Από τον Ιωάννη Λάζιο
Το μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου, «Ιστορία χωρίς όνομα», ζωντανεύει στη σκηνή από τον πολυσχιδή Κώστα Γάκη και την Ανθή Φουντά. Η ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα των Ίωνα Δραγούμη και Πηνελόπη Δέλτα, εμφανίζεται θριαμβευτικά μέσα από τις σκιαγραφήσεις της ψυχολογίας των προσώπων. Παρότι και τα δύο πρόσωπα του έργου, αποτελούν σημαντικές παρουσίες της ελληνικής ιστορίας και πραγματικότητας, το έργο δεν είναι ιστορικό. Μπορεί, κατά τη διάρκεια του έργου, να γίνεται αθρόα αναφορά σε ιστορικές στιγμές, αλλά δεν είναι ο κύριος άξονας. Είναι αναφορές, που βοηθούν τον θεατή να συλλάβει καλύτερα, τον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Ακόμη, οι πατριωτικές κορώνες, δεν έχουν ίχνος κιτς και κάλπικης συγκινησιακής διάθεσης. Είναι εκεί για να αναδείξουν την αγεφύρωτη σχέση πατριώτη και εθνικιστή. Τόσο από την ματιά της Δέλτα, όσο και από του Δραγούμη.
Το έργο, λοιπόν, είναι ξεκάθαρα εσωτερικό, βαθιά ψυχαναλυτικό και το σπουδαιότερο; Διαθέτει την διεισδυτική οπτική, που δίνει στον θεατή το πλεονέκτημα της ενσυναίσθησης. Ο θεατής πάσχει ταυτόχρονα με τα δρώντα πρόσωπα και συνειρμικά κατευθύνεται προς το εσωτερικό του, όπου συναντά όλα εκείνα τα ανεκπλήρωτα σχήματα του παρελθόντος του. Είναι ειλικρινά ένα καλογραμμένο έργο, που δεν λησμονεί την ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Βαδίζει σε στέρεες βάσεις, μα συνάμα συντελείται μια πνευματική αιθεροβασία, με την καλή έννοια. Το έργο, μας παίρνει από το χέρι και μας ταξιδεύει στους αιθέρες της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Το 1908 ξεκίνησε μια από τις πιο φλογερές και ανεκπλήρωτες σχέσεις του 19ου αιώνα. Ο Ίων Δραγούμης πυρωμένος από το άσβεστο πάθος του για την παντρεμένη Πηνελόπη Δέλτα, αψηφά την κοινωνική κριτική και όλες τις κοινωνικές επιταγές, έτοιμος να δοθεί ολοκληρωτικά στην αγαπημένη του Πηνελόπη. Μα αυτή δεν μπορεί να ξεφύγει από τις ψυχολογικές της αγκυλώσεις, που ξεδιπλώνονται αριστουργηματικά κατά την διάρκεια της παράστασης. Ο γεμάτος πάθος, Ίωνας, τόσο για την αγαπημένη του, όσο και για την Ελλάδα, πάσχει, υποφέρει, πονά και σπαράζει απέναντι στο απροσπέλαστο εμπόδιο, που δεν είναι τίποτα άλλο από την αβεβαιότητα της Πηνελόπης. Δεν είναι βέβαιη ότι μπορεί να αφήσει πίσω όσα έχει και έτσι ταλανίζεται μεταξύ των δύο επιλογών της: έρωτας και καθήκον. Σε μια εποχή που το καθήκον απέναντι στο έθνος, στον λόγο, στην οικογένεια, βάρυνε, σχεδόν όσο η ίδια η ύπαρξη, η θέση της Πηνελόπης, φαντάζει εξαιρετικά δυσμενής. Είναι καταδικασμένη να ζήσει, σύμφωνα με τη γνώμη των άλλων και αυτό μπορεί να το αλλάξει μόνο αυτή.
Ο φόβος, το άγνωστο, οι επιπτώσεις της επιλογής του έρωτα, την οδηγούν σε μια αντίθετη προς τις ανάγκες της ζωή. Έτσι η Δέλτα, βαθιά θλιμμένη, αθεράπευτα πληγωμένη από τον ίδιο της τον εαυτό είναι η επιτομή της μελαγχολίας και ως τέτοια θα την ενσαρκώσει, με την ώριμη ερμηνεία της, η Μπέτυ Λιβανού. Κατά αντίστιξη, η ερμηνεία της νεαρής Δέλτα, από την Μαρία Παπαφωτίου, είναι γεμάτη ζωή, που αντλεί από τον έρωτά της. Ζωή διαταραγμένη… μα δεν παύει να είναι ζωή.
Η ενσάρκωση του Ίωνα Δραγούμη, από τον Τάσο Νούσια, θα μπορούσε να συνοψιστεί στη λέξη: υποδειγματική. Μ’ άριστη άρθρωση, άρτια υποκριτική τέχνη και φλογερή ερμηνεία, έδωσε ξεκάθαρα την εικόνα του μεγάλου Έλληνα διπλωμάτη και εραστή.
Ο Στάθης Ματζώρος και ο Αργύρης Γκαγκάνης, στον ρόλο του Στέφανου Δέλτα και του γιατρού Φρίντμαν, αντίστοιχα, μαζί με την χαριτωμένη Ανθή Φουντά, στο ρόλο της οικονόμου της Δέλτα συνετέλεσαν τα μέγιστα στην θεατρική πραγμάτωση. Ωστόσο, η ερμηνεία του Στέλιου Γιαννακού, με εξέπληξε ευχάριστα. Στο ρόλο του γραμματέα του γιατρού, ακτινοβολούσε από το γνήσιο θεατρικό ταλέντο, που ήλεγχε απίστευτα, υπακούοντας στις σκηνοθετικές φόρμες. Στα μάτια του έλαμπε η τρέλα και ο παρανοϊκός του ρόλος, ενώ το σώμα του εξέπεμπε τόση ενέργεια, που είναι πραγματικά αξιοπερίεργο, το πώς την διαχειρίζονταν.
Όλα αυτά, τα σπουδαία, καμωμένα σκηνοθετικά από τον Κώστα Γάκη, ο οποίος προσπάθησε να αγγίξει το «τέλειο». Τοποθέτησε, στη σκηνή τις δύο ηλικίες, τις δύο ζωές της Δέλτα και κράτησε τον παλμό της παράστασης σ’ όλη την διάρκειά της. Μ’ ένα κομμάτι νάιλον, έχτισε αγάλματα και γκρέμισε ψευδαισθήσεις. Πάντρεψε τον ρομαντισμό, τον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό προσφέροντας μια παράσταση υψηλοτάτου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, που ταυτόχρονα, μπορεί να γίνει σαφής και εύπεπτη, από το μεγάλο κοινό. Στόχος, εξαιρετικά δύσκολος, για ανθρώπους με υψηλές αξιώσεις.
Το ρομαντικό σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, που επιμελήθηκε και τα κοστούμια, συνδυάστηκε εξαιρετικά με το μοντέρνο φόντο, των συμβολικών προβολών. Το χθες συμφιλιώνεται με το σήμερα και το αύριο, υπό την μουσική εκτέλεση του Μιχάλη Κωτσόγιαννη και των λειτουργικών φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου.
Εν κατακλείδι, αναρωτιέμαι: τι μπορεί να προσφέρει αυτή η παράσταση στον θεατή και αν απευθύνεται στον οποιοδήποτε. Στους παλιούς, θα θυμίσει το βιβλίο, που κάποτε διάβασαν, στους νεότερους θα δείξει μια εποχή, που έχει πια παρέλθει. Τέλος, σ΄αυτούς, που ελάχιστα ενδιαφέρονται για την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία, του απόλυτου έρωτα, θα «διδάξει» την θεατρική πράξη σε μια από τις καλύτερες εκφάνσεις της. Έτσι, καταλήγω να πιστεύω ότι είναι μια παράσταση για όλους! Επένδυση του πολύτιμου χρόνου και όχι σπατάλη…
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ