Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το έργο αυτό, γραμμένο το 1937, από τον τριαντάχρονο τότε Τερζάκη, περιγράφει γλαφυρά την ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου, με όλα τα χαρακτηριστικά της. Τις κοινωνικές ανατροπές, τη φτώχεια, την ανάγκη για δραπέτευση στην πόλη με το φαινόμενο της αστυφιλίας και τελικά τη διάψευση των ονείρων. Εμφανείς οι επιρροές που έχει δεχθεί ο Τερζάκης από τον Τσέχωφ και το Λόρκα.
Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ρούμελης σε συμπαραγωγή με την Ομάδα ANIMA επιχειρεί μια σκηνική απόδοση του έργου του Τερζάκη σε σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη.
Εδώ η Μπερνάντα περιβλήθηκε το ένδυμα της Μαρτύριο και διαφεντεύει μια οικογένεια. Η χήρα μάνα με τις τέσσερις ανύπαντρες κόρες της στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους στο γιο - αδελφό. Εκείνος ξενιτεμένος στην πόλη με τα αξιοζήλευτα από όλους θέλγητρά της, επιστρέφει κάποια στιγμή ζητώντας να ξεπουληθεί το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο της οικογένειας, προίκα για τα κορίτσια, για να καλύψει το ποσό που έχει καταχραστεί από την εταιρία, όπου δουλεύει. Τον βοηθούν περιμένοντας πάλι ότι εκείνος θα τους το ανταποδώσει, αλλά τελικά μαθαίνουν ότι ξεκίνησε τη δική του ζωή απελευθερωμένος από τα βαρίδια του παρελθόντος.
Η σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, με απλές και καθαρές γραμμές αναπαρέστησε πιστά το όλο κλίμα, δημιούργησε την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ανέδειξε τα πρόσωπα και τα αδιέξοδά τους. Από την αρχή που όλες οι γυναίκες μπαίνουν μέσα με τα μαύρα τους ρούχα και τις μαύρες ομπρέλες τους καλλιεργείται μια έντονα παρακμιακή ατμόσφαιρα, που προετοιμάζει τον θεατή για όσα δυσάρεστα και καταστροφικά θα ακολουθήσουν. Καθώς πίνουν καφέ δηλώνεται φανερά το πένθος μέσα στο οποίο ζουν και καλούνται να ζήσουν. Μια κόρη πάει στη μητέρα το φλιτζάνι να της πει. Η Ροζαλία (Πέτρα Μαυρίδη) μαζί με την Ανθούλα (Γιώτα Τσιότσκα) αποτελούν τα λυρικά στοιχεία αυτού του έργου. Η Ροζαλία είναι κάπως αλαφροΐσκιωτη και σαν leitmotiv μέσα στην παράσταση τραγουδά το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Τα κρίνα του φθινόπωρου τα πιο μεθυστικά …», αλλά κάθε φορά που είναι σε σύγχυση ή σε απόγνωση ξεχνά τα λόγια, ξεχνά για να μην στενοχωριέται, για τη μάταιη ελπίδα να δει τα μεθυστικά ρόδα, το ρόδινο δηλαδή μέλλον, την αγάπη που θαρθεί. Έτσι ενεργοποιείται ο μηχανισμός άμυνάς της. Υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα το αίσθημα ματαίωσης και διάψευσης των ονείρων. Η μάνα, η Διαλεχτή (Μαίρη Χήναρη) ρίχνει τα χαρτιά. Είναι μια τραγική φιγούρα πονεμένη και σίγουρα αποδυναμωμένη που έχει γείρει πάνω στη μεγάλη κόρη, τη Λεμονιά. Υπεραγαπά τα παιδιά της και τα δικαιολογεί σε κάθε περίπτωση. Σπαρακτική η ερμηνεία της ηθοποιού. Η Λεμονιά, η ξινή, η μεγαλύτερη κόρη (Κωνσταντίνα Μιχαήλ ) εμφανίζεται από την αρχή γενικός επιβλέπων και στυγνός δερβέναγας του σπιτιού. Η Λεμονιά είναι εκείνος ο ρόλος, που θέλει τη γυναίκα να αναλαμβάνει αντρικές στερεοτυπικές υποχρεώσεις και να επιβάλλει την πειθαρχία στο σπίτι, την εθιμοτυπία στο τραπέζι, καθώς είναι η μόνη που κάνει το σταυρό της, ελέγχοντας ταυτόχρονα τις κινήσεις των άλλων. Είναι η μόνη που φορά παντελόνι αφού κατά κάποιο τρόπο έχει ανδροποιηθεί. Εξαιρετική η Κωνσταντίνα Μιχαήλ σε έναν κόντρα ρόλο. Μια τόσο όμορφη παρουσία να υποδύεται μια τόσο σκληρή από τις συνθήκες γυναίκα, που προσπαθεί να διαφυλάξει την ακεραιότητα του σπιτιού της. Η βροχή σταθερός ήχος επί σκηνής. Βρέχει έξω και μέσα, στις ψυχές της καθεμιάς. Η Λεμονιά δεν αφήνει περιθώρια: «Στη γυναίκα δε χρειάζονται τα μάτια, φτάνουν μόνο τα κεριά». Ακόμα και η μάνα τη φοβάται. Δύο προξενιά έγιναν για τη Λεμονιά και τα έδιωξε. Είναι εχθρική σε οποιαδήποτε ιδέα γάμου για εκείνη, αλλά και για τις αδελφές της: «Σάβανα θα τους βάλω για νυφικό αν τολμήσετε και τις παντρέψετε!» Τρομερή προοικονομία για τη Μαρίνα!
Η Μαρίνα βρίσκεται στον αντίποδα της Λεμονιάς, μαθαίνει γραφομηχανή για να βρει δουλειά στην πόλη. Θέλει πάση θυσία να δημιουργήσει μια διέξοδο για τη ζωή της.
Ο θείος τους, ο αδελφός της μητέρας, ο Ζαχαρίας, ένας μεθύστακας, που δε μπορεί να στηρίξει αυτή την οικογένεια των ανυπεράσπιστων γυναικών, που έχουν πανικοβληθεί εγκλωβισμένες σε μια απομονωμένη επαρχία. Επιμένει ότι οι κοπέλες πρέπει να βρουν κάποιον από τον τόπο τους, όποιον και νάναι, «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο» λέει. Αυτό για εκείνες θα σήμαινε πάλι εγκλεισμό. Η παράσταση με την υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών και τη διδασκαλία της σκηνοθέτιδας αποδίδει το κλίμα του εγκλεισμού. «Θάρθει ο κανακάρης, ο ακριβός γιος σου και θα σκορπίσει το σκοτάδι!»
Ο Κλεάνθης, όταν έρχεται, αποτελεί την επόμενη απογοήτευση. Στη θέση ενός γενναιόδωρου αδελφού, που θα τις γέμιζε με δώρα, εμφανίζεται ένας αποτυχημένος αδελφός, ο οποίος τις διαβεβαιώνει ότι είναι τυχερές, που ζουν εδώ στον καθαρό αέρα και ότι εκεί στην πόλη είναι όλα ξεχαρβαλωμένα, καθώς δεν υπάρχει ούτε οικογένεια, ούτε τίποτα. Θέλει να πετύχει για να τις βοηθήσει αργότερα, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να τον πρώτα βοηθήσουν εκείνες. Έτσι απαιτεί σχεδόν το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο, ένα χωράφι, απαραίτητο για την επιβίωση της μάνας και των κοριτσιών, χωρίς να υπολογίζει τίποτα μπροστά στη δική του ευημερία. Πιέζει τη μάνα και η μουσική πλαισίωση μεταφράζει το ψυχικό βάρος και τη δυσκολία μιας τέτοιας απόφασης. Ενημερώνει τις κόρες της, ότι πρέπει να πουλήσουν το χωράφι για να σώσουν τον αδελφό τους: «Παιδιά μου σφίχτε την καρδιά σας, για να μείνει καθαρό το όνομα του πατέρα σας!» Εκείνες ευθύς μαραζώνουν: «Τι θα απογίνουμε εμείς; Θα ανοίξουμε μοναστήρι;»
Η Μαρίνα (Κατερίνα Μπιλάλη) φλερτάρει με τον εργοδηγό των έργων οδοποιίας στην περιοχή, τον Χρηστούδη. Πρώτη λύση για την απόδραση από την οικογενειακή και τοπική φυλακή. Η ερωτική της ενηλικίωση με το Χρηστούδη την οδηγεί σε μεγαλύτερη απογοήτευση. Όταν εκείνος φεύγει και την εγκαταλείπει, την είδαν μέσα στο χιόνι να χτυπά την κοιλιά της, κίνηση που ίσως σημαίνει πιθανή ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, άρα επιδείνωση του εγκλεισμού της. Μαζί με την προσωπική απογοήτευση έρχεται και η οικογενειακή, κυρίως από τη Λεμονιά, καθώς και η κοινωνική κατακραυγή που θα την οδηγήσουν στο τέλος της. Εξαιρετική η ερμηνεία της ηθοποιού, που σηκώνει το ανάστημά της σε μια καταπιεστική, χωρίς φως και ανάσα οικογενειακή πραγματικότητα, διολισθαίνοντας σε γυναίκα της νύχτας καθώς εύκολα, σαν να περνά ένα σκαλοπάτι, δίνεται απεγνωσμένα και χωρίς συναίσθημα στον Χρηστούδη για να χάσει στο τέλος στον αγώνα αυτόν τον ίδιο της τον εαυτό της.
Η Λεμονιά σκέτος Ιαβέρης: «Α ρε Μαλκογιάννη, βγες από το τάφο να δεις που σου μαγάρισαν το αρχοντιλίκι! […] 40 χρόνια κράταγα το κούτελό μου καθαρό, για να έρθει αυτή να μου το μαγαρίσει! » Η «συμμαχία» των δυο στοιχείων της πόλης, του αδελφού και του εραστή θα οδηγήσουν τη Μαρίνα στην απόλυτη απελπισία και θα αναζητήσει τη μόνη διέξοδο που θα βρει μπροστά της για την ελευθερία της. Η Λεμονιά ανακουφισμένη θεωρεί ότι με το θάνατο της, η αδελφή της εξιλεώθηκε.
Οι δυο άλλοι άνδρες που έρχονταν στο σπίτι, ο Κοσμάς, δάσκαλος, που φλέρταρε πολύ διακριτικά τη Μαρίνα, και ο Αδριανός, που φλέρταρε την Ανθούλα, δεν ξαναήρθαν στο σπίτι γιατί δεν το θεωρούσαν πλέον αξιοπρεπές.
Η Ανθούλα (Γιώτα Τσιότσκα), βαθιά συντετριμμένη και μάλλον πιο φιλοσοφημένη από τις άλλες, εξηγεί στον Αδριανό ότι εγκλήματα γίνονται πολλά, αλλά όλα δεν έχουν τις ίδιες συνέπειες και συνεχίζει με την καζαντζακική σκέψη ότι όλοι έχουν το νόμο μέσα τους, στη συνείδησή τους. Θεωρεί ότι τις αδίκησε που δεν τις συναναστρεφόταν μέχρι που εκείνος της ζήτησε συγγνώμη. Ωστόσο παραδέχεται η εύθραυστη και ρομαντική Ανθούλα ότι «ο αέρας σαν να ελάφρυνε μετά το θάνατο της Μαρίνας.»
Εξαιρετική η σκηνή του τέλους, που πέφτουν οι τοίχοι του σπιτιού, που όλοι σαν να ελευθερώνονται, όλα στα λευκά, με ορίζοντα και ανάταση ψυχής. Οι δρόμοι είναι πια ανοικτοί.
Ο Κωνσταντίνος Κάππας εκπληκτικός και τόσο διαφορετικός, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κάθε ρόλου, ερμήνευσε έξοχα όλους του ανδρικούς χαρακτήρες του έργου. Ο Χρηστούδης, ο θείος ο Ζαχαρίας, ο Κλεάνθης ο αδελφός, ο Αδριανός, ο Κοσμάς, ο δάσκαλος, όλα αυτά τα ονόματα, τα τόσο έξυπνα επιλεγμένα από τον Τερζάκη, όλα με τόση φόρτιση ειρωνείας. Ο Χρηστούδης, αντίθετα με το χριστιανικό όνομά του, παίζει πρέφα στο καφενέ με ακατάλληλα άτομα, αποπλανά όμορφα κορίτσια της επαρχίας, είναι αριβίστας, γλεντοκοπώντας στην επαρχία όπου δουλεύει, αποπλανώντας κι εν συνεχεία παρατώντας τη Μαρίνα. Εξαιρετικός στη σκηνή στο παράθυρο, που της κλείνει ραντεβού μακριά, για να μην τους δουν και τη διαβεβαιώνει για την εχεμύθειά του, ή στη χωρίς τρυφερότητα σκηνή της συνεύρεσης. Ο θείος ο Ζαχαρίας, είναι το αντίθετο από το όνομά του. Γέρος, μέθυσος και να στάζει φαρμάκι. Αποκαλυπτική η σκηνή με την αδελφή του για τον κακό του χαρακτήρα. Ο Κλεάνθης, ο γιος κι αδελφός, που τον περίμεναν Μεσσία και αποδείχτηκε αδηφάγος, καιροσκόπος, εκβιαστής και φιλοτομαριστής. Ο ηθοποιός μπόρεσε να ενσαρκώσει αυτή τη νοοτροπία του ¨ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν¨.
Ο Κοσμάς Λεφούσης ιδεολόγος , εργατικός και φιλότιμος, διέπεται από την εντύπωση ότι ήταν άτυχος και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να κάνει αυτό, που πραγματικά ήθελε. Είναι τρομερά ανασφαλής και δεν έχει καθόλου ευφράδεια. Το επίθετό του από το «λεφούσι» υποδηλώνει την υποταγή του στο άτακτο πλήθος. Δε μπορεί να διεκδικήσει την αγάπη της Μαρίνας και απομακρύνεται όταν βλέπει την κατάληξή της.
Ο Αδριανός δίκαιος, με ερευνητικό μυαλό, αρκετά ιδεαλιστής, αντιδραστικός, άφησε τις σπουδές του στην Αθήνα και δυστυχώς αφομοιώθηκε από το επαρχιώτικο κλίμα. Δεν παύει με την Ανθούλα, η οποία αναγνωρίζει το αυτοκρατορικό του όνομα, να ατενίζουν μαζί έναν ορίζοντα. Τον διακρίνει ένας επίμονος βήχας και είναι εκεί για να τονίζει τη μεγαλομανία των Μαλκογιάνννηδων , κυρίως μέσα από την απόρριψη της Λεμονιάς.
Μια πολύ σωστά ρυθμισμένη παράσταση που οφείλεται στη σωστή δραματουργική επεξεργασία του Κωνσταντίνου Κυριακού, έτσι που να προσαρμόζεται στις ανάγκες του θιάσου, στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία και σκηνική διδασκαλία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, στα όμορφα και διασπώμενα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα, στην συντονισμένη κίνηση από την Ειρήνη Κλέπκου, στη μουσική του Στάθη Δρογώση, που ακολουθούσε το κείμενο στις προσμονές, στις απορρίψεις, στις διαψεύσεις, στον μελετημένο φωτισμό του Αντώνη Παναγιωτόπουλου και στα κοστούμια κάθε φορά δηλωτικά της κατάστασης και της ανάγκης από την Μαρία Παπαδοπούλου.
Μια ολοκληρωμένη παράσταση για ένα μεγάλο έργο που έρχεται να αποτελέσει συνεκτική οδό μεταξύ Τσέχωφ και Λόρκα για τα βαλτωμένα όνειρα, για την πάλη του ανθρώπου για το δικό του μέλλον και την πραγμάτωση των επιλογών του, για τη διάψευσή τους και για την τελική συντριβή του.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ