Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Εφαρμόζοντας την Τεχνική Αλεξάντερ η Στεφανία Γουλιώτη μας έδωσε μια καταπληκτική, ηδονική παράσταση, ξυπνώντας όλες τις αισθήσεις μας και καλώντας μας σε εγρήγορση στις 06.00 τα ξημερώματα , ώστε να έχουμε την απόλυτη διανοητική διαύγεια και συνεπώς καθαρές, ευκρινείς καταγραφές απολαμβάνοντας έτσι τόσο το πρωινό φως στο Στάδιο της Επιδαύρου όσο βέβαια και την έξοχη ερμηνεία της. Χρησιμοποιώντας σωστά το σώμα της διευκολύνει σταδιακά τη ροή ενέργειας, αποκτά μεγάλη δυνατότητα συγκέντρωσης, σταθερή φωνή, δυνατή παρουσία, μεγάλη αντοχή και εκφραστικότητα.
Είναι φανερό ότι μέσα από το σώμα της, τον έλεγχο και τη συνειδητότητά του επιτυγχάνει να γεμίσει ένα Στάδιο, καθηλώνοντας τους θεατές με μόνη συνοδεία τη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού και εκφέροντας βέβαια τον σπάνιο αυτό λόγο του Δημήτρη Δημητριάδη, απόδοση της τραγωδίας, ένα λόγο σύγχρονο, ρέοντα, που συμπυκνώνει όλα τα νοήματα της τραγωδίας και επιτυγχάνει να μας κάνει κοινωνούς- συνενόχους.
Στην τραγωδία αυτή οι δαίμονες της εκδίκησης και της διχόνοιας, οι φοβερές Ερινύες Αληκτώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα, γυναίκες οι οποίες στο κεφάλι τους αντί για μαλλιά έχουν φίδια, ρακένδυτες με γκρίζα φορέματα, ξεσπούν σε τρομερές, άγριες κραυγές ζώων. Έχουν δε την εικόνα νεκρού στο ξεκίνημα του έργου, θέλοντας να τιμωρήσουν το μητροκτόνο Ορέστη αποζητούν το αίμα του, αλλά και την καταστροφή της Αθήνας που τον προστάτευσε. Τελικά πείθονται να μετοικήσουν στην πόλη όπου μετατρέπονται σε στοργικές θεότητες που προστατεύουν τη διαβούλευση, την πολιτική αντιμετώπιση των προβλημάτων, την κοινωνική συνοχή και την ευημερία. Η μεταμόρφωση αυτή κλείνει ένα κύκλο αίματος στον οποίο είχαν παγιδευτεί οι απόγονοι του Ατρέα. Η Αθηνά, προστάτιδα της πόλης, με την πειθώ κατορθώνει να διαχειριστεί την κρίση.
Η οργή μεταλλάσσεται σε στοργή. Αυτές οι θεότητες δεν έχουν πια ρόλο τιμωρητέο, γιατί το ρόλο αυτό αναλαμβάνει το δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος. Το δημοκρατικό πολίτευμα απαιτεί την επαγρύπνηση και την ευθύνη του κοινωνικού συνόλου.
Για το λόγο αυτό η παράσταση ξεκινά από την είσοδο των θεατών στο χώρο του αρχαίου Σταδίου στις 06.00. Ακριβώς στις 06.17 αρχίζει η αφήγηση της ραψωδού. Ένα μεγάλο κομμάτι από πλαστικό μουσαμά στο πίσω μέρος μετακινείται με τον αέρα και ακούγεται ο ήχος του με τα τζιτζίκια και την ανάσα της Στεφανίας Γουλιώτη που διατρέχει το στάδιο, ως Ορέστης, που ήρθε και εγκαταστάθηκε εδώ , στο ναό του Απόλλωνα ζητώντας την συγχώρεσή του.
Αρχίζει την προσευχή του. Κάθε τόσο μια ανάσα βαθειά, κόβει τη σκηνή. Μαζί αναπνέει κι αποφορτίζεται κι ο θεατής από την πίεση και τη δυσφορία.
Όλοι οι ρόλοι σε ένα πρόσωπο, όλη η τραγωδία ένα συμπαγές κείμενο, που ευνοεί το ξεδίπλωμα του φόβου και του ελέους για την τελική κάθαρση με την ολοκλήρωση του ξημερώματος. Ήρθε το φως μαζί με την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την απομάκρυνση του σκοταδισμού.
Ο Χορός βλέπει τον Ορέστη, που από τα χέρια του τρέχει ακόμα το αίμα του εγκλήματός του και τις Ερινύες να τον κυνηγούν. Ο Απόλλωνας αναλαμβάνει την ευθύνη, εκείνος τον έπεισε τη μάνα του να σφάξει και δε θα τον προδώσει. Θα βρει τρόπο να τον σώσει: «Θυμήσου ο φόβος την ψυχή σου να μη νικά!» Οι ιαχές των Ερινυών και η Κλυταιμνήστρα αλλόφρων να εξακοντίζει κατηγόριες «ο γιος μου φαίνεται να έχει προστάτη, εγώ όμως δεν έχω!» Η ιαχές της ενισχύονται από το μουσικό όργανο του Δημήτρη Καμαρωτού. Ξεσηκώνει τις Ερινύες: « Ξύπνα ! Λιώσε τον με τον πύρινο ατμό της κοιλιάς σου!» Είχαν αποκοιμηθεί οι Ερινύες. «Κοιμήθηκα και μου ξέφυγε το θήραμα! Άναξ Απόλλων, άκουσε και εμάς εδώ!»
Όλα αυτά με τον πολυδύναμο ερμηνευτικό τρόπο της Στεφανίας Γουλιώτη. Στο σημείο αυτό, τρέχει σαν τον Ορέστη, αναζητώντας λύτρωση στην Αθήνα, όπου καταφεύγει αφού πρώτα πλύνει το πρόσωπό του για να καθαρθεί και περιμένει μετά την απόφαση της θεάς.
Ξεκινά μια γλαφυρή αφήγηση για το δράμα του Ορέστη. Οι Ερινύες τον βρίσκουν και ζητούν εκδίκηση. Η ανάσα της ηθοποιού διαχωρίζει τις σκηνές και φανερώνει την αγωνία της: «Είμαστε Δίκαιες, φρενοβλαβής διαταραχή». Οι Ερινύες , με συνοδεία του μουσικού αυτού οργάνου, που ενεργοποιείται με τη φωνή, εκφράζουν το θυμό τους, με γρήγορη και υστερική εκφορά του λόγου: «Θυμόμαστε το κακό και το αποτελειώνουμε!» Διασχίζει το Στάδιο και πάει στο λόφο όπου υπάρχει ένας απλωμένος μουσαμάς, με φόβο τον σηκώνει για να δει από κάτω στο σκεπασμένο σκάμμα τις χθόνιες αυτές θεότητες. Όταν ο Ορέστης απευθύνεται στην Αθηνά της λέει ότι είναι Αργείος και εκείνη με σταθερή φωνή του λέει ότι τον θεωρεί έντιμο και τον δέχεται στην πόλη. Όμως αυτές δε θα το επιτρέψουν. Έτσι θα ορίσει ορκωτούς δικαστές για να τον κρίνουν και μετά αυτό θα το κάνει θεσμό. Απευθύνεται και στον Απόλλωνα και τον εγκαλεί γιατί δε συμμετέχει. Εξάλλου ήταν και αυτός υπαίτιος και παρακινητής. Στο δικαστήριο γίνεται η λεκτική αντιπαράθεση με τις Ερινύες: « Γιατί όσο ζούσε η Κλυταιμήστρα δε κυνηγούσατε και εκείνη;» για να πάρει από το ίδιο στόμα την απάντηση ότι: «αυτή δε σκότωσε ίδιο αίμα» Η Αθηνά δίνει τη λύση λέγοντας ότι ο πατέρας είναι που γεννά και απλά η μητέρα σώζει το βλαστό του άνδρα, το αποδεικνύει εξάλλου και η δική της γέννηση από το Δία. Κηρύσσει την ίδρυση του Αρείου Πάγου.
« Οργή ! Ω! γη !» και οι Ερινύες γίνονται Ευμενίδες, που στέργουν για την ευημερία των ανθρώπων και όχι για την κατάκρισή τους και την εκτέλεσή τους.
Μοναδική η ερμηνεία της Στεφανίας Γουλιώτη με ένα κείμενο σε μια γλώσσα νέα, περιεκτική νοημάτων και συγκίνησης, με συνοδοιπόρο στη μουσική τον Δημήτρη Καμαρωτό, σ’ ένα χώρο σκηνικό από μόνο του, με δύο μουσαμάδες, μια γούρνα με νερό και ένα μικρόφωνο για να μπορεί το μουσικό όργανο να συντονίζεται με τη φωνή. Το κοστούμι του Άγγελου Μέντη, απλό για να μπορεί να χωρέσει όλους του ρόλους και να διευκολύνει την κίνηση της ηθοποιού. Η Στεφανία Γουλιώτη δημιούργησε με τη φωνή της και με την κίνησή της εικόνες, τονίζοντας τη δύναμη του σώματος του ηθοποιού και την έκταση που μπορεί να προσλάβει η ερμηνεία του.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ
[…] άρθρο Κριτική για την παράσταση «Ευμενίδες» εμφανίστηκε πρώτη φορά στο […]