Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο βραβευμένος συγγραφέας Peter Straughan στο θεατρικό του έργο « Ζαριά» (αγγλικός τίτλος BONES=τα κόκκαλα, τα ζάρια), γραμμένο το 2002, μας μεταφέρει σε ένα καταχρεωμένο πορνοσινεμά, στο Gateshead, μια ασήμαντη πόλη της κεντρικής Αγγλίας, την δεκαετία του ’60. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία για τις οικογενειακές σχέσεις. Δύο αδέλφια εβραίοι, ο Μπένι (Αλέξανδρος Νταβρής) και ο Ρούμπεν (Μανώλης Κλωνάρης) είναι σε πόλεμο μεταξύ τους, μιας και η επιχείρησή τους βρίσκεται στα πρόθυρα χρεωκοπίας.
Το έργο ξεκινά με την αναφορά στη θυσία του Αβραάμ, της εξέχουσας αυτής Βιβλικής μορφής που ξεπέρασε κάθε ενδοιασμό και φόβο για να αποδείξει την πίστη του στο Θεό, έτοιμος να θυσιάσει το μοναχογιό του. Έτσι δοκιμάστηκε η πίστη του. Όμως ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε, δίνοντας λυτρωτικό τέλος στην τραγωδία του με την εμφάνιση ενός αγγέλου, ο οποίος απέτρεψε τη θυσία του παιδιού με τον Αβραάμ στη θέση του παιδιού να θυσιάζει ένα κριάρι. Πατέρας και γιος φεύγουν χαρούμενοι από το βουνό. Ο Ρούμπεν (Μανώλης Κλωνάρης) με ένα αφελές ύφος διηγείται την ιστορία αυτή και διατυπώνει την άποψή, ότι αν έχεις πίστη μπορείς να κάνεις πράγματα που ποτέ δεν είχες φανταστεί. Έχει το απωθημένου του αδύναμου και του παρεξηγημένου κάτι που μπορεί, όπως φαίνεται και στη ροή του έργου, να τον οδηγήσει στο να γίνει αδίστακτος. Ο άλλος αδελφός ο Μπένι (Αλέξανδρος Νταβρής), διακατέχεται από πραγματικές ανησυχίες για το πώς θα μπορέσουν νε επιβιώσουν με το πορνοσινεμά, ζει έναν εσωτερικό αγώνα τον οποίο δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως ο Ρούμπεν. Είναι ένα μοναχικός απελπισμένος ήρωας.
Ο Κρέι Ρέτζι (Μάριος Δερβιτσιώτης) έχει έρθει καρφωτός στο σινεμά. παραμονή Χριστουγέννων, πιστεύοντας πως εκεί θα βρει πληρωμένο έρωτα και ψάχνει τις γυναίκες που του είχαν τάξει για τον σκοπό αυτό. Ο μπάρμαν, ο Ρούμπεν, που δε ξέρει να φτιάχνει και πολλά ποτά, ο αφελής Ρούμπεν (Μανώλης Κλωνάρης) φαίνεται εντελώς ανίδεος. Μέσα από τα τηλέφωνα που κάνει ο Ρέτζι καταλαβαίνει ο Ρούμπεν ότι πρόκειται για έναν μεγάλο γκάνγκστερ. Εκείνος κάνει απανωτά τηλέφωνα εξοργισμένος, ενώ ο Μπένι εξανίσταται: «Θα κάνεις όλα σου τα τηλέγωνα και θα πληρώνω εγώ;» Οι τέσσερεις άνδρες στο μπαρ ο Ρούμπεν και ο αδελφός του, ο Μπένι, που είναι ιδιοκτήτες και 2 υπάλληλοι είναι όλοι τύποι λούμπεν, περιθωριακοί, εγκαταλελειμμένοι σε μια τύχη με αβέβαιο τέλος, βρίσκονται σαν παρατημένοι στο μπαρ, σαν όντα που δεν έχουν σταθερή πορεία ούτε ευδιάκριτο σκοπό στη ζωή τους. Για τον Ρούμπεν η παρουσία του γκάνγκστερ ήταν μια θεία λύση. Τον είδε σαν τον θεόσταλτο άγγελο που θα τον έβγαζε από την κατάντια του. Τον πιάνει όμηρο και ζητά λύτρα. Αρχίζει μια γρήγορη κωμωδία μεταξύ των αδελφών για το τι θα κάνουν τον γκάνγκστερ. Ο Straughan διαλέγει εσκεμμένα τον Ρούμπεν, τον αφελή αυτόν ήρωα για να σύρει το κάρο με όλα τα δεινά, ελπίζοντας ότι θα τον σώσει ο Θεός στο τέλος βλέποντας ωστόσο, να διαψεύδονται ο εαυτός του και τα ιδανικά του.
Εξαιρετική η μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου, εξυπηρέτησε το ατακαδόρικο αυτό έργο, που δεν κατευθύνεται από κάποια ιδεολογία, αλλά ωθεί στη σκέψη μέσα από τις ανατροπές. Σε αυτή τη δύσκολη και παρακμιακή περίοδο της ζωής των ανθρώπων, ο γκάνγκστερ λέει στον Ρούμπεν ότι αν οι συνθήκες τα φέρουν έτσι ώστε να σκοτώσεις και σκοτώσεις δεν έχεις πια επιστροφή, Θα είσαι αμέσως διαφορετικός από αυτό που ήσουν πριν σκοτώσεις.
Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Βουρνά, με έντονο ρυθμό και ροή δημιούργησε την απαραίτητη ατμόσφαιρα μυστηρίου του φιλμ νουάρ, ενώ όλοι οι ηθοποιοί είχαν πλήρως ενταχθεί σε αυτό το κλίμα ο καθένας με τη δική του φυσιογνωμία.
Ο γκάνγκστερ (Μάριος Δερβιτσιώτης) ήταν απειλητικός από την αρχή του έργου με τη στάση του σώματος του, με τη φωνή του,, με τους αλλεπάλληλους χειρισμούς του. Έγινε εν τέλει ο μαύρος άγγελος για τον Ρούμπεν, τον ξεγέλασε και τον οδήγησε εκεί που από την αρχή ήθελε.
Η αντίστιξη στους ήρωες που κινούνταν με φρενήρη ρυθμό, δινόταν από τον Μουν (Γιώργος Μπανταδάκης), τον πρώτο που είχε επιλεγεί από τους φίλους να σκοτώσει τον γκάνγκστερ, αλλά που ποτέ δεν τα κατάφερε, από δειλία, από φόβο, από τη φωνή της λογικής που είναι και η μόνη που ακούστηκε στο έργο.
Ο Τάκης Παρασκευόπουλος, παριστάνοντας την πόρνη που είχε παραγγείλει ο Κρέι Ρέτζι, έδωσε το κατάλληλο αποσυμφορητικό κωμικό ύφος, δημιουργώντας μια ισορροπία στο έργο. Δεν το έχασε ούτε μισό λεπτό, ήταν πλήρως συγκεντρωμένος και ερμήνευσε έναν δύσκολό ρόλο.
Τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα με το παρακμιακό εκείνο μπαρ, τα
κοστούμια της Αρετής Μουστάκα-Χριστίνα Πανοπούλου και ο φωτισμός του Γιώργου Αγιαννίτη έστησαν το σκηνικό αυτής της γκαγκστερικής ατμόσφαιρας, που διαπερνάται από την ένδεια και την απεγνωσμένη αναζήτηση χρήματος. Ο έρωτας δεν έχει θέση σε αυτό κλίμα παρά μόνο αν είναι αγοραίος. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, δεν υπάρχει ούτε συμπόνια.
Μια παράσταση με έξυπνη σκηνοθεσία και ερμηνείες με σπουδή και τέχνη.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ