Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Τα «Ερωτευμένα άλογα» είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Το Άλλο το Κανονικό», μια τριλογία-δημιουργία εμπνευσμένη από την ανάγκη νέων καλλιτεχνών, με ή χωρίς αναπηρία, της κολεκτίβας «Εν δυνάμει», να μοιραστούν ανοιχτά προσωπικές ιστορίες. Πρόκειται για ένα σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Συστάθηκε από την Ελένη Δημοπούλου και τη Μαρία Ιωαννίδου το 2008 με σκοπό να στηρίξει και να διευκολύνει τα μέλη της να ενταχθούν ισότιμα στο κοινωνικό σύνολο επιδιώκοντας τη ρήξη με την παραδοσιακή αντίληψη του κοινώς αποδεκτού, μια Τέχνη που συνειδητά απομακρύνεται από τις συμβατικές φόρμες κατανόησης της κοινωνικής ζωής.
Το πρώτο μέρος της τριλογίας ήταν «Ο άνθρωπος ανεμιστήρας ή Πώς να ντύσετε έναν ελέφαντα», το δεύτερο «Το άλλο σπίτι» και τώρα εδώ στο τρίτο «Ερωτευμένα άλογα», θίγεται το ζήτημα του έρωτα και της επίμονης κι αδιάκοπης αναζήτησής του, ένα μείζον θέμα για την ολοκλήρωση του ανθρώπου, με όλα του τα γνωρίσματα – συμπτώματα: τα φτερουγίσματα στο στήθος, τα τρελά καρδιοχτύπια, τα ρίγη του σώματος, τα ηδονικά μουδιάσματα. Εξαιρετικά δύσκολο θέμα για πολλούς ανθρώπους, με δυσκολίες που ποικίλουν ανάλογα με το φύλο , την ιδιοσυγκρασία, την ηλικία, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ανθρώπους με αναπηρία.
Στην παράσταση προκύπτει ότι ο όλοι οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι έως αποφασισμένοι να ερωτευτούν. Ο έρωτας είναι μια τρέλα στην οποία όλοι νομοτελειακά υποκύπτουν. Ένα «τακ» αρκεί για να γίνει κάποιος το αντικείμενο του πόθου κάποιου άλλου. «Ο καθένας ψάχνει στο σύμπαν ένα μοναδικό τακ».
Η παράσταση συνδυάζει προβολές, μουσική, απαγγελίες, υποκριτική, χορογραφία, τραγούδι. Ξεκινά με την παραδοχή ότι ο άνθρωπος από μωρό έμαθε να μιλά, αλλά ξέχασε να λέει αυτό που νιώθει. Μια συμπαθής κυρία στην οθόνη, το λέει μόνο με τα χείλια της «Μ’ ακούς;» Ακούει κανείς την ανάγκη των ανθρώπων γύρω του; Κάνει κάτι για να διαμορφώσει τους όρους για μια ευτυχισμένη ζωή, την οποία κλήθηκε να ζήσει αυτός μαζί με άλλους; Μήπως αυτό που μας ενώνει όλους είναι ο έρωτας; Μήπως ο κοινός παρονομαστής στον παράδεισο στον οποίο κληθήκαμε να ζήσουμε είναι αυτή η ανάγκη να αγαπήσουμε και ν΄αγαπηθούμε;
«Η άρνηση του έρωτα μ’ έκανε ένα πλάσμα αναίσθητο» εκμυστηρεύεται κάποιος απ’ τους χαρακτήρες. Το σεξ ταυτίζεται στο μυαλό του με τη βία. Η μη αποδοχή του έρωτα στη ζωή αλλοιώνει τον άνθρωπο. Το θέμα τίθεται εξ’ αρχής, όταν δυο άνθρωποι σε καροτσάκια προσπαθούν να ενωθούν. « Η ψυχή ήθελε όμως τα σώματα αντιστέκονταν». Εμπόδιο το αναπηρικό καροτσάκι και η δυσκολία στην κίνηση. Αν ο αδελφός ενός απ’ τους δύο βοηθούσε για να κάνουν έρωτα, πώς θα μπορούσαν να ζήσουν προσωπικές στιγμές παρουσία άλλου; Ο έρωτας που δεν ευοδώνεται, παρά μόνο περιορίζεται σε μηνύματα και σε κλίσεις στο τηλέφωνο. Η αυτοϊκανοποίηση εμφανίζεται ως μια λύση, αλλά κάποιοι άνθρωποι ανάλογα με τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση χρειάζονται καθοδήγηση. Πολλά τα στεγανά και οι προκαταλήψεις.
Στο έργο παρουσιάζεται η ιστορία της Μάρτας και της Ροζάριο, που από μικρές είχαν συμφωνήσει μια φορά το χρόνο να συναντιούνται μακριά από όλα τα βλέμματα και να κάνουν έρωτα. Έτσι γινόταν για πολλά χρόνια, μέχρι την ώρα που η μια πέθανε και η άλλη δε μπόρεσε να διαχειριστεί την απώλεια αυτή και τρελάθηκε. Πρέπει να σημειωθεί η ωραία κίνηση την ηρωίδας, που μετά το θάνατο χαμένη σε πλήθος κόσμου πέφτει αίφνης καταγής.
« Το χέρι, το αστέρι, το ροζ το περιστέρι… δεν έχω πια φοβέρι» μια ενδιαφέρουσα χορογραφία και τραγούδι, με μια συγχρονισμένη και πλήρως ρυθμισμένη κινησιολογικά συλλογική ερμηνεία, που αποτελεί ένα απ’ τα πιο δυνατά σημεία της παράστασης. Φαίνεται ότι η παράσταση λειτουργεί θεραπευτικά για όσους μιλούν κι εκφράζουν σε άλλους τα αδιέξοδά και τις απογοητεύσεις τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναρωτιέται κανείς πόσο επιτυχημένη ήταν η ένταξη περιπτώσεων ομοερωτικών σχέσεων, με δυο τουλάχιστον ιστορίες: της Ροζάριο και της Μάρτας και ενός ζευγαριού ανδρών στο τέλος.
Η κοινωνία και οι γονείς αποτελούν τροχοπέδη στην ερωτική ευτυχία αυτών των παιδιών, γιατί τους αντιμετωπίζουν σαν « τέρατα» που δεν πρέπει να αναπαραχθούν. «Φοβούνται πως είμαστε ζώα, πως δε θα ξέρουμε πώς να κρύψουμε τον έρωτά μας, φοβούνται μήπως κάνουμε παιδιά και είναι ξεχωριστά όπως εμείς».
Συχνά η κοινωνία αυτή, μην έχοντας το σθένος και τη σωστή ενημέρωση ώστε να ψάξει να βρει λύσεις για το πώς οι άνθρωποι με αναπηρία θα μπορέσουν να έρθουν σε ερωτική επαφή, μετέρχεται διαφόρων μεθόδων είτε απαγορεύοντάς τους τον έρωτα, δήθεν προστατεύοντάς τους από τον κίνδυνο να πληγωθούν ή να πονέσουν, είτε με φαρμακευτική αγωγή κατευνάζοντας τις ορμές τους. Ωραία η σκηνή που δυο νέοι γυμνώνονται για να κάνουν έρωτα και τους περισυλλέγουν οι γονείς τους για να τους φασκιώνουν με γάζα σε όλο το κορμί και να τους ελέγχουν με την απόληξή της σαν να είναι λουράκι σκύλου, αποτραβώντας τα σαβανωμένα πια κορμιά τους και χωρίζοντάς τα.
Η μηλιά στη σκηνή σηματοδοτεί το αμάρτημα, γιατί εξ΄ ορισμού για αυτούς τους ανθρώπους θεωρείται αμαρτία ο έρωτας. Όλα αυτά, το ανεκπλήρωτο, ο ευνουχισμός, η άρνηση της ερωτικής ευτυχίας δημιουργούν εκνευρισμό, μανία και τραυματισμούς . «Τα άλογα για να εκτονωθούν μπήγουν τα δόντια τους σε μια φλέβα τους για να νιώσουν ελεύθερα.» Είναι ά- λογο να αρνείται κάποιος τον έρωτα, που από τη φύση του είναι ένα ά- λογο συναίσθημα.
Μετά από διάφορες διαδρομές, διηγήσεις, αδιέξοδα, σταδιακά προβάλει ένα μαύρο άλογο, με μάσκα, με ωραία κίνηση χορευτική, που γίνεται το αντικείμενο του πόθου βακχιζουσών νυφών. Το έργο καταλήγει σε μια καταπληκτική σκηνή, όπου η μηλιά της αμαρτίας ξεριζώνεται και ίπταται το ίδιο και το σπίτι - στεγανό της αστικής ηθικής και των προκαταλήψεων και όλοι ενώνονται σε μια ελεύθερη ευτυχισμένη συνεύρεση με το ταίρι τους, ενώ άλογα προβάλλονται να καλπάζουν με ορμή στην οθόνη.
Δεν ελέγχεται η ορμή του έρωτα, που απελευθερώνει τον άνθρωπο, είναι επιλογή ελευθερίας και ευτυχίας. « Είμαστε λιβάδι από απότιστα λουλούδια. Στο λιβάδι αυτό κανείς δεν βάζει λίπασμα, ούτε ρίχνει νερό ν΄ ανθίσουν τα λουλούδια, έτσι κάποια μαραίνονται.» Ο έρωτας όμως έρχεται απροσκάλεστος, καλπάζει όπως το άλογο, ξεσηκώνει. Όλος ο θίασος υμνεί τον έρωτα σε ένα τραγούδι δικαιωμένης ευτυχίας.
Ωραία και ευαίσθητη η σύλληψη της Ελένης Δημοπούλου, εμπνευσμένη η σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες χορογραφίες και κίνηση του Τάσου Παπαδόπουλου, το ίδιο και τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ευαγγελίας Κιρκινέ.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ