Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Αν και ως συνήθως έχω φτάσει τελευταία στιγμή, έχω λίγα λεπτά να επεξεργαστώ το σκηνικό πριν σβήσουν τα φώτα: ένα τυπικό αθηναϊκό σαλόνι, λίγο παλιακό, ένα τραπέζι, μια πολυθρόνα, κάδρα στους τοίχους κι ένας καθρέφτης σκεπασμένος με μαύρο ύφασμα. Πένθος. Κάποια στιγμή το ύφασμα πέφτει, μάλλον από τον αέρα και εκτός της ροής του έργου και η ηθοποιός το τοποθετεί ευλαβικά πίσω στη θέση του. Στο τραπέζι βρίσκεται και μια κορνίζα, αλλά επειδή κάθομαι στο πλάι, δεν βλέπω τι απεικονίζει. Στη διάρκεια της παράστασης η ηθοποιός της απευθύνεται, άρα πρόκειται για τον σύζυγο, όπως υπέθεσα. Μετά την παράσταση, φυσικά ξεχνάω να κοιτάξω και να το επιβεβαιώσω. Όμορφος πολύ ο σκηνικός χώρος του Σταμάτη Πατρώνη, λιτός και συνάμα περιεκτικός, για να μας μεταφέρει στο πένθιμο αλλά παράλληλα εύθυμο κλίμα που περιγράφεται. Οι φωτιστικές επιλογές της Ελένης Αναγνωστοπούλου σε συνδυασμό με την μουσική επένδυση των Μιχάλη Ρουμπή και Ιωάννη-Ιόλαου Μανιάτη ανέδειξαν στο έπακρο τη συνολική σκηνική ατμόσφαιρα.
Η ερμηνεία της Κατερίνας Διδασκάλου ήταν καταιγιστική. Παρόλο που ήταν η πρεμιέρα για την φετινή σεζόν, και μετά από έναν χειμώνα τόσο δύσκολο για όλους, δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή «κομπιάσματος» στην ατμόσφαιρα. Το κείμενο έρεε ασταμάτητα, οι στιγμές γέλιου και δακρύων εναλλάσσονταν αρμονικά η μία με την άλλη σαν μια ενιαία χορευτική φιγούρα και το κοινό είχε γίνει ένα με την παράσταση, κάτι που φάνηκε και στο αδιάκοπο χειροκρότημα στο τέλος. Όταν μετακομίζει η πόρνη στο πάνω πάτωμα, κάτι που νόμιζα θα είχε κάποιου είδους μεταφορική και όχι κυριολεκτική διάσταση, η ηρωίδα μας αναγνωρίζει επιτέλους τη λύτρωση της απόλαυσης της ζωής, και βιώνει μαζί κι εκείνη τη χαρά και την απόλαυση που τόσο έχει στερηθεί στη δική της ζωή, με την αέναη ελπίδα πως κάτι, κάπως, κάποτε θα αλλάξει… Στη στιγμή της ύστατης λύτρωσης, υπόκειται το μαρτύριο της απόλυτης ταπείνωσης, αφού αναγνωρίζει τη φωνή του συζύγου της, ο οποίος στη συνέχεια έρχεται να την ταπεινώσει και με χρήση βίας, την οποία βιώσαμε να εικονοποιεί με ανεπανάληπτο τρόπο η Κατερίνα Διδασκάλου, να της στερήσει την μοναδική πηγή της χαράς της: το αγέννητο παιδί της. Στη συνέχεια, σαν μια σύγχρονη Μήδεια, και δικαίως, κατ’ εμέ, φαντασιώνεται την δολοφονία του. Και τότε, σαν από μηχανής θεός, όλα παίρνουν το δρόμο τους, δεν θέλω όμως να προδώσω την συνέχεια, για όσους δεν έχουν δει ακόμα την μοναδική αυτή παράσταση. Η ηρωίδα αμφιταλαντεύεται στη διάρκεια του έργου, παίρνει ένα όπλο στο χέρια της και άλλοτε το τοποθετεί στον κρόταφο, άλλοτε στο στόμα…δεν γνωρίζουμε τελικά αν θα το χρησιμοποιήσει, αν και είμαι σίγουρη πως δεν το χρειάζεται πια…
Το κείμενο του Αντώνη Τσιπιανίτη κέρδισε επάξια μια από τις πρώτες θέσεις στις προτιμήσεις μου, ένα κείμενο διαχρονικό και, δυστυχώς, επίκαιρο. Μολονότι παίζεται εδώ και δέκα χρόνια, δεν έχει χάσει στιγμή την δύναμη και την αξία του. Η σκηνή του ασανσέρ χαράχτηκε ήδη στη μνήμη μου: μια γυναίκα, καταπιεσμένη όλη της την ζωή, ως σύζυγος και ως κόρη, ακούει επιτέλους το πολυπόθητο «ευχαριστώ» στο ασανσέρ, από έναν άγνωστο μετανάστη, τον οποίο φροντίζει σιωπηλά για καιρό.
Αποκορύφωμα της σκηνικής δράσης η τελευταία σκηνή όπου η ηρωίδα εμφανίζεται αίφνης με κατακόκκινο φόρεμα, μία από τις ιδανικές ενδυματολογικές επιλογές του Δημήτρη Ανδριανού, ένα σκηνικό τέχνασμα τόσο ευχάριστο που με έκανε να χαμογελάσω πλατιά μέχρι το τέλος της παράστασης, δίνοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας: η ζωή συνεχίζεται…