Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ένα ξεχωριστό έργο της γαλλικής κωμωδιογραφίας, την μονόπρακτη κωμωδία του Ζωρζ Φεντώ «Η Λεονί εν αναμονή» (“Leonie est en avance ou Le Mal joli”, 1911) σε μετάφραση του Γιάννη Θηβαίου σκηνοθετεί ο Τάσος Πυργιέρης, με μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών τον Αλέξανδρο Βάρθη (Κόμης Ντε Σαμπρινέ), την Παρασκευή Δουρουκλάκη (Λεονί), την Ρένα Kυπριώτη (Κόμισσα Ντε Σαμπρινέ) , την Ανούς Μπογοσιάν ( Κλεμάνς, υπηρέτρια), τον Κλέαρχο Παπαγεωργίου (Τουντού, σύζυγος Λεονί) και τον Χρήστο Σταθούση (Κυρία Βιρτυέλ, μαία).
Ο Ζωρζ Φεντώ (1962-1921) έγραψε την «Λεονί εν αναμονή» το 1911 και παρουσιάστηκε στο τέλος της ίδιας χρονιάς από τη Comédie Royale.
Εδώ ο συγγραφέας στήνει μια κωμωδία ηθών και τύπων στο εσωτερικό ενός εύπορου σπιτιού, εστιάζοντας στις ενδοοικογενειακές σχέσεις με επίκεντρο την εγκυμοσύνη της νεαρής Λεονί. Αποκαλύπτεται όμως μια υποκριτική σχέση των μεγαλοαστών γονιών της Λεονί, γεγονός που της επέτρεψε να θεωρεί ότι και εκείνη θα μπορεί να χειραγωγεί τον άνδρα της. Το έργο φέρνει σε πρώτο πλάνο τις ιδιαιτερότητες σε μια σχέση χειριστική από τη μεριά μιας κακομαθημένης νεαρής, που θεωρεί ότι μπορεί να εμπαίζει όλους τους ανθρώπους γύρω της, για να της ικανοποιήσουν τα καπρίτσια της. Η Λεονί (Παρασκευή Δουρουκλάκη) αισθάνεται ή έτσι νομίζει τους πρώτους πόνους του τοκετού. Νιώθει εκνευρισμένη και διασχίζει πάνω κάτω το δωμάτιο, εκφράζοντας κάθε τόσο περίεργες απαιτήσεις στον (υπομονετικό) σύζυγό της. “Σφίξε μου το χέρι! Σφιχτά! Τίποτε δεν μπορείς να κάνεις για έμενα!” φωνάζει η Λεονί στον Τουντού (Κλέαρχος Παπαγεωργίου), ενώ τον εκνευρίζει, τον υποτιμά, τον περιπαίζει, του φωνάζει και κλαίει υστερικά, τον υποχρεώνει να φορέσει καπέλο ένα γιογιό ως την ώρα που αποφασίζει ο ίδιος να βάλει μια τάξη. Μια αντιπαθητική νευρασθενική συμπεριφορά, που βέβαια είναι αποτέλεσμα μιας κακής διαπαιδαγώγησης, και μιας ξιπασμένης κοινωνικής τάξης, που τη διακρίνουν οι ιδιοτροπίες και οι ανόητοι ακκισμοί. Δεν έχει περάσει όμως το λογικό διάστημα για την εγκυμοσύνη με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αγνότητα της Λεονί πριν το γάμο. Οι γονείς της μαλώνουν γιατί ο πατέρας της θεωρεί υπεύθυνη την γυναίκα του που συναίνεσε στον γάμο με τον Τουντού, επειδή ο γαμπρός δεν ανήκει στην ανώτερη κοινωνία δηλαδή στην τάξη τους. Θεωρεί πως προσέβαλε την οικογένειά του με το να έχει σχέσεις με τη μέλλουσα σύζυγό του και κόρη τους πριν από τον γάμο. Καταφτάνει η ιδιόρρυθμη μαμή, η Κυρία Βιρτυέλ (Χρήστος Σταθούσης) ο περίφημος καταλύτης που με τη συμπεριφορά της περιπλέκει τα πράγματα. Η κίνησή του είναι αυθεντική, απόλυτα αστεία όπως και της Κλεμάνς (Ανούς Μπογοσιάν). Οι δυο τους δίνουν έναν ρυθμό στην παράσταση, έχουν αστεία ενσταντανέ, πέφτουν, σκύβουν και εντείνουν το γενικό κλίμα της μπουφονερί. Η Κλεμάνς (Ανούς Μπογοσιάν) εκτελεί τις διαταγές σαν γνήσια υπηρέτρια, ενώ όταν συμβαίνουν πικάντικες σκηνές ή σκηνές αγωνίας βγάζει ένα μπολ και καταβροχθίζει με αστείο τρόπο ποπ κορν. Η μαμή (Χρήστος Σταθούσης) θα εξετάσει τη Λεονί «ενδελεχώς, λεπτομερώς και αδιαλείπτως». Οι δυο αυτοί ρόλοι έχουν στοιχεία από τη φύση του Αρλεκίνου και την comedia dell arte. Μια σειρά παρεξηγήσεων και απρόοπτων γεγονότων θα οδηγήσουν σ’ ένα εντελώς απρόβλεπτο φινάλε. Αστοί και υπηρέτες ζουν τις ίδιες περιπέτειες. Ο Κόμης Ντε Σαμπρινέ ( Αλέξανδρος Βάρθης ) φλερτάρει την μαμή, Κυρία Βιρτυέλ (Χρήστος Σταθούσης) εμφανώς κουρασμένος από τη φιλάρεσκη, εγωπαθή σύζυγό του Κόμισσα Ντε Σαμπρινέ (Ρένα Κυπριώτη). Όλες αυτές οι περιπέτειες δημιουργούν την αίσθηση μιας καταχθόνιας μηχανής που τους οδηγεί σε έναν συνεχή στροβιλισμό μέσα από μια απλοϊκή ματιά του συγγραφέα και τους φαινομενικά αφελείς διαλόγους που σατιρίζουν τα μικροαστικά και αστικά ήθη, τη σεμνοτυφία και την υποκρισία της εποχής.
Ο σκηνοθέτης Τάσος Πυργιέρης επιχειρεί μια νέα εκδοχή, φρέσκια, χωρίς προβληματισμούς, μια ελαφριά κωμωδία, κάνοντας όμως ένα γλυκό σχόλιο. Λέει συγκεκριμένα ότι «η παράσταση δίνει την ευκαιρία στο κοινό να επαληθεύσει το σπάνιο κωμικό/σατιρικό πνεύμα του Φεντώ στην αποτύπωση της ανθρώπινης κατάστασης. Μέσω των «σουρεαλιστικών» διαλόγων και της «ψυχαναγκαστικής» κίνησης των προσώπων διαπιστώνει κανείς ότι ο Φεντώ, εκτός από αξεπέραστος αρχιτέκτονας της κωμωδίας παρεξηγήσεων, είναι και πρόδρομος του θεάτρου του παραλόγου». Με σκηνικά και κοστούμια (Ελίνα Δράκου) με άμεση αναφορά στη γαλλική κουλτούρα με χρώματα μπλε, λευκό και κόκκινο όπως αυτά της γαλλικής σημαίας ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές του κωμικού: διακοπές στο λόγο, κοιτάγματα και βλέμματα με νόημα, σιωπές και υπαινιγμούς.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ