Από τον Ιωάννη Λάζιο
Εκεί που δεν το περιμένεις. Κάνοντας έναν περίπατο στο δρόμο της πόλης των διακοπών σου, μπορεί να συναντήσεις μια έκπληξη. Ευχάριστη ή δυσάρεστη δεν το γνωρίζεις ακόμα. Το μόνο που ξέρεις είναι ότι στην μικρή και αδιάφορη πόλη, που βρίσκεσαι, έρχεται περιοδεία μια παράσταση - μονόλογος. Μεγάλο το ρίσκο, μιας και παράσταση που δεν έχει σκοπό το γέλιο, το φθηνό και εύκολο, είναι συνήθως καταδικασμένη στην περιφέρεια. Κι όμως η παράσταση «Η κυρά της Ρω» κατάφερε να «φέρει» κόσμο, στο μικρό και εμφανώς παραμελημένο, από τον Δήμο, θέατρο.
Οι άνθρωποι, περίεργοι για το τι θα δουν, καταφθάνουν. Άλλοι περήφανοι που ξεχώρισαν από το πλήθος και άφησαν τη νύχτα τους στην απόλαυση του θεάτρου και άλλοι αμήχανοι μπροστά στο ανύπαρκτο σκηνικό. Μια κυρία, κάπου στα πενήντα, αναφώνησε κοιτώντας στη σκηνή «Μα τι ήρθαμε να δούμε;». Αμέσως η συντροφιά της τής απάντησε γελώντας «Τέχνη!».
Αναρωτήθηκα, για το αν αυτή η ειρωνεία έβρισκε τόπο αληθείας, σε μια χωλαίνουσα θεατρική πραγματικότητα, όπου τέχνη βαφτίζεται άκριτα οτιδήποτε προξενεί ενστικτωδώς την αντίδραση, ακόμα και όταν αυτή η αντίδραση είναι ο αποτροπιασμός. Και όσο μεγαλύτερη η αντίδραση, όσο πιο δυσνόητος ο υπονοούμενος συμβολισμός, τόσο πιο «μεγάλο» το έργο. Η κυρία όμως δεν πτοήθηκε από την απάντηση και συμπλήρωσε "και τι είναι τέχνη;".
Στο μυαλό μου ξεπήδησε ευθύς, το χαριτωμένο εκείνο επίγραμμα του Ζαν Κοκτώ που έλεγε «Η ποίηση είναι απαραίτητη - μόνο ας ήξερα για τι». Αν τη παραφράσουμε θα λέγαμε ότι «Η τέχνη είναι απαραίτητη - μόνο ας ξέραμε για τι». Μ' αυτό το ερώτημα περίμενα την πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Μετέωροι οι θεατές μπροστά στο άγνωστο και αδοκίμαστο είδος του μονόλογου και αλλοίμονο, αρκετά τραγικού, περίμεναν…
Τα φώτα της πλατείας σβήνουν και αυτά της σκηνής δημιουργούν την ατμόσφαιρα εκείνη που μαζί με το ταιριαστό μουσικό χάλι, της Φωτεινής Μπαξεβάνη, θα οδηγήσει τα βήματα της στο κέντρο της σκηνής. Φωτισμοί στις αποχρώσεις τις θάλασσας, που επιμελήθηκε η Στέλλα Κάλτσου. Του απέραντου μπλε που αγάπησε η κυρά της Ρω. Και τότε... Ξεκινά η ερμηνεία. Μα τι ερμηνεία!
Συνήθως μένουμε στις τονικότητες, στα ύψη και στα βάθη της φωνής, στις ερμηνευτικές τεχνικές και σ’ όλα αυτά τα ενδιαφέροντα για εμάς και γράφουμε φλυαρώντας καμιά φορά για μια - ίσως ανύπαρκτη- προσωπική προσδοκία, αδιάφορη για το κοινό. Όμως εδώ... Εδώ πρόκειται για κάτι άλλο.
Με το ελεγκτικό βλέμμα της, η πλατεία καρφώνει τη μία και μόνη ηθοποιό. Δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά της κίνηση. Δεν υπάρχουν αντιπερισπασμοί και τότε συμβαίνει αυτό το μαγικό, κάθε έναρξης. Η ηθοποιός στρέφει τη ματιά της στο κοινό και η σύγκρουση των δύο γεννά την θεατρική πράξη. Το βλέμμα της συγκεντρώνει δύο κόσμους αταίριαστους και παράταιρους, που βρήκαν πατρίδα σε μια ψυχή. Το όνομά της Δέσποινα Αχλαδιώτου ή αλλιώς η κυρά της Ρω.
Μια γυναίκα που ηρωποιήθηκε και έγινε σύμβολο πατριωτισμού. Μια γυναίκα που υπήρξε καπετάνισσα της ψυχής και των επιλογών της. Αυτή η γυναίκα έγινε θεατρικό από τον Γιάννη Σκαραγκά, ο οποίος με ένα κείμενο διαμάντι, σκιαγραφεί τις μύχιες σκέψεις της. Και ήταν εύκολο. Πολύ εύκολο, ο άνθρωπος να γίνει μύθος και ο μύθος ήρωας. Να ψηλώσει, δηλαδή, τόσο πολύ που να μην μπορεί να την φτάσει το κοινό. Όμως όχι. Ο Σκαραγκάς επέλεξε μιαν άλλη προσέγγιση. Μας φανέρωσε με μαεστρία τον άνθρωπο πίσω από την ιστορία. Μια γυναίκα - σίγουρα όχι- όπως οι άλλες. Θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε από το κοινό. Αν και δεν ήταν...
Ο συνδυασμός της υψηλής ερμηνείας της Φωτεινής Μπαξεβάνη, της εμπνευσμένης σκηνοθεσίας του Σταύρου Λίτινα και του εξαίσιου κειμένου του Γιάννη Σκαραγκά, οδηγεί με περισσή βεβαιότητα σ' ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα, γεμάτο χρώματα.
Ο σκηνοθέτης Σταύρος Λίτινας, ο οποίος επιμελήθηκε κοστούμια και σκηνικά, αξιοποιώντας στο μέγιστο το υλικό που είχε στη διάθεσή του, μεταποίησε ένα κομμάτι ύφασμα σε λειτουργικό μέρος της παράστασης και έκανε τελικά αυτό το ύφασμα να αρκέσει ως κάδρο σ’ έναν υπέροχο πίνακα. Αυτή είναι και μια ολοκληρωμένη απάντηση, στο επιχείρημα εκείνο, που θέλει την ανέχεια ως τροχοπέδη στη τέχνη. Ένα μαύρο ύφασμα για σκηνικό, μια πένθιμη φορεσιά για ρούχο, ένα κείμενο στολισμένο με πανέμορφες λέξεις και πανανθρώπινα νοήματα, μια σπουδαία ηθοποιός και μια σωστή κατεύθυνση αρκούν για να δημιουργήσουν τη «μεγάλη» τέχνη. Δυστυχώς στην περιοδεία δεν ήταν η Βιολέτα Ίκαρη για να πλουτίσει ακουστικά το σύνολο.
Τελικά, το ερώτημα μου απαντήθηκε στη διάρκεια της παράστασης. Το βίωμα της υψηλής τέχνης είναι η απάντηση στην αμφισβήτηση της αναγκαιότητάς της. Είναι η απόλαυση που η φύση δεν αρκεί να σου χαρίσει. Ο Αριστοτέλης, όχι άδικα, υποστήριξε πως λειτουργία του δράματος είναι να εξαγνίζει τις συγκινήσεις, να υπερκεράσει τον τρόμο και τον οίκτο, έτσι ώστε ο θεατής μέσω της ταύτισης με τον μυθικό ήρωα, να λευτερώνεται και να αίρεται πάνω από την τυφλή δράση της ειμαρμένης. Σπάει, έτσι, τα δεσμά της ζωής και αφήνεται ελεύθερος στην βραχεία αιχμαλωσία της τέχνης, που είναι, σαφώς, αλλιώτικη από αυτή της πραγματικότητας. Αφημένος πια και με την συντροφιά ενός ονειρικού κόσμου, θα γνωρίσει τις βαθύτερες συγκινήσεις, που μπορεί να νιώσει. Ακόμα και στα τραγικότερα έργα. Αυτός είναι ο απόκρυφος σκοπός, κληρονομιά του αρχαίου κόσμου και μυστηρίου. Τολμώ να πω ότι η ερμηνεία της κυρίας Μπαξεβάνη άγγιξε αυτό το σκοπό. Όχι γιατί ήταν τέλεια, αλλά γιατί ήταν αδιαμφισβήτητα αληθινή. Και την αλήθεια της, την στόλισε ως ψιμύθιο στη σκηνική στιγμή της.