Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η Φαίδρα της Αμάντας Μιχαλοπούλου, σύγχρονη και απομακρυσμένη από την τραγική της εικόνα, εμπνευσμένη μάλλον από τη Φαίδρα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, παρουσιάστηκε στην Μικρή Επίδαυρο στις 30 και 31 Ιουλίου σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού.
Εδώ η Φαίδρα είναι μια όμορφη μεγαλοαστή, παντρεμένη με τον Θησέα τον «κοτοπουλά», που όλο λείπει για δουλειές και την έχει επιφορτίσει να μεγαλώνει τα δυο παιδιά τους, δυο αγόρια και να προσέχει τον μεγάλο του γιο από τον πρώτο του γάμο τον Ιππόλυτο. Πρόκειται για μια όμορφη γυναίκα που πλησιάζει τα πενήντα και αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η ζωή την προσπερνά, καθώς δεν έχει κοντά της σύντροφο, αυτός είναι εργασιομανής και εκείνη στο παρελθόν δεν έκανε άλλο παρά μόνο να φροντίζει μιαν οικογένεια. Το μυαλό της, ταραγμένο στην φάση αυτή του απολογισμού της μέσης εμμηνοπαυσιακής ηλικίας, την εγκαταλείπει και ερωτεύεται τον γιο του άντρα της, έναν νέο ασύμβατο με εκείνη, που του αρέσει η ζωή, οι μηχανές, η μουσική και δεν εννοεί να καταλάβει ότι η μητριά του είναι ερωτευμένη μαζί του. Όταν μάλιστα έρχονται σε αντιπαράθεση εκείνος της καταλογίζει ότι αυτή έχει μάθει να ανήκει κάπου στον πατέρα της, μετά στον άντρα της και τέλος στα παιδιά της. Εκείνος αντιθέτως έχε μείνει ορφανός από μάνα και δεν συνηθίζει να λογοδοτεί, ούτε του αρέσει να τον μεταχειρίζονται σαν μωρό. Ζει τη ζωή του με δυναμισμό και ελευθερία.
Εκείνη από τον καημό της γίνεται η σκιά του εαυτού της και κυκλοφορεί άυπνη τα βράδια με ποτό και τσιγάρο, προσπαθώντας να δαμάσει το πάθος της. Ευχαριστιέται και μόνο να τον σκέφτεται περιμένοντάς τον να γυρίσει. Η ανησυχία της εκδηλώνει μιαν έντονη κτητικότητα, που δεν του αρέσει.
Είναι η κτητικότητα και η καθοδήγηση που και αυτή και η Ληώνη, η κολλητή της, που στο συγκεκριμένο έργο έχει τη θέση της Τροφού, συνηθίζουν να κάνουν στα παιδιά τους. Παραινέσεις του τύπου « φόρα καπέλο, πάρε αντηλιακό, βάλε ζακέτα μην κρυώσεις κλπ»
Η εικόνα που παρουσιάζει η ηρωίδα είναι τουλάχιστον υποτιμητική όχι μόνο για τη Φαίδρα, αλλά για κάθε γυναίκα. Μια επιπόλαιη γυναίκα πενήντα plus, που προσπαθεί να δείξει ότι έχει υπάρξει νέα αλλά και ότι ακόμα παραμένει, και συμμετέχει με αστείο τρόπο σε πάρτι και ποτοκατανύξεις, αλλά που μέσα της κουβαλά εμφανώς απωθημένα. Μια συμπλεγματική προσωπικότητα, που δεν έχει ξεκαθαρίσει αυτό που ήταν και την εγκατέλειψε και το άλλο που επέλεξε και ζει. Εξάλλου το αναφέρει πιο κάτω λέγοντας χαρακτηριστικά: « Η μητέρα μου το έλεγε, ότι ή είμαστε τέρατα ή παντρευόμαστε τέρατα». Εγώ θα πω για αυτή την περίπτωση ότι ισχύουν και τα δυο. Η σχέση της με τον άντρα της μοιάζει να έχει βουλιάξει και το μόνο που του αναγνωρίζει είναι ότι χάριν σε αυτόν υπάρχει ο Ιππόλυτος. Ωραίο σκηνοθετικό εύρημα το κινητό της να χτυπά με μουσική διαφήμισης κοτόπουλων, όταν την καλεί ο Θησέας. Τώρα να παρουσιάζεται η Φαίδρα σαν ξελιγωμένη «τρελή σαραντάρα» και να λέει ότι «η ωραιότερη γεύση είναι το ξεραμένο αλάτι στο λαιμό των αγοριών […] ότι δεν της αρέσουν οι ώριμοι άντρες, που μυρίζουν σαν χαλασμένη πατάτα» και να δέχεται δώρα γενεθλίων αντιγηραντικές κρέμες και δονητή, προσβάλλει την αισθητική, εκχυδαΐζει γελοιοποιώντας. Η τέχνη όμως δεν υπηρετεί άλλο από το ωραίο. Μετά τη Φαίδρα του Ευριπίδη, του Σενέκα, του Ρακίνα, τώρα να τη βλέπουμε να οργανώνει πάρτι και παιχνίδια με τον αναπτήρα, αντίστοιχα της παλιάς μπουκάλας για να παρασύρει ερωτικά έναν νεαρό, που του λείπει το μητρικό πρότυπο και ασχολείται με τα της ηλικίας του, πρόκειται για διαστροφή, παιδεραστία, συμπλεγματικό άτομο που δεν είναι οπωσδήποτε η Φαίδρα από την οποία θα επέλεγε να εμπνευστεί η συγγραφέας στα πλαίσια των νέων ελληνικών έργων που είναι εμπνευσμένα από το αρχαίο δράμα με ανάθεση από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Δεν θα είχα καμία αντίρρηση αν έβλεπα ένα τέτοιο έργο εκτός αυτής της σύμβασης, που και πάλι θα το θεωρούσε μια ελαφριά σάτιρα.
Στα πλαίσιο του έργου κινήθηκε με επιτυχία και η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού, υπηρετώντας αποτελεσματικά τον στόχο του συγγραφέα. Το εξοχικό παραθαλάσσιο σπίτι, ο κήπος για ηλιοθεραπεία, συναντήσεις και πάρτι. Υπέροχο το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη απολύτως συμβατό με το κείμενο και τις ανάγκες του, είναι βέβαια λίγο σαν να βλέπουμε μια ανόητη αμερικάνικη σειρά. Σκηνοθετικά ωστόσο ήταν άψογη η παράσταση και η διδασκαλία των ηθοποιών ανάλογα με την ηλικία και τα βιώματά τους.
Η Άννα Μάσχα, η Φαίδρα, έσωσε ένα κείμενο, που παρουσιάζει την ηρωίδα χαζοβιόλα και τεκνατζού να «θέλει να φάει φτερούγες νεαρών αγοριών». Υπέροχη η ερμηνεία της, ανέβασε το κείμενο σε άλλα επίπεδα. Η εικόνα της φιγούρας της να περιφέρεται στο νερό, πλατσουρίζοντας το βράδυ και να εγκαταλείπει το κορμί της με συντροφιά ενός τσιγάρου σε μια πολυθρόνα είναι καταπληκτική. Το ίδιο όταν διεκδικεί τον έρωτά της. Ο λόγος της, η κίνησή της άψογα και συγκινητικά.
Η φίλη της, η Ληώνη (Μαρία Κοσκινά) έρχεται με τις κόρες της στο εξοχικό σπίτι της Φαίδρας για να περάσουν λίγες μέρες μαζί. Η μια κόρη είναι η Αφροδίτη ( Μαρία Μοσχούρη), αυτή που διεκδικεί τον Ιππόλυτο και η άλλη είναι η Άρτεμη ( Ειρήνη Ιωάννου-Παπανεοφύτου), η αγαπημένη του με την οποία οραματίζονται να κάνουν ορειβασία, κυνήγι, να λερωθούν με χώματα και λάσπες. Υπάρχουν συσχετισμοί με την τραγωδία και όλοι παίζουν εκπληκτικά ενώ ανάλογα με τον ρόλο τους και την ηλικία τους έχουν καταπληκτική κίνηση. Τα δυο κορίτσια εκφράζουν με αστείο, αλλά κάπως κλισέ τρόπο την διαδικότητα της ανθρώπινης φύσης, πότε αθλήματα και δραστηριότητες, η Άρτεμη και πότε πάθος, σχέδια ερώτων, ποιήματα, διαβάσματα η Αφροδίτη.
Ο Ιππόλυτος (Νίκος Λεκάκης), αθλητικός, πανέμορφος, δελεαστικός για όλες τις ηλικίες, κινείται στο χώρο άνετα χωρίς να υποψιάζεται ότι προκαλεί. Ένας νέος στο ύψος του. Με τις ενασχολήσεις του, την ανεμελιά του. Ακόμα και με τα κοριτσάκια χαριεντίζεται, όπως οι νέοι μεταξύ τους. Χωρίς κάτι το πονηρό ή το πρόστυχο. Ο Νίκος Λεκάκης παίζει σε ένα ύψος που δεν κρεμά την Άννα Μάσχα ως Φαίδρα. Την εγκαλεί κιόλας να φερθεί σαν γυναίκα της ηλικίας της.
Εκείνη φαντάζεται ότι είναι κορίτσι, αυτό θα ήθελε να ξαναζήσει. « Ήμουν κι εγώ νέα και όμορφη κάποτε.» Τον ζηλεύει και του ζητά να συνευρεθούν και ας σκέφτεται οποιαδήποτε γυναίκα αρκεί να την αποκαλεί με το όνομά της, Φαίδρα.
Η Ληώνη ( Μαρία Κοσκινά) παίρνει την σανίδα του σερφ του Ιππόλυτου και την κάνει σανίδα σιδερώματος. Αυτό και μόνο είναι ένα έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα ενδεικτικό της μεγάλης απόκλισης πρωτίστως της νοοτροπίας και μετά της ηλικίας. Αποφασίζει να σιδερώσει και ενώ τραγουδά το «Άβε Μαρίτσα» με πικρή αναφορά και σε μιαν άλλη «πικραμένη» Μαρία, μυρίζει το εσώρουχο του Ιππόλυτου, το σιδερώνει, μαζί και την πουκαμίσα του, την οποία καίει, γιατί ξεχνά πάνω της αναμμένο το σίδερο. Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προοικονομία. Ομοίως λειτουργεί και το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου που διαβάζεται από την Άρτεμη, δηλώνοντας την αδυναμία της να καταλάβει τη λογοτεχνία, μαζί και η αφόρητη ζέστη όπως αναφέρεται στο κείμενο, αλλά και ρεαλιστικά στο χώρο του Μικρού Θεάτρου της Επιδαύρου, όπου έκαιγαν τα μάρμαρα και το παιχνίδι με τον αναπτήρα.
Ωραία η κίνηση των κοριτσιών, νεανικό κλίμα και παλμός, με ωραία επιλογή τραγουδιών επιλεγμένα ανάλογα με την σκηνική δράση.
Απανωτά τα αστεία των νέων μεταξύ τους και επίπονη η προσπάθεια των μεσηλίκων να χορέψουν, να ταυτιστούν με τα νιάτα που χάνουν. Στο σημείο αυτό προκύπτει, η επιπολαιότητα, η ανωριμότητα της Φαίδρας. Ωραίο το τραγούδι της Δήμητρας Τρυπάνη, μοτίβο της παράστασης, με τον Γιώργο Γλάστρα επιβεβαιώνει αυτό που τώρα επισημαίνουμε.
Η Ληώνη (Μαρία Κοσκινά), οι κόρες της η Αφροδίτη ( Μαρία Μοσχούρη) και η Άρτεμη ( Ειρήνη Ιωάννου-Παπανεοφύτου) εκτελούν χρέη Χορού «δεν βλέπουμε όσα βλέπεις. Από το σημείο που στεκόμαστε φαίνεται μόνο το αυτοκίνητο των στεναγμών και η επικίνδυνη στροφή,
Στριγκλίζουν τα φρένα του Ιππόλυτου.
Ένα μαύρο κρεβάτι πέφτει από τον ουρανό».
Η αλήθεια εδώ είναι ότι ο Χορός εκτελεί και χρέη μάντη, καθώς με οιωνούς δίνει έναν υπαινιγμό για το δυσοίωνο τέλος.
Άρτια σκηνοθετημένη η κίνηση των δυο σωμάτων στον εναγκαλισμό και εν γένει σε κάθε επαφή τους. Εξαιρετική η επιμέλεια κίνησης της Μαριάννας Καβαλλιεράτου.
Στο τέλος η μια γενιά καίει την άλλη, οι πενηντάρα διακόπτει την πορεία των νέων, ή αλλιώς η Φαίδρα αφήνει τη φωτιά που έχει μέσα της να κάψει το σύμπαν, αυτό θα κάνει μια εκκαθάριση και θα τους απελευθερώσει. Ο Ιππόλυτος πέφτει στις φλόγες, ενώ η Φαίδρα συνεχίζει την μοναχική της πορεία. Ωραίες οι εικόνες του τέλους. Ο φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου, άλλοτε αισθησιακός, ρομαντικός, άλλοτε φωτισμός, ήλιου σε παραλία, πάντα εναρμονισμένος επιτυχώς με κάθε συνθήκη σε όλη την παράσταση, όπως και τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα.
Μια καλοστημένη παράσταση με ένα αδύναμο κείμενο.