Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Γραμμένο το 1931, το έργο διαπραγματεύεται την άνοδο του ναζιστικού κόμματος στην Γερμανία του μεσοπόλεμου, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις από όλο το πολιτικό φάσμα. Ο Χόρβατ εξετάζει τη νοοτροπία των μικροαστικών στρωμάτων που γίνεται το ιδανικό υπέδαφος του φασισμού: ξεπεσμός, ημιμάθεια, ατομικιστική έπαρση, νοσταλγία του «χαμένου παραδείσου», μίσος για την εργατική τάξη. Στην Ιταλική Νύχτα, ένα πιο ώριμο θεατρικό, φωτίζεται περισσότερο η εθελοτυφλία της δημοκρατικής παράταξης στη Γερμανία. Ο Χόρβατ δείχνει τη ρηχότητα της αστικοδημοκρατικής αντιπαράθεσης στο φασισμό, αντιπαραβάλλοντας τον κομφορμιστή και εφησυχασμένο πρόεδρο ενός δημοκρατικού συλλόγου, με έναν νεαρό ακτιβιστή του κινήματος. Το προσόν του Χόρβατ είναι ότι, σε αντίθεση με το διεισδυτικό διδακτισμό και την απόσταση του Μπρεχτ, προσεγγίζει τα πράγματα από τα κάτω, δείχνοντας μέσα από την προσωπική διαδρομή των ηρώων του πώς ο φασισμός επιδρά στα διάφορα ταξικά περιβάλλοντα – μεσοαστοί, εργάτες, κ.λπ. Η μετάφραση του Παντελή Φλατσούση και η δραματουργία της Παναγιώτας Κωνσταντινάκου έδωσαν ένα κείμενο με ροή, πλήρως κατανοητό από τον σύγχρονο θεατή.
Είναι Κυριακή πρωί σε κάποια μικρή πόλη της Νότιας Γερμανίας και τα μέλη της τοπικής οργάνωσης του δημοκρατικού κόμματος συγκεντρώνονται στο στέκι τους, το εστιατόριο του Josef Lehninger (Δημήτρης Μηλιώτης), για να οργανώσουν την ιταλική νύχτα που θα γίνει στο ίδιο μέρος εκείνο το βράδυ. Όμως, μία δυσάρεστη έκπληξη τους περιμένει: λίγο πριν την προαναγγελθείσα ''δημοκρατική'' ιταλική βραδιά, το εστιατόριό του Γιόσεφ, θα φιλοξενήσει μια γερμανική μέρα, διοργανωμένη από την τοπική ομάδα φασιστών. Και τώρα πώς πρόκειται να αντιδράσουν οι δημοκρατικοί;
Το ενδιαφέρον και πρωτότυπο σε αυτήν την παράσταση είναι ότι ο Παντελής Φλατσούσης, σκηνοθέτης επίσης της παράστασης, χρησιμοποίησε με επιτυχία δυο διαφορετικά μέσα έκφρασης και καταγραφής των διαδραματιζομένων για να αναδειχθεί και η πίσω πλευρά της ιστορίας και να δούμε και τις μύχιες σκέψεις των ηρώων. Έτσι συνδύασε την κάμερα και την θεατρική πράξη. Πειραματισμός με τη χρήση της κάμερας, με γυρίσματα που εξελίσσονται live πίσω από τις κουίντες και την θεατρική πράξη του εδώ και τώρα. Πρόκειται για ένα θεατρικό μοντάζ με φιλμαρισμένες σκηνές και θέατρο.
Τα σκηνικά της Δανάης Ελευσινιώτη λειτουργικά για τις ανάγκες της παράστασης.
Η σκηνή ήταν χωρισμένη σε διάφορα μέρη για να εξυπηρετηθεί η εξέλιξη του έργου. Η σκηνή, όπου εξελίσσονταν η Ιταλική Νύχτα, ένα μικρό μέρος όπου απομονώνονται ο ήρωες για μυστικές συναντήσεις ή εκμυστηρεύσεις, η προβολή όσων γίνονται πριν και μετά τη σκηνική δράση και το πάνω αριστερό μέρος της σκηνής όπου λαμβάνει χώρα η συνάντηση του Καρλ (Βασίλης Σαφός) με τη Λένι (Θεανώ Μεταξά). Τελικά όλα καταπνίγονται με μερικές χιλιάδες μάρκα, που η Λένι προτείνει στον Καρλ για να μείνουν μαζί και να ανοίξουν μαγαζί δίπλα στο θείο της. Το μικροαστικό όνειρο νικά τον δημοκράτη «αγωνιστή» και καταλαγιάζει.
Ο Δημοτικός Σύμβουλος (Γιάννης Δενδρινός) εξαιρετικός σε αυτό τον αντιπαθητικό ρόλο του κομματικού ινστρούχτορα, ξεσπά σε υπερβολικό γέλιο όταν ακούει ότι οι φασίστες θα φιλοξενηθούν στον ίδιο χώρο με εκείνους για να γιορτάσουν τη δική τους νύχτα και κατηγορεί το Γιόζεφ (Δημήτρης Μηλιώτης) που τόλμησε και τους έδωσε το μαγαζί του. Πώς μπορεί όμως να αντισταθεί στο χρήμα αφού εκείνοι πληρώνουν;
Ο δημοκράτης ινστρούχτορας, είναι δεσποτικός στη γυναίκα του, την Αντέλ (Κατερίνα Λάττα) της απαγορεύει να μιλά, να χορεύει και να τρώει. Της μιλά με το χειρότερο τρόπο, γεγονός, που καταστρατηγεί τις «φιλελεύθερες» απόψεις, που νομίζει ότι έχει. Στο τέλος η Αντέλ (Κατερίνα Λάττα), αυτή η πειθήνια στην αρχή γυναίκα κάνει την επανάστασή της, αποκαλύπτει ότι ο άντρας της την χτυπά ότι είναι απ΄έξω προλετάριος και από μέσα καπιταλιστής. Όταν έρχονται οι φασίστες, όλοι μαζί, αυτή η γυναίκα θα υψώσει το ανάστημά της και θα τους καθυβρίσει: «πολυκέφαλο τέρας, βρωμόσκυλο» και μπροστά τους τον υπερασπίζεται λέγοντας ότι αυτός είναι ο άντρας της.
Το σύστημα δείχνει να χάνει από παντού. Καθοδήγηση ακόμα και στη διασκέδασή τους, αν θα χορέψουν, πώς και πότε θα φάνε γλυκό. Ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης, έχει προσέξει πολύ την κίνηση των ηθοποιών κάνοντάς τους να κινούνται σαν μάζα, να τραγουδούν μηχανιστικά σε τόνο στρατιωτικόυ εμβατηρίου όλοι μαζί, να χορεύουν με τον ίδιο άχαρο τρόπο και να υπακούουν σε εντολές σαν να είναι μέλη μιας σέκτας. Η Λένι (Θεανώ Μεταξά) χορεύει πιο ελεύθερα και αξιώνει να έχει μια δική της ζωή με τον Καρλ (Βασίλης Σαφός), Όταν εκείνος μπλέκει τα προσωπικά με τα πολιτικά, εκείνη δεν καταλαβαίνει δε θέλει να εμφιλοχωρεί το ένα μέσα στο άλλο. Βέβαια ούτε και αυτή η στάση της αποχής είναι σωστή, καθώς όπως επικριτικά της λέει ο Καρλ, ως γερμανίδα που είναι δεν ξέρει ούτε ποιον πρωθυπουργό έχουν, ούτε το όνομά του, σε αντίθεση με τις γαλλίδες, που είναι πιο πολιτικοποιημένες και κοινωνικά πιο δραστήριες.
Ο Μάρτιν (Προμηθέας Nerattini – Δοκιμάκης), μέλος των Δημοκρατικών, που όμως αποσχίζεται, επαναστάτης και διάδοχος τελικά του Δημοτικού Συμβούλου, βάζει την κοπέλα του την Άννα (Μαριάνθη Παντελοπούλου) να κατασκοπεύσει τους φασίστες για να μάθει τις κινήσεις τους και την εξωθεί να κάνει σχέση με κάποιους απ’ αυτούς λέγοντας ότι όλα επιτρέπονται για τον αγώνα και ότι αυτοί δεν είναι συμβατικό ζευγάρι. Η σκηνή προβάλλεται σε βίντεο και αποκτά άλλη δυναμική καθώς τα πρόσωπα είναι πια πολύ κοντά και τα όσα λέγονται ακούγονται πιο τρομακτικά. Η Άννα μέσα στο σκυλολόι των φασιστών καταρρακώνεται και σκοτεινιάζει η ψυχή της και το πρόσωπό της. Η γυναίκα για αυτούς ανήκει στην οικιακή εστία και μόνο. Οι φασίστες της λένε ότι ο Εβραίος τους έμπλεξε στον πόλεμο το 1914 και συνάμα την χουφτώνουν. Φεύγει τρέχοντας φωνάζοντας βοήθεια και υπονοείται ότι την κακομεταχειρίστηκαν, γεγονός που επιβεβαιώνεται όταν ο Μάρτιν τη ρωτά για κάποιο σημάδι και εκείνη βεβαιώνει ότι κάποιος ήταν πιο βίαιος. Έχει χαθεί η ισορροπία και ο στόχος και γι΄αυτό πολύ σωστά ο Χόρβατ παρουσιάζει την αντίσταση από τη μεριά των «δημοκρατικών», αντιστασιακών, όπως ο Αισχύλος είδε τη νίκη των Αθηναίων από τη πλευρά των ηττημένων Περσών.
Ο συγγραφέας, αλλά και σκηνοθέτης θέτει τον καθένα απέναντι στις ευθύνες του.
Όπως με τους ήρωες του Χόρβατ που είναι συνηθισμένοι άνθρωποι και βιώνουν τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, την ανεργία, την ανασφάλεια, την απειλή του πολέμου έτσι και στη σύγχρονη κοινωνία απαντώνται τα παρόμοια και το κοινωνικό σύνολο είναι έτοιμο να αποδεχτεί ο,τιδήποτε, οποιαδήποτε « επαναστατική» εκδήλωση, χωρίς αντίσταση, παράλληλα οι άνθρωποι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στον άνθρωπο, δεν υπάρχει η αγάπη και οι αξίες καταρρέουν. Είναι και η εποχή μας πρόσφορη για ανέλιξη αρρωστημένων νοοτροπιών, όπως ήταν και τότε. Η έλλειψη παιδείας και η συστηματικοποιημένη προώθηση του ρατσισμού σε όποια μορφή είναι κακός οιωνός σε μια κοινωνία οικονομικής κρίσης, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους γίνονται σταδιακά όλο και πιο τεταμένες. Το κοινωνικό σώμα είναι νωθρό και δεν αντιστέκεται προωθώντας την αλληλεγγύη, την συμπαράσταση, την αγάπη, την κατανόηση.
Ο Χόρβατ χρησιμοποιεί μια λεπτή ειρωνεία προς κάθε κατεύθυνση, καταδείχνοντας τη θέση των φασιστών και βέβαια την ανύπαρκτη αντίσταση των δημοκρατικών, που για το μόνο που ενδιαφέρονται είναι η Ιταλική τους Νύχτα. Θέλουν να λένε ότι ο φασισμός στερείται ιδεολογικού φορτίου και συνεχίζουν ατάραχοι το τραγούδι τους για να μην αφήσουν τους φασίστες να τους χαλάσουν τη Νύχτα τους. Υπέροχη η σκηνοθετική οδηγία για τους ινστρούχτορες και της μιας παράταξης και της άλλης. Κινούνται σαν αυτοματοποιημένα παιχνίδια, προς μια κατεύθυνση, λένε ανόητα τραγουδάκια που τους ενώνουν και τους κάνουν να χαίρονται με συγκεκριμένο τρόπο, θέτουν αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς, καταπνίγουν οποιαδήποτε αντίδραση ή νέα οπτική, οι Δημοκρατικοί φασιστοποιούνται, θέλουν μόνο να κατακρίνουν και να μειώσουν τους άλλους δείχνοντάς τους ότι δεν τους φοβούνται. Οι άλλοι κινούνται με τον ίδιο αυτοματοποιημένο τρόπο, όμως απειλούν και η φωνή τους είναι πιο άγρια και επιθετική, αποδίδοντας την ορμητική επέλαση της βίας.
Πρόκειται για μια παράσταση συνόλου με ωραίες ερμηνείες, με σκηνοθετικό όραμα και στόχο στο οποίο συντάσσεται και η μουσική του Ανρί Κεργκομάρ. Ωραία κίνηση, ωραίες φωνές, υποκριτική που κλονίζει και προβληματίζει κάνοντας το κείμενο δυναμικό και παρακινώντας σε ενδοσκόπηση, αναθεώρηση και ενεργοποίηση προς αποφυγή ανελεύθερων πρακτικών.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ