Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το μονόπρακτο έργο γράφτηκε το 1948 και πρωτοπαίχτηκε το 1950 με τον τίτλο La Cantatrice Chauve, εγκαινιάζοντας τη δραματουργία του Ιονέσκο, τον οποίο αργότερα ο Έσσλιν θα χαρακτηρίσει ως βασικό εκφραστή του Θεάτρου του Παραλόγου. Το έργο γράφτηκε με αφορμή μια αμέθοδο εκμάθησης αγγλικών για Γάλλους. Στις παραστάσεις έργων του Παραλόγου δεν έχει τόσο σημασία ο γραπτός λόγος ως σύστημα επικοινωνίας, όσο η πολυσημία του σκηνικού κώδικα και ο μηχανισμός της μεταγλωσσικής λειτουργίας του κειμένου. Έτσι όταν ανεβαίνει ένα τέτοιο έργο κάποιος πρέπει με παράλληλα στοιχεία να αναδείξει το νόημα του κειμένου. Έτσι έγινε και στην παράσταση αυτή με τις σιωπές, την ώρα που κάποιος άλλος μιλάει με ήχους χωρίς νόημα, με μια λογοδιάρροια χωρίς σκοπό, και με κινήσεις, όπως, όταν μιλά το ζευγάρι Μάρτιν χωρίς να κοιτιούνται ποτέ στα μάτια, ή όταν αλλάζουν θέσεις στα καθίσματα, ένδειξη της νευρικότητάς τους, ή της ανυπομονησίας τους.
Έχει χαθεί κάθε ενδιαφέρον. Οι ώρες περνούν όπως ΄νάναι, άλλοτε γρήγορα , άλλοτε βασανιστικά αργά, φέρνοντας τους παρευρισκόμενους σε δύσκολη θέση.
Την αγγλική φλεγματική ηρεμία, που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας ξεδιπλώνει πάνω στη σκηνή σκηνοθετώντας τον εισηγητή του Παραλόγου στο θέατρο η Μαρία Ξανθοπουλίδου. Ο ίδιος ο Ιονέσκο αποκαλεί το έργο Φαλακρή Τραγουδίστρια, μια «τραγωδία της γλώσσας». Οι διάλογοι φαίνονται με την πρώτη ανάγνωση πως έχουν παντελή έλλειψη νοήματος και ιδεών ενώ θίγονται βαθύτερα υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα. Ανία στην καθημερινότητα, επίπεδες, ανώφελες σχέσεις, που μόνο ροκανίζουν τον πολύτιμο χρόνο της ζωής. Αυτή η ανία διασκεδάζεται από την παρουσία του αξιωματικού της Πυροσβεστικής. Οι χαρακτήρες του Ιονέσκο είναι θύματα της ίδιας τους της γλώσσας, αιχμάλωτοι μιας ευνουχιστικής καθημερινότητας, ζουν επιφανειακές σχέσεις, διηγούνται ιστορίες ανιαρών ανθρώπων, νομίζοντας ότι λένε κάτι τρομερά σημαντικό ενώ έχουν χαθεί στην απόλυτη μοναξιά.
Η συμβίωση των συντρόφων, του ζευγαριού Μάρτιν, εμφανιζόμενη ως σύμπτωση, παρουσιάζεται επί σκηνής με μια πολύ ωραία ερμηνεία του Σωκράτης Πατσίκας στο ρόλο του κυρίου Μάρτιν, με εκφραστική δεινότητα, δείχνοντας με εξαιρετικά τρόπο τον παραξενισμό και το χάσιμο με το μοτίβο: « Τι περίεργο! Τι παράξενο!» Με αυθόρμητη, αναπάντεχη χαρά, οδηγούνται στην αποκάλυψη ότι είναι σύζυγοι και ότι έχουν και μια κόρη, με την έξοχη Ευγενία Αποστόλου στο ρόλο της κυρίας Μάρτιν, μιας αδιάφορης και ολίγον ξινής αγγλίδας. Θαυμάσιο το ζευγάρι των Σμιθ (Αλέξανδρος Μυλωνάς και Φαίη Ξυλά), αποκαλύπτουν με κοιτάγματα, παρατεταμένες παύσεις και υπονοούμενα την ανύπαρκτη σχέση τους. Βγάζουν παράξενους ήχους και λένε ανούσια πράγματα μόνο και μόνο για να καλύψουν το χάσμα της αποξένωσής τους.
Υπέροχος όπως πάντα ο Αλέξανδρος Μυλωνάς με σύντομες αλλά ευθύβολες παρεμβάσεις ενώ ωραία κίνηση έχει η Φαίη Ξυλά. Το ρολόι στο σαλονάκι τους αποδίδει το χάος, δηλώνοντας με τους χτύπους του σε άσχετες στιγμές την απελπισία του. Καταλύτες στο χάος αυτό η καμαριέρα Μαρία (Σοφιάννα Θεοφάνους), που στην αρχή υποδύεται τον Σέρλοκ Χολμς και ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής (Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος), πρόθυμος να σβήσει όλες τις πιθανές φωτιές στην ευρύτερη περιοχή και να διασκεδάσει με τις ιστορίες του τα δυο ζευγάρια που είναι φανερό ότι πλήττουν αφόρητα. Η δίχως νόημα παρουσία του και τα λεγόμενά του αποτελούν μια ανάπαυλα στην κουραστική καθημερινότητα, ενώ η κα Σμιθ του υποδεικνύει να καθίσει δίπλα της σα να ήταν σκυλάκι.
Στο τέλος η κα Μάρτιν τον ευχαριστεί γιατί «χάριν σε εκείνον πέρασαν ένα ωραίο καρτεσιανό τέταρτο της ώρας.» Αποκαλύπτεται ότι ήταν η Μαρία που τον μύησε στην τέχνη του έρωτα και μέσα σε αυτό το συντηρητικό καθόλα σαλόνι ανταλλάσσουν ένα μακρόσυρτο αδιάλειπτο παθιασμένο φιλί, όπως περίπου είναι όλα σε έναν ψεύτικο κόσμο, που δεν υπάρχει, ούτε αγάπη, ούτε φιλία, ούτε διαφοροποίηση ανάμεσα στους ανθρώπους, παρά μόνο ατελείωτες κόπιες του Μπόμπυ Γουάτσον, που ήταν ίδιος με τη γυναίκα του την Μπόμπυ Γουάτσον μέχρι που πέθανε. Έχουν καταργηθεί οι ταυτότητες. Στη Φαλακρή Τραγουδίστρια» δεν υπάρχει ούτε τραγουδίστρια, ούτε φαλάκρα, είναι μια φαιδρότατη μαρτυρία της καταστροφής της γλώσσας από ανθρώπους που δεν μπορούν να συνεννοηθούν, επειδή δεν έχουν πια καμιά ουσιαστική ανάγκη να πουν κάτι. Μια γελοιογραφία της ακαλλιέργητης μικροαστικής σκέψης που ανατρέπει τις συνηθισμένες τυπικές καταστάσεις. Είναι πρόσωπα χωρίς χαρακτήρα, ανδρείκελα , μαριονέττες. Στο τέλος όλοι πνίγονται σε μια απέλπιδα περισυλλογή.