Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Σε μια γειτονιά του Δήμου της Αθήνας, στην περιοχή Ελληνορώσων, έξι φίλοι γύρω στα σαράντα, συνηθίζουν μια φορά τον μήνα, να ξεδίνουν με ένα «μπασκετάκι». Το ραντεβού, συνήθως Σάββατο, εκεί κατά το απογευματάκι, στο ίδιο πάντα ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ.
Το κάνουν όπως λένε «για να ξεσκουριάζουν» …
Από την αρχή το σκηνικό, που είναι ένα γήπεδο με σύρματα περίφραξης και μια μπασκέτα, δημιουργεί μια αίσθηση εγκιβωτισμού και απομόνωσης. Είναι ένας κρυφός, περίκλειστος χώρος, μια αρένα, όπου θα μπορούσε ο καθένας, άσχετα με την επαγγελματική του θέση ή ιδιότητά του να αποκαλύψει τον πραγματικό εαυτό του, να απεκδυθεί τον καθορισμένο κοινωνικό του ρόλο και να είναι πάλι εκείνο το παιδί που παίζει με τα φιλαράκια του, που τον ξέρουν καλά, τον αγαπούν, τον στηρίζουν, αλλά συγχρόνως τον ανταγωνίζονται, τον υπονομεύουν, ξέρουν τις πληγές και τις σκοτεινές πλευρές του, κρατούν τα μυστικά του, ή σαν τα φοβισμένα παιδιά τον εκβιάζουν. Το κείμενο και όσα εκτυλίσσονται πάνω στη σκηνή είναι αποκαλυπτικά για τη φύση του ανθρώπου, για τα αγιάτρευτα τραύματα της ψυχής και της καρδιάς. Για την κρίση και τον ανταγωνισμό, για τον καπιταλισμό, που θέλει να αφομοιώσει τον άνθρωπο, να δουλεύει για ελάχιστα και να ανήκει πάντα στον εργοδότη που τον διεκδικεί.
Ο Εθνικός Ελληνορώσων, μια ιστορία για 6 άνδρες που πηγαίνουν να παίξουν μπάσκετ αφού έχουν φροντίσει να ανταποκριθούν στις πολυποίκιλες υποχρεώσεις τους, οικογενειακές, εργασιακές ή άλλες.
Ο Τάκης (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) πληροφορεί τον Μανώλη (Στέλιος Δημόπουλος) ότι είδε την πρώην του γκαστρωμένη. Του Μανώλη του κόβονται τα πόδια. Η ζωή, ωστόσο, συνεχίζεται. Ξαναπαίζουν μετά το θάνατο του συμμαθητή και συμπαίκτη τους, του Σταύρου. Κατηγορούν τον Παύλο Δημητρίου (Θάνος Αλεξίου), φίλο κτηνίατρο, που δεν ήρθε στην κηδεία του φίλου τους, κατηγορώντας τον ότι ήταν απών απ’ την τελετή γιατί «πηδούσε τη γυναίκα του Σταύρου». Η ιστορία του Σταύρου είναι το προοίμιο για την αποκάλυψη της διαδρομής και των άλλων φίλων με τη διαδοχική εκδίπλωση των μαύρων σελίδων της ζωής τους. Όσα κουβαλά κανείς μέσα στις «αποσκευές» του καθώς μεγαλώνει: Επιπόλαιες, ανεύθυνες, απερίσκεπτες έως και εγκληματικές νεανικές ροπές που τον στιγμάτισαν για πάντα. Η σκέψη και μόνο μπορεί να σκοτώσει; Η σκέψη από μόνη της συνιστά ένα ηθικό – συνειδησιακό τετελεσμένο; Αυτή η σκέψη στην εξέλιξη του έργου γίνεται πράξη και θέτει τέτοιου είδους φιλοσοφικά ερωτήματα.
Εύκολα και με χαρακτηριστικό κυνισμό αντικαταθίσταται ο αποθανών αφού ο Βαγγέλης (Μάκης Παπαδημητράτος) φέρνει στη θέση του Σταύρου, το Νίκο (Κωνσταντίνος Φυτίλης), που τελικά γνωρίζεται με κάποιους από την ομάδα και πιο στενά με το Νίκο (Στάθης Σταμουλακάτος), που έρχεται από παιδικό μασκέ πάρτι. Οι εντάσεις που δημιουργούνται σταδικά είναι τεράστιες. Ο Νίκος (Στάθης Σταμουλακάτος) διεκδικεί τον παλιό φίλο, που κατά σύμπτωση δουλεύει για τον Βαγγέλη (Μάκης Παπαδημητράτος) για να εργαστεί μαζί του, τάζοντάς του περισσότερα λεφτά. Τελικά αποφασίζουν να τον παίξουν στο στοίχημα και η τύχη του να κριθεί σε έναν αγώνα μπάσκετ. Η αποθέωση του καπιταλισμού. Το μεγάλο ψάρι καταβροχθίζει το μικρότερο με σημείο πίεσης τον ανυπεράσπιστο τον εργαζόμενο, αυτόν που έχει πιεστική βιοποριστική ανάγκη. « Έλα, για εσένα παίζουμε, για την απελευθέρωση του Μεσολογγίου!» Ένα απρόσμενο, σοκαριστικό γεγονός στη διάρκεια του παιχνιδιού, θα δώσει αφορμή να ξεδιπλωθούν παλιές ιστορίες, να αναζητηθεί ο ένοχος ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο καθένας ή και μόνο η σκέψη του. Όλοι είναι συνένοχοι σε αυτό, ακόμα και ο νόμος, με την παρουσία του νομικού της παρέας, του Τάκη (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος). Πολλές οι επιθέσεις, σωματικές και λεκτικές, σε μια κοινωνία αγρίων.
Η σκουριά τους δε φεύγει, όσο και να γυμναστούν για να ξεσκουριάσουν. Είναι η σκουριά όλων μας. Αποκαλύπτεται η φθορά του χρόνου, η ηθική έκπτωση και τα ελλείμματα του καθενός.
Καλύπτουν τις πράξεις τους μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, όπως οι γάτες τα περιττώματά τους στο χώμα. Όμως αυτά θα είναι πάντα εκεί για τον τελικό απολογισμό «the final countdown», που είναι φανερό ότι γίνεται μέσα στον καθένα, που πάντα θα ξέρει.
Το κείμενο του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου είναι διεισδυτικό και οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών συγκλονιστικές, καθηλώνοντας το θεατή. Γίνονται όλοι μέλη μιας αγέλης, μετά διαχωρίζονται και σαν ύαινες τρώνε ο ένας τις σάρκες του άλλου. Επιτίθενται με όπλο το λόγο, το σώμα τους, την μπάλα ακόμα και ένα όπλο.
Η σκηνοθεσία ακολουθεί το κείμενο, εκμεταλλεύεται το χώρο και τη δυναμική των ηθοποιών, που όλοι έχουν προϋπηρεσία στο « θέατρο της σκληρότητας.»
Μετά την παράσταση ο θεατής βγαίνει με ανάμεικτα συναισθήματα και βαθιά προβληματισμένος.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ