Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Τον συγγραφέα Αντώνη Τσιοτσιόπουλο έχουμε γνωρίσει με το Neon, Sourelaiken, De variete και Vol.2 (συνυπογράφει ο Μάκης Παπαδημητράτος) και το προσωπικό μου αγαπημένο «Εθνικός Ελληνορώσων».
Τα κείμενά του, είναι έργα βαθειά ελληνικά. Θεωρώ πολύ σημαντικό σε μια παράσταση την αλήθεια του έργου. Να παρακολουθείς και να νιώθεις ότι αυτό που συμβαίνει μπροστά σου, συμβαίνει στα αλήθεια. Ο ηθοποιός γελάει γιατί του συνέβη κάτι ή κλαίει γιατί πονάει και σε παίρνει μαζί του και κλαις και γελάς κι εσύ. Αυτό συνέβη και με το κείμενο, και με τη σκηνοθεσία και ίσως ακόμη περισσότερο με τις ερμηνείες. Οι ηθοποιοί μας πήραν μαζί τους ακόμα και με τις παύσεις τους. Δεν θα ξεχάσω το παγωμένο βλέμμα της Βασιλικής Διαλυνά πίσω από το μπαρ, που, ενώ δεν μιλούσε, αποτύπωνε όλη την αγωνία των δραματικών γεγονότων που άκουγε. Δεν θα ξεχάσω το ύφος του Στάθη Σταμουλακάτου, που ενώ τον είχα πλάτη, με έκανε να νιώσω τον σπαραγμό του.
Στα πιο τεχνικά, το πρώτο σκηνικό σήμα που υποδέχεται τους θεατές, είναι ότι η παράσταση έχει ήδη αρχίσει, καθώς οι ηθοποιοί βρίσκονται ήδη στις θέσεις τους στην πίστα, η μουσική παίζει και προς στιγμήν ξεχνάς ότι έχεις έρθει να δεις παράσταση και νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε νυχτερινό κέντρο. Στη διάρκεια του έργου οι ηθοποιοί ξεκινούν να σκουπίζουν τα λουλούδια αλλά δεν τελειώνουν ποτέ γιατί διαρκώς τους διακόπτουν οι αποκαλύψεις και τα γεγονότα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη ζωή. Το σκηνικό και τα κοστούμια της Νατάσας Παπαστεργίου, σε συνδυασμό με την μουσική του Κώστα Νικολόπουλου και το σχεδιασμό ήχου του Ανδρέα Μιχόπουλου, αλλά και τις πάντα καίριες φωτιστικές επιλογές του Βασίλη Κλωτσοτήρα επιτέλεσαν με απόλυτη επιτυχία το σκοπό τους, να μας μεταφέρουν στο εδώ και το τώρα της σκηνικής επιτέλεσης – και καθώς το σκηνικό εκτεινόταν μέχρι και την πρώτη σειρά τον θέσεων, επιτεύχθηκε η απόλυτή μας ενσωμάτωση με τα δρώμενα, ειδικότερα για εμάς στην πρώτη σειρά.
Όσον αφορά στις ερμηνείες, ο συγγραφέας κράτησε για τον εαυτό του ένα πιο μικρό ρόλο, ωστόσο είναι ο άνθρωπος κλειδί καθώς σιγά σιγά αποκαλύπτεται ότι γνωρίζει τα περισσότερα μυστικά. Ο Σταμουλακάτος έχει αφήσει εποχή, κατ’ εμέ, μετά την ερμηνεία του στον «Άγριο σπόρο» με άρτια υποκριτικά μέσα, κατορθώνει να υψώνει τον τόνο της φωνής του, χωρίς όμως απλά να «φωνάζει» δίχως να έχει κάτι να πει. Γενικά, η φωνή και το γυμνό πρέπει να έχουν λόγο ύπαρξης σε μία παράσταση, να μεταφέρουν ένα μήνυμα που δεν μπορεί να μεταφερθεί διαφορετικά, να κάνουν μια δήλωση, να συνυπογράφουν κάτι. Ο Στέλιος Δημόπουλος σε μια απόλυτα μεστή ερμηνεία με χειρουργική ακρίβεια και απόλυτο έλεγχο κινήσεων. Ο Θάνος Αλεξίου (εγώ άκουγα «εγώ τον σκότωσα, εγώ τον σκότωσα») που αν είχε γράψει το έργο ο Σαίξπηρ θα ήταν σίγουρα η παραμάνα – αυτό φυσικά όχι ως καρικατούρα, αλλά ως προαγωγός της δράσης, ως κύριο μέσο αποκλιμάκωσης της έντασης σε καίρια σημεία που με απόλυτο έλεγχο εκφραστικών μέσων έρχεται να ολοκληρώσει μια ήδη καλοκουρδισμένη παράσταση και μια επιτυχημένη συνταγή. Εξαιρετική και η Βασιλική Διαλυνά, όπως ανέφερα εξαρχής, που δέχεται τα μεγαλύτερα και απανωτά κύματα αποκαλύψεων καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και τα χειρίζεται με απόλυτη μαεστρία.
Τα μηνύματα με τα οποία καταπιάνεται η παράσταση είναι αρκετά ρατσισμός, ομοφοβία, μιζέρια, πολωμένες οικογενειακές σχέσεις, βία, λαμογιά και πόσα ακόμα που καλύτερα να μην αποκαλύψω γιατί αξίζει τον κόπο να την δει κανείς.