Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς
Πολλά ακριτικά νησιά, ιδίως του Αιγαίου, χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι εξορίας στην Ελλάδα σε περιόδους εμφύλιων πολέμων ή όταν υπήρχε σφοδρός πολιτικός δεσποτισμός. Η ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα σημαδεύτηκε από τις πολιτικές διώξεις χιλιάδων αντιφρονούντων και τις εκτοπίσεις τους σε διάφορα νησιά του Αιγαίου (Μακρόνησος, Τρίκερι, Αϊ-Στράτης, Λήμνος, Γυάρος, Λέρος κ.α) ή τη φυλάκισή τους. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του δεκαεξάχρονου Χρόνη Μίσσιου, όπου συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο, μέχρι την αποφυλάκισή του το 1973, ύστερα από εικοσιένα χρόνια φυλακών και εξοριών. Τα βασανιστήρια, οι σωματικές και ψυχολογικές καταπιέσεις, οι ταλαιπωρίες, οι στερήσεις, οι απομονώσεις και το διαρκές αίσθημα επιτήρησής του επηρέασαν βαθύτατα τις αναμνήσεις του. Όλα τα παραπάνω αποτυπώθηκαν από τον ίδιο στο ομώνυμο αφήγημα/μαρτυρία «καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», με έντονο εξομολογητικό τόνο, το οποίο μεταφέρθηκε επί σκηνής από την ομάδα GAFF στη σκηνή του Θεάτρου 104 σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη.
Μπροστά στα μάτια των θεατών φαιδρύνει το βιβλίο του Μίσσιου με όλη τη κατηφή και σκοτεινή αλήθεια του, τις φυλακές, τα ξερονήσια, τα βασανιστήρια και το θανατικό, χάρη στην ευφυία της σκηνοθέτιδος, η οποία παραδίδει ένα θέατρο νου, που δεν έχει σχήμα και συμβατικότητες, αλλά ορίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα με απόλυτη όμως διαθρωτική διάταξη τόσο εικαστικά όσο και ερμηνευτικά σε ένα αλληγορικό κάδρο. Η παράσταση παραπέμπει στην μεθοδολογία του δομισμού, όπου σε μια τελετουργία αναζήτησε ένα σύστημα συμβολικών νοημάτων. Σε έναν χώρο από τον οποίο απουσιάζει ο σεβασμός, η καλοσύνη και η ανθρωπιά, αποτελούμενος μόνο από ένα λευκό τραπέζι με πιάτα, ποτήρια, νερό, κρασί μήλα και ψωμί – τα οποία παραπέμπουν στα μέσα υποβιβασμού και ταπείνωσης- δημιουργείται ένα ολόκληρο Σύμπαν (Γεωργία Μπούρδα). Οι είσοδοι και οι έξοδοι στο έργο σημαδεύονταν από τις σημαντικές συνδέσεις, τις εμπλοκές και τις απεμπλοκές των χαρακτήρων (Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος) στη δράση τους, οι οποίοι μέσω του συγχρονισμού στον λόγο και την κίνηση (Μαργαρίτα Τρίκκα) μετέβαλλαν όλο τον τόνο και την κατεύθυνση του δράματος. Γύρω από το τραπέζι τα πάντα ήταν ρευστά και μεταβλητά : αφενός η αριστοτεχνική και επιδέξια μεταμόρφωση των ηθοποιών σε θύτες και θύματα, καταδικασμένα σώματα, βασανιστές, μητέρες κι ερωμένες -με εξαίρεση του Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος ενσάρκωσε τον Μίσσιο- και αφετέρου του χώρου σε φυλακές, απομονώσεις και βασανιστήρια.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στο ρόλο του αφηγητή- συγγραφέα ήταν εξαιρετικός. Οι συνειρμοί, οι αναμνήσεις που αναφέρονταν σε εμπειρίες και γνώσεις, σε προσωπικές στιγμές του ήρωα προσεγγίστηκαν με την ανάλογη ευπρέπεια στον τόνο και στην κίνηση. Ο ηθοποιός διένυσε ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων, από την οργή, και τον φόβο έως την απόγνωση και την ανείπωτη ελπίδα αποδίδονταν εν συνόλω και ακριβέστατα το είδος των αναμνηστικών και εμπειρικών σημασιών, που μετατράπηκαν σε συνειδητές αισθητικές εντυπώσεις.
Εξαιρετικοί και οι συμπρωταγωνιστές του Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός και Γιάννης Μάνθος, μέσω των συνεχών εναλλαγών στους ρόλους. Ο Κωνσταντίνος Πασσάς για ακόμη μια φορά απέδειξε την εμπειρία και η ερμηνευτική άνεση του σε μια ιδιαίτερα απαιτητική θεατρική συνθήκη, που σχετίζεται με την εναλλαγή των ρόλων. Με απίστευτη ευκολία μεταπηδούσε από τον ένα ρόλο στον άλλο προσεγγίζοντας τους με την αρμόζουσα συνέπεια αλλά και αναδεικνύοντας τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά τους. Ο Δημήτρης Μαμιός ανέδειξε εξίσου την σωματικότητα των λογοτεχνικών υποκειμένων. Ο ηθοποιός μεταμόρφωσε το φαινομενικό σώμα του σε σημειωτικό κατά τρόπο έτσι ώστε αυτό να αποτελεί σε κάθε νέα ανάμνηση/ σκηνή έναν νέο φορέα, ένα νέο υλικό σημείο σημασιών. Τέλος υπήρξαν έκδηλες και άρτιες ερμηνευτικά και οι ερμηνείες από τον Γιάννη Μάνθο, ο οποίος εξέθεσε τους θεατές σε πράξεις όπου ο ίδιος διάνοιγε τα όρια του σώματός του μέσω της άσκησης βίας, αμβλύνοντας τη βαναυσότητα της εκάστοτε σκηνής, με κυρίαρχη αυτής της κοπής του μήλου που παρέπεμπε σε μαστίγωμα. Ανάμεσα στις σκηνές του έργου που ξεχώρισαν διακρίνεται και εκείνη κατά την οποία οι τρεις συμπρωταγωνιστές του αφηγητή υποδύονται γυναικείους χαρακτήρες που σημάδεψαν τη ζωή τού συγγραφέα, της μητέρας του και της Αφροδίτης .
Οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου και τα κουστούμια της Γεωργίας Μπούρδα ανέδειξαν τις δυνατότητες της σκηνοθεσίας. Μια ένσταση μονάχα όσο αφορά τις σκηνοθετικές στρατηγικές που σχετίζονται με την παρεμβολή των σκηνοθετικών μουσικών ευρημάτων. Η ύπαρξη περαιτέρω μουσικής υπόκρουσης ή δυσδιάκριτων σκηνοθετικών θορύβων θεωρώ πως θα ήταν αναγκαία, καθώς θα φόρτιζε συναισθηματικά το έργο και θα έδινε περισσότερο νόημα στην συνολικά σκηνική δράση και οπτική διάσταση.
Η σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη ήταν ευρηματική, εκπνέει αμεσότητας και γλυκύτητας -παρά τη σκληρότητα των σκηνών- και κάλυψε εις πέρας τη μεταφορά ολοκλήρου του βιβλίου του Μίσσιου σε μια θεατρική σκηνή.