώς όλα εξελίσσονται γίνεται ένας μουζίκος με φιλοδοξίες. Τους φωνάζει για να σωθεί το κτήμα που και εκείνος αγαπά, αλλά εκείνοι λες και δεν τον βλέπουν ούτε τον ακούν καν. Τους προειδοποιεί για την καταστροφή του Βυσσινόκηπου, μήπως και την προλάβουν και τελικά γίνεται αυτός ο διάδοχός τους, σε έναν Βυσσινόκηπο διαφορετικό για να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για εξοχικές κατοικίες Ο Μουζίκος ξέρει να βγάζει το χρήμα που δεν είχε ποτέ και εδώ δε χωρά το συναίσθημα, απολεσθέν, ούτως ή άλλως, στην απόλυτη φτώχεια. Θριαμβολογεί: «ο κήπος είναι δικός μου! Δικά μου είναι ! Τα σπάω και πληρώνω!» Εκπληκτική η ερμηνεία του. Η Βαρβάρα Μιχαήλοβνα (Μαριάννα Δεβετζή), που σε προσωπική ερώτηση είπε ότι τη φωνάζουν Μάιρα, είναι ψυχοκόρη της Αντρέγεβνα, ένα φάντασμα του Βυσσινόκηπου, τους αγαπά όλους βαθειά, είναι όμως στερημένη από τη ζωή. Την προξενεύουν στον Λοπάχιν, με τον οποίο ίσως και να αγαπιούνται κρυφά, αλλά όλοι μοιάζουν αμετακίνητοι από τις δικές τους πεποιθήσεις και φιλοδοξίες, ενώ το έργο τους παρουσιάζει να έρχονται με βαλίτσες και στο τέλος φεύγουν πάλι. Μετακινούν μόνο το κορμί τους και όχι την σκέψη τους, την κρίση τους.
Στο τέλος ο Φιρς που ενυπάρχει σε όλους μαζί τους ηθοποιούς, σε όλους τους ρόλους. Το πνεύμα και η ψυχή του Βυσσινόκηπου, μένουν πίσω ξεχασμένα, να κοπούν στο πρόσωπο του Φιρς μαζί με τις βυσσινιές, να γκρεμιστούν μαζί με το σπίτι, όπως και οι ζωές τους, που ούτως ή άλλως μετά την αλλαγή έμειναν μισακές. «Πως πέρασε έτσι η ζωή, σαν να μην την έζησα,…» Οι ηθοποιοί έχουν μελετημένη κίνηση που βρίσκεται σε αρμονία με όλα τα στοιχεία της παράστασης. Εξαιρετικό το εύρημα του πανιού που σκεπάζει το σπίτι που εγκαταλείπουν, που λειτουργεί για κάποιους σαν τροχοπέδη στη ζωή τους.
Η σκηνοθεσία της Μάριας Φλωράτου, μαζί και η ερμηνεία της ως Άννα ήταν εμπνευσμένες και βαθειά επηρεασμένες από την τεχνική του Quizoola! των Forced Entertainment. Ακολουθούν στην ίδια λογική τα σκηνικά και κοστούμια της Μαρίας Βασιλάκη, η μουσική του Γιωργή Καρρά, η κίνηση της Μυρτώς Δελημιχάλη και οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται έχει πολλή ενέργεια, κάποιες σκοτεινές , αλλά και γελοίες πλευρές, που συμπυκνώνονται στη κλοουνίστικη μορφή που ανακινείται άμεσα με τη μύτη του κλόουν, που προκύπτει από τα βύσσινα μιας βυσσινιάς του σκηνικού, σχολιασμός της καθεστηκυίας τάξης και του φεουδαρχικού καθεστώτος που εκπνέει. Σε αυτό συνηγορεί και το μακιγιάζ των ηθοποιών και τα κοστούμια που ακολουθούν αυτή την πρόθεση της παράστασης που είναι «μια ειλικρινής θεατρική αφήγηση, που συνομιλεί με τους θεατές στο εδώ και στο τώρα.»
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ