Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο γνωστός μύθος των Ατρειδών, που ξεκινά από τον Τάνταλο και συνεχίζεται με το καταραμένο γένος του Ατρέα. Η εκδίκηση του αίματος, αρχίζοντας από τον Ατρέα και τον Θυέστη, περνώντας στη θυσία της Ιφιγένειας για να ξεκινήσει ο δεκαετής πόλεμος στην Τροία, στην επιστροφή του Αγαμέμνονα με την Κασσάνδρα, στην εκδίκηση του άνομου ζευγαριού της Κλυταιμήστρας και του Αίγισθου για το φόνο του Αγαμέμνονα ώστε να καταλήξουμε στην Ηλέκτρα που περιμένει τόσα χρόνια την άφιξη του εκδικητή Ορέστη προκειμένου να ξεπλύνει τη σφαγή του πατέρα τους.
Ιστορικά όλα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού πολέμου, αυτού του εμφύλιου σπαραγμού, που έπληξε την Αθήνα και τη Σπάρτη. Ο κύκλος της βίας δε σταματά πουθενά. Η βία γεννά βία, η μοιχεία οδηγεί σε άλλη μοιχεία και η λατρεία της εξουσίας στον πόλεμο και το θάνατο.
Η Ηλέκτρα (Αλεξία Καλτσίκη) έξω από το παλάτι των γονιών της για δέκα χρόνια περιμένει καρτερικά, με πόνο και οργή που ξεχειλίζει, την άφιξη του Ορέστη (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), του αδελφού της, να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα τους. Ο Χορός αποτελούμενος θαρρείς από καλόγριες καθολικού τάγματος, έχει απόλυτα συντονισμένη κίνηση. Η χορογραφία της Χαράς Κότσαλη, θέλει την κίνηση τους ελεγμένη, χωρίς εξάρσεις μέχρι τη στιγμή της μεταμόρφωσής τους σε Ερινύες. Κρατούν όρκο σιωπής, συνένοχες στο επικείμενο έγκλημα. Την ακολουθούν στην παραζάλη της, την συμπονούν στο καημό της και την άκρατη λύπη της. Οι κινήσεις τους προσεγμένες, το ίδιο και οι εκφράσεις του προσώπου τους. Όλα τα πρόσωπα κρατούν ένα λευκό κιβώτιο, τη μοίρα τους, το πεπρωμένο τους. Η Ηλέκτρα από το δικό της κιβώτιο, βγάζει λάσπη και την πετά στο γύρω αλλά και πάνω της, ενδεικτικό του μιάσματος στη ψυχή της, στη ζωή της, στο παλάτι, όπου φονεύτηκε ο πατέρας της. Ό,τι ακουμπά τη λερώνει και το ξαναλερώνει. Είναι αναπόφευκτο μετά από ό,τι έχει προηγηθεί, ακόμα και να προσπαθεί να καθαρίσει κάτι κι αυτό να μη γίνεται.
Ο Παιδαγωγός (Νίκος Χατζόπουλος) , διευθύνει την πομπή του Χορού καθώς μπαίνει στη σκηνή. Το τύμπανο χτυπά με πένθιμο ρυθμό. Εκείνος ξεκινά την τραγωδία και εκείνος στο τέλος δίνει το τσεκούρι στον Ορέστη για να σκοτώσει τη μητέρα του. Έτσι ανοίγει και κλείνει, θα λέγαμε, αυτόν τον κύκλο του αίματος. Ο Νίκος Χατζόπουλος, αυστηρός, σχεδόν διατάζει σα να ήταν αυτός ο χειριστής της μοίρας. Δένει τα μάτια του Ορέστη και παροτρύνει τους δυο φίλους Ορέστη- Πυλάδη να δουν μόνοι τους τι θα κάνουν και πώς θα οργανώσουν την εκδίκηση.
Ο Πυλάδης (Μάριος Παναγιώτου), μια ντοστογιεφσκική, θα έλεγε κανείς, φιγούρα, σαν μοναχός με καθορισμένες κινήσεις καθοδηγεί τον Ορέστη, τον δένει από τη μέση με σχοινί και τον τραβά, τον οδηγεί περιφερειακά της ορχήστρας , σαν να τον μυεί στο φόνο και την αναγκαιότητά του. Του συμπαραστέκεται σιωπηλά, οριοθετεί με μικρά κόκκινα φύλλα που διασκορπίζει τη γραμμή του αίματος γύρω από την ορχήστρα, σηματοδοτεί το επικείμενο ανταποδοτικό έγκλημα, για το φόνο του πατέρα. Στήνεται με σκακιστικές κινήσεις ο διπλός φόνος και το τραγικό ταυτίζεται με το σασπένς. Αρχικά ο Ορέστης φορά μπλούζα, γιλέκο που του δένει τα χέρια. Είναι ακόμα δέσμιος των αναστολών του. Ανεβαίνει πάνω σ’ έναν κύβο και εκεί περιμένει μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού συνέβαλαν καθοριστικά στην σκηνοθετική άποψη. Από μια στρογγυλή πύλη με σκαλιά, ίσως αναφορά στη μήτρα, ξεπροβάλει η Ηλέκτρα, που με κραυγή πόνου γκρεμίζεται στα σκαλιά. «Κανείς δε σε σκέφτεται πατέρα μου! Ποτέ δε θα σταματήσω το μοιρολόι. Βοηθήστε με να εκδικηθώ, δεν αντέχω μόνη μου, είναι αβάσταχτο το βάρος!» Ο Χορός την συμπονά « Παιδί, παιδί, πανάθλιας μάνας, Ηλέκτρα!» Όλες οι συνθήκες λεπτομερώς προσεγμένες για να επιτείνουν την αγωνία για το αναπόφευκτο. Η Ηλέκτρα σπρώχνει με μεγάλη δυσκολία τον κύβο της, τη μοίρα της. Με σπαραγμό φωνάζει τον όνομα του Ορέστη. « Έχω περάσει τη ζωή μου και μ’ άφησες χωρίς καμιάν ελπίδα, να καθαρίζω τις κάμαρες στο σπίτι του πατέρα μου.» Δε δέχεται την παρηγοριά του Χορού. « Αφήστε τις παρηγοριές, υπάρχει μέτρο για τις δυστυχίες[...] Συζώ με τους φονιάδες του πατέρα μου», παίρνει και φορά τα ρούχα του ο Αίγισθος, η Κλυταιμήστρα την καταριέται. Η Ηλέκτρα μιμείται τη φωνή της μοιχαλίδας και φόνισσας, άκαρδης μάνας που καταριέται το παιδί της. Πετά τη λάσπη πάνω της και γύρω, παντού με μένος, με αγανάκτηση. Βρώμικη ψυχή, βρώμικο περιβάλλον, μόνο ο φόνος θα ξεπλύνει το αίμα, που έχει χυθεί. Η απόδοση δικαιοσύνης, η Βεντέτα, δεν έχει όρια, δεν υπακούει σε νόμους και περιορισμούς. Η Ηλέκτρα βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο. Βλέπει μπροστά της μόνο τον πατέρα της, όπως ο Άμλετ τον δικό του, να της ζητά να εκδικηθεί το θάνατό του.
Η Χρυσόθεμις ήδη με το που εμφανίζεται, από το κοστούμι της και μόνο έχει διαχωρίσει τη θέση της. Η Ηλέκτρα μια λερωμένη παρθένα με λευκό λασπωμένο φόρεμα, ενώ εκείνη φορά το βασιλικό φόρεμα και το καπέλο, παρόμοιο και συμπληρωματικό με εκείνο της Κλυταιμήστρας και του Αίγισθου και που την κάνει ομόρρυθμη και απολύτως συντεταγμένη έστω και από δειλία και φόβο μαζί τους. Κρατά και εκείνη τη δική της μοίρα στα χέρια της και έρχεται σε αντίθεση με την αδελφή της. « Τι λόγια λες; Πρέπει να υπακούς στην εξουσία» και έξαλλη η Ηλέκτρα « Είναι φοβερό να ξεχνάς τον πατέρα σου και όσα σου έχει αυτός διδάξει. Όχι μόνο δε συνεργείς, αλλά και μ’ εμποδίζεις.» Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά κάνει να ακούγεται καθαρά και κατανοητά ο λόγος του Σοφοκλή.
Την Ηλέκτρα την κυνηγούν οι εμμονές της, ενώ η Χρυσόθεμις, φοβάται και πάει χοές στον τάφο του πατέρα της, όπως της ζήτησε η Κλυταιμήστρα μετά από ένα κακό όνειρο που είδε. « Μην πας τις χοές! Πώς να δεχθεί ο νεκρός τέτοια προσφορά από μια γυναίκα που τον σκότωσε;» Η Χρυσόθεμις διηγείται με λεπτομέρεια το όνειρο και η μουσική, ενδυναμώνει την αγωνία, ενώ ο Ορέστης βγάζει ένα ένα χέρι από το γιλέκο, σαν μια ιδιόμορφη γέννα, από δεσμά σε ελεύθερη βούληση. Τα απελευθερωμένα χέρια αλείφει με αίμα ο Πυλάδης. Σκηνική προοικονομία, ατμόσφαιρα θρίλερ. Το φοβερό φονικό πλησιάζει. Το σώμα της Ηλέκτρας πέφτει κάτω βαρύ. Η Κλυταιμήστρα της απευθύνεται με τρόπο υποτιμητικό. « Λιτή σ’ αμόλησαν και πάλι τριγυρνάς!» Βγαίνει από το παλάτι, από μια μεγάλη τρύπα – κυκλική έξοδο, και σέρνει πίσω την τεράστια ουρά του φορέματός της, δείγμα της μεγαλειότητάς της και της εξουσίας της. Φορά φόρεμα στην ίδια λογική με τη Χρυσόθεμη, αλλά ακόμα πιο εντυπωσιακό. Η ερμηνεία της Μαρίας Ναυπλιώτου – Κλυταιμήστρα, η φωνή της, το στήσιμο του κορμιού της και το περπάτημά της, φανερώνουν μεγαλομανία, μνησικακία και βέβαια φόβο. Δημιουργείται μια καφκική ατμόσφαιρα καθώς η Κλυταιμήστρα κατηγορεί το Αγαμέμνονα: «Τι πατέρας ήταν αυτός, άβουλος!» με υποκριτικό σπαραγμό αναφέρεται στο κυνήγι του πλούτου, που της στοίχισε το παιδί της. Παράλληλα ο Πυλάδης καθοδηγεί τον Ορέστη, καθώς τον τραβά από τη μέση σιγά σιγά για να ωριμάσει μέσα του το φονικό της ανταπόδοσης. Η Κλυταιμήστρα προσεύχεται στον Απόλλωνα, η ύβρις είναι μεγάλη. Όλα σταδιακά, τόσο με τον αριστοτεχνικό τρόπο του συγγραφέα όσο και με τη σκηνοθετική σημειολογία οδηγούν στο μεγάλο ξέσπασμα. Νιώθει ο θεατής το θυμό να βράζει, την απελπισία και το αδιέξοδο της ηρωίδας. Ο Αγγελιαφόρος φέρνει καλές ειδήσεις στη Βασίλισσα και στον Αίγισθο. « Ο Ορέστης πέθανε!» Εξαιρετική σκηνή ερμηνείας της Κλυταιμήστρας (Μαρία Ναυπλιώτου), να χαίρεται και να γελά χαιρέκακα την ίδια στιγμή. Ο Παιδαγωγός(Νίκος Χατζόπουλος), σοβαρός, εκτελεστής, που εδώ έχει τα ρόλο του συντονιστή, αυτού που κινεί τα νήματα. Όταν ακούγεται η είδηση αυτή και ξέροντας ότι το σχέδιο βαίνει καλώς, σχολιάζει πικρά και τελεσίδικα: « Ωραία!» σε αντίστιξη της υποκριτικής χαρμολύπης της Κλυταιμήστρας. Η Ηλέκτρα καταρρέει: « Ορέστη, πέθανες και πέθανα!» Δε θέλει πια τη ζωή της. Ο Χορός επικαλείται το Δία και τον κεραυνό του. Η Χρυσόθεμις (Ελένη Μολέσκη) φοβισμένη προηγουμένως, τώρα αναφέρει τον ερχομό του Ορέστη, γιατί είδε βοστρύχους πάνω στον τάφο του πατέρα τους και δε μπορεί παρά να είναι του αδελφού τους. Με αυτόν τον τρόπο δεξιοτεχνικά γίνεται η αντίστιξη των ρόλων και των ερμηνειών. Η Χρυσόθεμις, χαρούμενη, ενώ η Ηλέκτρα εξοντωμένη, ισοπεδωμένη αναζητά δυνάμεις για να εκδικηθεί η ίδια το θάνατο του πατέρα τους. « Θα πορευτούμε με τιμή σε ζωή και σε θάνατο!» Η Χρυσόθεμις την αντικρούει: « Μα είσαι γυναίκα και όχι άνδρας!» Η αντιπαλότητά τους, γύρω από τη θυμέλη, είναι ξεκάθαρη, το ίδιο και η διχόνοια.
Η Ηλέκτρα θα πορευτεί μόνη της, όπως κάθε τραγικός ήρωας. Μοιρολογεί, ο Χορός την τιμά και την επαινεί. Εκείνη σε απόλυτη απελπισία: « Αδελφέ μου με αφάνισες!»
Ο Ορέστης (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος) συγκλονισμένος και ενώ μέχρι τώρα οδηγείται σιωπηλός παρατηρητής από τον Πυλάδη, αποφασίζει να μιλήσει: «Δεν υπάρχει τάφος για τον Ορέστη, ο ζωντανός δεν έχει τάφο!» και της δείχνει στο χέρι του το σημάδι – σφραγίδα του πατέρα τους, με τέχνασμα πέθανε και με τέχνασμα αναστήθηκε.
Όλο αυτό παραπέμπει σε έναν μεσσία, μια ανάσταση, που θα σώσει τους νεκρούς και θ’ αποδώσει δικαιοσύνη. Το γιλέκο του, μαύρα νήματα γύρω από το κορμί του, φυλακή, ή και κόκκαλα νεκρού, που πάτησε καθώς αναστήθηκε. Ο Χορός από την άλλη, με συντονισμένη κίνηση, αν όχι χορευτική, πάντως τελετουργική βγάζει το κεφαλόδεσμο, το ράσο και τα παπούτσια της μοναχής. Μετά την αναγνώριση τα δύο αδέλφια χαίρονται και σφιχταγκαλιάζονται γύρω από τη θυμέλη, χαίρεται και ο Χορός.
Ο Παιδαγωγός, τους διακόπτει τη χαρά, τους συντονίζει και δίνει το τσεκούρι στον Ορέστη με την προτροπή να τελειώνει την αποστολή του. Εκείνος προχωρά. Η Ηλέκτρα αντικρούει τα λόγια της Κλυταιμήστρας: «Χτύπα! Ξαναχτύπα!» Ο ήχος τυμπάνου επιτείνει την αγωνία, καθώς η φαντασία του θεατή έχει πια βαθμιαία εξαφθεί. Οι Μοναχές, μεταλλάσσονται σε Ερινύες, που ηδονίζονται καθώς μυρίζουν το αίμα. Ο Ορέστης ανακοινώνει ότι όλα είναι καλά στα παλάτι. Τραγική ειρωνεία. Ο Αίγισθος (Χρήστος Λούλης ), με παρόμοιο κοστούμι με την Κλυταιμήστρα, ανυποψίαστος ρωτά το Χορό: «αν κάποια απ΄αυτές ξέρει, αν κάποιος ξένος ήρθε στο παλάτι να τους ανακοινώσει κάτι» Στο μικρό αυτό ρόλο ο Χρήστος Λούλης κατόρθωσε να δώσει την εικόνα του ανίδεου μοιχού άντρα, εκτός οποιασδήποτε πραγματικότητας, ένας τυχαίος άρπαγας σε μια τυχαία θέση, αρπάζεται από τον Ορέστη από την ουρά του ενδύματός του και σέρνεται βογκώντας στο παλάτι για την εκτέλεσή του.
Η σκηνοθεσία της παράστασης του Θάνου Παπακωνσταντίνου υπηρέτησε το τραγικό μέσα από το Δέος, όπου βασικά στοιχεία ήταν ο Χορός- Μοναχές, η παρουσία του Ορέστη σε κυκλωτική πορεία στην ορχήστρα, μέχρι το έγκλημα, η μουσική πλαισίωση του Δημήτρη Σκύλλα, που ενέτεινε την αγωνία, τα κοστούμια του Χορού, εκείνο της Ηλέκτρας το λερωμένο σε αντίστιξη με εκείνα της Κλυταιμήστρας, της Χρυσόθεμις και του Αίγισθου, ο ρόλος του σιωπηλού Πυλάδη και του καθοδηγητή Παιδαγωγού.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ
[…] άρθρο Κριτική για την παράσταση «Ηλέκτρα» εμφανίστηκε πρώτη φορά στο […]