Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μια πρωτότυπη προσπάθεια να συνειδητοποιήσει ο θεατής την προσωπική ευθύνη που φέρει για την σκοτεινή όψη της πολιτισμικής προόδου, για τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί και συνήθως αποσιωπούνται στο όνομα της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Να κατανοήσει τη βαθύτερη σύνδεση του ενστίκτου επιβολής του ανθρώπου με το ποδόσφαιρο, αυτό το ιδιαίτερα δημοφιλές και δυναμικό άθλημα, στο οποίο οι συμμετέχοντες κλωτσάνε μια μπάλα απομακρύνοντας τη από κοντά τους με τον ίδιο ίσως τρόπο που απωθούν τα μελανά σημεία της ιστορίας τους, προσωπικής και κοινωνικής.
Το FOOTBALL (2017) μαζί με το LEOPOLD (2017) και το HIV (2018) συγκροτούν μια άτυπη πολιτική τριλογία. Η βασική θέση αυτής της τριλογίας είναι πως οι παντοτινοί ένοχοι είμαστε οι θεατές - και πως ήρθε η ώρα να πληρώσουμε κάποιο τίμημα. Η ανάγκη του συγγραφέα να γράψει αυτά τα έργα, γεννήθηκε μετά από τα ταξίδια του στην Αφρική θέλοντας να μιλήσει για τα ταξίδια των «χορτάτων» στην «πεινασμένη» αυτή ήπειρο.
Ο Σήφης Πολυζωίδης στο ρόλο του Φ, κάνοντας μια τιτάνεια προσπάθεια διατρέχει όλη την ιστορία του ποδοσφαίρου από την εμφάνισή του μέχρι σήμερα προσκαλώντας και προκαλώντας τους θεατές να «θριαμβολογήσουν», τραγουδώντας το περίφημο «We are the champions» που ερμήνευσε ο αξέχαστος Freddy Mercury. Ένα τραγούδι που έγινε ύμνος στα χείλη εκατομμυρίων οπαδών σε όλον τον κόσμο.
Καλεί τους θεατές να αναλογιστούν πάνω στη σημασία και στις προεκτάσεις του ποδοσφαίρου ενημερώνοντας τους εκ των προτέρων ότι θα γίνουν όλοι μέρος της παράστασης. Μπορεί να διαφωνήσουν με πολλά, αλλά εκείνος δηλώνει ότι πρέπει και θα σεβαστεί το κείμενο καθώς έτσι έχει συμφωνηθεί με την παραγωγή.
Συγκρίνει το έργο που θα παίξει με άλλα έργα όπως το Γλάρο, ή το Περιμένοντας το Γκοντό, όπου περιμένει ο θεατής να έρθει κάποιος που δεν έρχεται ποτέ και αναρωτιέται γιατί τα θεωρούν αριστουργήματα. Για εκείνον τα υπαρκτά πρόσωπα, ο Ρονάλντο, ο Μέσι, ο Πελέ, ο Ζιντάν, ο Μαραντόνα, ο Κρόιφ, ο Γκαρίντσα, που λένε ότι είναι καλύτερος από τον Πελέ, αυτά τα πρόσωπα έχουν υπόσταση. Κάθε τόσο δίνει σουτ δυνατό ή και όχι προς διάφορες κατευθύνσεις και λέει ότι θα αποκαλύψει πράγματα που οι θεατές δεν ξέρουν, τους παρακαλεί δε να είναι σε ετοιμότητα. «Είναι μεγάλη αρετή η ετοιμότητα και για τη σημερινή βραδιά και για το μέλλον γενικότερα»
Υπάρχει έντονη διάδραση, ο ηθοποιός, Σήφης Πολυζωίδης, στην κυριολεξία δεν παίρνει ανάσα. Ξεκαθαρίζει ότι θα μιλήσει για τη ψυχή του ποδοσφαίρου και ότι αυτή η ψυχή δεν είναι τα γκολ και οι τρίπλες αλλά η εμπλοκή των θεατών.
Ξεκαθαρίζει μετά από αιφνιδιαστικά σουτ ότι αν ο θεατής βρίσκεται σε ετοιμότητα δε θα γίνει όπως κάποιος ήρωας του Μπέκετ, όπου κάποιος περιμένει κάτι που δεν έρχεται ποτέ, αλλά εκείνος θα τους αφυπνίσει για να είναι σε διαρκή εγρήγορση, γιατί θα πρέπει να αποκρούσουν τα επιθετικά του σουτ. Αυτή ακριβώς είναι η ψυχή του ποδοσφαίρου, η αφυπνισμένη κερκίδα, η μπάλα που φτάνει στην κερκίδα και ενώνει τους θεατές με τους παίκτες.
Από τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι κλωτσάνε μια μπάλα. Ακόμα και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι οποίοι είχαν φτιάξει και προφυλακτικά από ένα φύλλο φυτού λεπτό και ελαστικό. Άσχετο με το ποδόσφαιρο, όμως μέσα από την πρόκληση ο συγγραφέας και ο ηθοποιός κρατούν σε επαγρύπνηση το κοινό. Απευθύνεται σε μια κυρία, « δεν πιστεύω να σοκάρεστε με τα προφυλακτικά;» . Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας προετοιμάζει τον θεατή για να είναι σε εγρήγορση, ώστε να αντιληφθεί όσα θέλει να του πει και να του δείξει κάτι που επιτυγχάνεται με ένα σύγχρονο, επιθετικό, ευθύ, άμεσο και διαδραστικό τρόπο. Κείμενο και ερμηνεία ταυτίζονται παράγοντας ένα τέλειο αποτέλεσμα.
Ποδόσφαιρο έπαιζαν οι Αιγύπτιοι, οι Σουμέριοι, οι Κινέζοι και οι αρχαίοι Έλληνες, κάτι που αναφέρει ο Όμηρος, όπως και οι Ρωμαίοι. Στο σημείο αυτό δείχνει την αποστροφή του καθώς οι τελευταίοι μέσα στην μπάλα έβαζαν πούπουλα κότας, ενώ οι Κινέζοι μαλλιά παρθένων. Υβρίζει του Ρωμαίους και κλωτσά με εκνευρισμό τη μπάλα.
Στον Μεσαίωνα το παιχνίδι γενικεύτηκε. « Σε κάθε κωλοχώρι γινόταν ποδοσφαιρικοί αγώνες μέσα στη λάσπη». Τα πράγματα σύντομα βγήκαν εκτός ελέγχου. Τραυματισμοί, μαχαιρώματα, χυμένα έντερα, πτώματα, σαν να επρόκειτο για κανονική μάχη. Ένας ολόκληρος κόσμος βουτηγμένος στην αποφορά του θανάτου. Σύντομα άρχισαν οι απαγορεύσεις. Ο Ερρίκος ο Δεύτερος επέβαλε τρομερές ποινές, ακρωτηριασμούς, ακόμα και θάνατο σε όποιον έπαιζε ποδόσφαιρο, καθώς αυτός θεωρούνταν εχθρός της πόλης και του Θεού. Βέβαια τα ματς συνεχίστηκαν παρά τις απαγορεύσεις με μεγαλύτερη σκληρότητα, σε οργανωμένα νυχτερινά ματς, με μπάλες, με μπηγμένες λάμες από ξυράφια ή μαχαίρια, με τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς καθώς οι παίχτες κράταγαν πυρσούς και έβαζαν φωτιά, όπως εκείνη η πυρκαγιά που έκαψε το μισό Παρίσι το 1401. Έτσι αφού δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν το ποδόσφαιρο, του έβαλαν κανόνες, όρισαν διαιτητή και το έκαναν ένα οργανωμένο θέαμα. Όμως η πραγματική ψυχή του ποδοσφαίρου ήταν αυτή η αίσθηση του αίματος, των σπασμένων οστών και κρανίων. Κάπου κάπου όμως ξεπηδά εκείνη η άγρια φύση του, όπως τότε τον Οκτώβριο του 1793 που έγινε ένα φρικτό ματς στους δρόμους του Παρισιού με το κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας, ή ένα κάποιο κεφάλι χωρίς ταυτότητα, που οι οργισμένοι πολίτες το κλωτσούσαν 3 μέρες. Πολλές φορές γινόταν αυτό με κεφάλια αιχμαλώτων εχθρών, όπως τον Οκτώβριο του 2011 με το σώμα του Καντάφι που τον κλωτσούσαν για 12 ώρες. Όπως και νάχει παρά το χουλιγκανισμό που κατά περιόδους εκδηλώνεται σε αυτό το άθλημα, αυτό που ενθουσιάζει είναι ο ίλιγγος που προκαλεί η εμπλοκή παικτών και θεατών σ’ αυτό, αν «το ξερόμυτο στείλει τη μπάλα στους θεατές και ποιος από αυτούς θα τη φάει». Και ο ηθοποιός ετοιμάζεται να σουτάρει ξερόμυτο «στα μουτράκια του κοινού», ξεκαθαρίζοντας ότι το θέλει η παραγωγή και ότι τελικά ένας μώλωπας, μια σπασμένη μύτη, μια σπασμένη οδοντοστοιχία, που μπορεί να προκαλέσει θα είναι ένα είδος παράσημου. Μιλά εμμέσως για την έκθεση των θεατών των πρώτων σειρών, αλλά τους εγκαλεί καθώς δε γίνεται να τα έχουν όλα , να κάθονται άνετα και να βλέπουν καλύτερα χωρίς κάποιο ρίσκο. Τους δίνει οδηγίες προφύλαξης, να βγάλουν γυαλιά, να βάλουν σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο και παίρνει φόρα και σουτάρει με όλη του τη δύναμη. Πρέπει να νιώσει ο θεατής εκείνο το σασπένς του ματς, αυτό το νήμα που τον ενώνει με τον παίχτη και να βιώσει την αίσθηση του νικητή. Το έγραψε ο Φρέντυ Μέρκιουρι « Είμαστε πρωταθλητές», τραγούδι που λες και όλοι σε όλον τον κόσμο το ήξεραν από την κοιλιά της μάνας τους. Οργανώνοντας, όλους τους θεατές σε ομάδα, με τα λόγια να τα τραγουδούν όλοι μαζί, τους εμφυσά αυτή την αίσθηση που όλοι αναζητούν σε τέτοιου είδους θεάματα και που το ποδόσφαιρο έχει κατορθώσει να συμπυκνώσει.
Με τη μαιευτική τεχνική, βλέποντας να μην είναι όλοι οι θεατές ενθουσιασμένοι, τους λέει ότι πρέπει να πιστεύουν στην ανθρωπότητα. « Καλός ο Μπέκετ και οι κουλτούρες, αλλά κάποιες ώρες χρειάζεται και η πίστη. Χωρίς την πίστη δε θα έχετε καλό τέλος.»
Για όσους αντιστέκονται ακόμα να συνδεθούν με το πλήθος, με τη ανθρωπότητα, με αυτό που εκπροσωπεί ο Φ, φέρνει κόκκινη λάσπη και πασαλείβει την μπάλα. Αυτό λέει είναι ιδιαιτέρως επιδραστικό γιατί ανακινεί μνήμες, ματς κάτω από βροχή, θριαμβολογίες , μια συνένωση στη λασπουριά, ένας μεσαιωνικός υπαινιγμός, μιας και η καθαριότητα είναι επινόηση της Δύσης. «Ξέρετε σε πόσες ματωμένες λάσπες κυλίστηκε η Ιστορία για να φτάσει εδώ που έφτασε; Σε πάρα πολλές! Οι λάσπες είναι το αμνιακό υγρό της Ιστορίας».
Την Ιστορία την φτιάχνουν οι μεγάλοι άντρες. Ξέρει όλος ο κόσμος τον Μέσι και δεν ξέρει τον Αντόνιο Χοσέ Ποδέθες τον παίχτη που γκάστρωσε την Ιστορία με το σπέρμα του. Δεν έχουμε πληροφορίες για αυτόν ξέρουμε όμως ότι βρέθηκε στο «μεγάλο ματς» στο Μεξικό το 1519.
Το Φεβρουάριο του 1519, ο Μέγας Κονκισταδόρ του Μεξικού, ο Ερνάντο Κορτέζ, κατέκτησε με πεντακόσιους άντρες την αυτοκρατορία των Αζτέκων για λογαριασμό του Στέμματος της Ισπανίας. Με το που αποβιβάστηκαν στο Μεξικό έκαψε τα καράβια τους, για να τους περάσει το μήνυμα: «ή θα νικήσετε ή θα σας γδάρουν οι Αζτέκοι». Για να επικρατήσουν έναντι του ντόπιου πληθυσμού χρησιμοποίησαν κάθε μέθοδο όπως βιασμούς, λεηλασίες, δολοφονίες. Ο Κορτέζ εμφανίστηκε ακόμη και ως Μεσσίας. Ένας από τους πεντακόσιους του ήταν ο Ποδέθες, που είχε την ιδέα να κάμψει την άρνηση των ιθαγενών να στρατολογηθούν στις τάξεις των κατακτητών τρομοκρατώντας τους καθώς τους υποχρέωνε να συμμετάσχουν σε ένα μακάβριο ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου μπάλα ήταν κάθε φορά ένα νεκρό έμβρυο το οποίο κλωτσούσαν βουτηγμένοι στη λάσπη και το αίμα. Όσοι δε δέχονταν να παίξουν μπάλα θανατώνονταν. Ο Κονκισταδόρ τον ανακήρυξε σε Πρώτο αξιωματικό Πειθούς του στρατού.
Αυτός ο άνθρωπος επινόησε το μεξικάνικο ποδόσφαιρο που μετατράπηκε σε μια γενικευμένη τεχνική πειθαναγκασμού στους επόμενους αιώνες. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Κονκισταδόροι, Πορτογάλλοι και Ολλανδοί δουλέμποροι, όλοι οι αποικιοκράτες της Ιστορίας. Έτσι φτιάχτηκε ο δυτικός πολιτισμός. Αν δεν το είχε κάνει αυτό ο Ποδέθες, σε τι πόλεις θα ζούσαμε; Ποιος Μπέκετ, ποιος Σπινόζα και η Ηθική του, ποιος Βολταίρος, ποιος Διαφωτισμός, ποιος Ουγκώ, ποια Μόνα Λίζα, ποιος Σαίξπηρ, ποια πλυντήρια ρούχων για να ξεβρομίζονται οι δυτικοί, καμία φιλοσοφία, καμία εξέλιξη αν δεν είχε επινοήσει αυτός ο άνθρωπος το αιματηρό αυτό ματς ποδοσφαίρου και παράλληλα μέθοδο επίδειξης ισχύος και δεν είχε εξοντώσει εκατομμύρια ιθαγενείς. Έτσι δομήθηκε ο πολιτισμός, έτσι έγινε η Ιστορία, με τα όπλα και με απάνθρωπες, βάναυσες πράξεις. Χωρίς όλα αυτά θα ήμασταν πίθηκοι και θα τρώγαμε μπανάνες. Ο Homo Sapiens, o “ Σοφός Άνθρωπος” έσφαζε, η συνέχειά του ο “ Homo Necans”, « Άνθρωπος Δολοφόνος» συνέχιζε να σφάζει και αυτό γιατί ένιωθε στο DNA του ότι γεννήθηκε πρωταθλητής.
Ο Σήφης Πολυζωίδης, ο Φ, παρακινεί το κοινό να χαρεί το τραγούδι του, να απολαύσει τον πολιτισμό του Πρωταθλητή.
Τώρα πια έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Δεν χρειαζόμαστε Κορτέζ, τώρα έχουμε γίνει πολύ περισσότεροι στη γη απ΄όσο χρειάζεται. Πολλοί , πάρα πολλοί πεινούν και η «πείνα τους είναι το δίκαιο του κόσμου», αυτοί οι πεινασμένοι θα κάνουν την πείνα τους μίσος και θα έρθουν να μας φάνε. «Οι πολιτισμοί ή αμύνονται ή πεθαίνουν.»
Συγγραφέας και ηθοποιός προσπαθούν μέσα από μια αφήγηση να ανασκευάσουν την ιστορία εκείνου του εμβρύου που έγινε μπάλα για να προχωρήσει η Ιστορία. Το έμβρυο διεσώθη. Το ονόμασαν Φιβοφί που θα πει ευλογημένος, τον ανέθρεψαν οι Ιαγουάροι και έμπαινε με τους άλλους ιαγουάρους στο σπίτια των χριστιανών και ως αντίποινα σε αυτούς που ξεκοίλιαζαν έγκυες γυναίκες, τους έβγαζαν τα μάτια. Ο Φιβοφί είναι ένα κατασκεύασμα της φαντασίας γι΄αυτό και υπάρχει η ανθρωπότητα, αλλιώς τίποτα απ΄όσα έχουμε δεν θα το είχαμε. Σπαρακτική διήγηση της εξέλιξης της ανθρωπότητας, συνδυασμένης με ένα άθλημα που φανατίζει και εξαγριώνει τον κόσμο.
Αφού έχει απειλήσει να στείλει στους θεατές τη λασπωμένη μπάλα λερώνοντας έτσι την καθαρή συνείδησή τους, τώρα τους απειλεί με τη μπάλα που πάνω της είναι καρφωμένα ξυραφάκια. Εκείνος διαφωνεί, όμως είναι ηθοποιός, υπακούει στο κείμενο και στις υποδείξεις της παραγωγής. Το έργο, η παράσταση κορυφώνεται μέσα στο σκοτάδι, ακούγεται ο ύμνος των πρωταθλητών, του σύγχρονου, δυτικού «παιχταρά», επιβεβαίωση ότι υπάρχουμε εμείς και τα παιδιά μας και ο ηθοποιός στα τυφλά σουτάρει.
Μια δύσκολη παράσταση, ένας πολυσύνθετος μονόλογος, μια πολυπρισματική ερμηνεία, με πολλές μεταβολές, με απίθανες πληροφορίες, που κατορθώνουν να σοκάρουν, να προβληματίσουν, να ταυτίσουν όλους τους ανθρώπους.
Εξαιρετικός ο Σήφης Πολυζωίδης, με απόλυτα ελεγμένες κινήσεις, και λόγο δυνατό μεταβαλλόμενο ανάλογα με τις υποδείξεις του κειμένου και της στοχευμένης και ευρυματικής σκηνοθεσίας του Τριαντάφυλλου Δελή. Πότε ευγενής και περιγραφικός, άλλοτε παραμυθάς, κι άλλοτε ενδύεται την τήβεννο του εισαγγελέα, πάντα έτοιμος να παίζει μπάλα μαζί με τους θεατές ως συμπαίκτες ή αντιπάλους. Καταπληκτική και πολύ μελετημένη η κίνηση της Πασχαλιάς Ακριτίδου, δίδαξε τον ηθοποιό να μη βγαίνει ποτέ από το ρόλο του, να μην αποσπάται και να διατηρεί πλήρως τον έλεγχο.
Μια παράσταση, ένα κείμενο, μια ερμηνεία - γροθιά στο στομάχι, ή καλύτερα, μπαλιά στο στομάχι.