Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Οι «Επικίνδυνες μαγειρικές» είναι η θεατρική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Ανδρέα Στάικου που έχει μεταφραστεί σε 34 γλώσσες, έχει ανέβει στην Comédie-Française στο Παρίσι, καθώς και σε πολλά άλλα θέατρα του κόσμου και έχει μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο. Τώρα το έργο ανεβαίνει από 10 Μαΐου στο θέατρο Αλκμήνη.
Ένας ύμνος στην απόλαυση της στιγμής. Μια γυναίκα - αράχνη, μια επικίνδυνη γυναίκα που ενώ είναι παντρεμένη απολαμβάνει υπέροχα εδέσματα, προετοιμασμένα από δυο άντρες, από τους δυο εραστές της, που συμπτωματικά τα διαμερίσματά στα οποία διαμένουν χωρίζει μια μεσοτοιχία. Η προετοιμασία του φαγητού από τον έναν εραστή διεγείρει τις αισθήσεις του άλλου, που αναλύει με την όσφρησή του τα υλικά που συνθέτουν το έδεσμα, μέχρι την ώρα βέβαια που αντιλαμβάνεται ότι παρασκευάζεται για τη δική του γυναίκα. Τότε είναι που ξεκινά ο ανταγωνισμός.
Το ερωτικό ένστικτο και το ένστικτο της γαστριμαργικής απόλαυσης είναι αλληλοσυμπληρούμενα. Η Νανά επιθυμεί αχινοσαλάτα με μια κουταλιά θάλασσας του Αιγαίου και ευθύς αμέσως «πεινάει» για τον παρασκευαστή της, είτε είναι ο νέος και επιθυμητός Δημήτρης (Άρης Παπαδημητρίου), είτε ο σοφιστικέ και πιο βαρύς Δαμοκλής (Ζαχαρίας Ρόχας). Κανείς τους δεν ζηλεύει τον άνδρα της, ο σύζυγος κανονικά ζηλεύει τον εραστή. Οι δυο εραστές αλληλοζηλεύονται. Ο σύζυγος έχει υποχρεώσεις, ενώ ο εραστής δικαιώματα. Η Νανά(Μαργαρίτα Πανουσοπούλου) είναι μια παμπόνηρη γάτα, που εξωθεί τους δυο εραστές της σε μονομαχία γεύσεων και απολαύσεων. Σε αυτή τη διαμάχη διαιτητής ή μάλλον συντονιστής, ο Κωνσταντίνος Τζούμας, που ίσως και να εκπροσωπεί το ορμέμφυτο της Νανάς, την κινητήρια εκείνη δύναμη, την πηγαία ανάγκη της για απόλαυση, πάνω σε εκείνο το μεγάλο φωτισμένο τραπέζι, σκηνικό του Κώστα Βελινόπουλου, τραπέζι και την ίδια ώρα ερωτική κλίνη.
Η Νανά είναι η υποδειγματική εικόνα της επιθυμητής γυναίκας. Πάντα προσεγμένη, με ρούχα που τονίζουν τη θηλυκότητά της, μακριά μαλλιά, κατακόκκινα χείλη, ωραία κίνηση. Ριγεί από ηδονή με το φαγητό και με τον έρωτα. Είναι χειριστική και στόχος της είναι να σαγηνεύει. «Βάφει τα χείλη της γιατί αν δεν τα βάψει θα καταλαβαίνουν άλλα από αυτά που λέει.» Και οι δυο άνδρες είναι κομμάτια. Ο Δημήτρης κλαίει. « Άκου, φίλε μου, νομίζεις ότι είσαι για κλάματα, αλλά είσαι για γέλια. Η Νανά δεν είναι για σένα ούτε για κανέναν. Όχι δεν αξίζει την παραμικρή προσπάθεια. Τρεις άνδρες, όλοι κερατάδες».
Όλοι περιφέρονται γύρω από την απόλαυση εκείνη της στιγμής. « Έσφαλα Δαμοκλή δεν είσαι ηδονοβλεψίας, είσαι κουζινοβλεψίας.»
Ο Δαμοκλής της εκφράζει τη ζήλεια του. Της λέει ότι συνδέει τον έρωτα με τον ουρανίσκο της. Η Νανά που γεννήθηκε για να εγκαταλείπει και όχι για να την εγκαταλείπουν θα σταματήσει με την απουσία της αυτή τη φαρσοκωμωδία των δυο νεαρών.
Στο νέο ημερολόγιο, σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Τζούμας, θα υπάρχει « γιορτή Δημητρίου και Δαμοκλέους ερωτομαρτύρων».
Παρ΄όλη την ψυχική ταλαιπωρία, ποτέ δε σκέφτηκε κανείς από τους δυο να σκοτώσουν τη Νανά, αντίθετα ο Δημήτρης σκέφτηκε να δηλητηριάσει τον Δαμοκλή, όμως τον απέτρεψε η συνείδησή του.
Αντιλαμβάνονται ότι έχουν πέσει χαμηλά. « Για τη Νανά είμαστε πτώματα και αυτή ασελγεί στα πτώματά μας.»
Έτσι σκέφτονται να οργανώσουν διαγωνισμό μαγειρικής με έπαθλο τη Νανά. Ο νικητής θα υποχρεωθεί να αλλάξει γειτονιά.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι για τρεις με τζόκερ τον Κωνσταντίνο Τζούμα, με λάγνο, παιγνιώδες ύφος, να εμφανίζεται πότε στο ρόλο του σπιτονοικοκύρη του Δημήτρη, και πότε σε ρόλο σχολιαστή, έξω ή μέσα σε προθήκη, σε βιτρίνα, εκφράζοντας το θρίαμβο του ορμέμφυτου, της άγριας εκείνης ατιθάσευτης φύσης της γυναίκας.
Η Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, μια σαγηνευτική γυναίκα, με καταπληκτική κίνηση, πανέμορφη και έτοιμη για όλα, πίνει το νέκταρ κάθε στιγμής και απολαμβάνει τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ζωής. Οι άλλοι δυο νιώθουν σαν χρησιμοποιημένο ρούχο. Ο Δημήτρης, Άρης Παπαδημητρίου, όμορφος, αθλητικός νέος, δυναμικός, έχει την αφέλεια του νέου. Ο Δαμοκλής, Ζαχαρίας Ρόχας, έχει μιαν άλλη βαρύτητα, λεπτότητα και βάθος.
Ωραία σκηνοθεσία της Κερασίας Σαμαρά, δημιούργησε μια παράσταση με εναλλαγές σκηνών , ωραίους φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα και μουσική του Τάσου Καρακατσάνη.