Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Τα έργα αυτά έχουν κάποια συνάφεια μεταξύ τους, αλλά η επιλογή να παρουσιαστούν σε μια παράσταση έγινε για να αναλογιστεί ο θεατής τις ισορροπίες και τα όρια της εξουσίας, να προβληματιστεί πάνω στις στρεβλώσεις της δημοκρατίας και στην περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς εξυπηρέτηση συμφερόντων.
Κοριολανός
Ο Σαίξπηρ πρέπει να είχε εντυπωσιαστεί από την ομοιότητα μεταξύ του εκφυλισμού της εξουσίας που ακολούθησε το θάνατο του Ερρίκου Ε’ και τον ανταγωνισμό των φατριών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου ΣΤ’, με τον Ερρίκο Ζ’ στην πρώτη περίπτωση και την Ελισάβετ στη δεύτερη, σαν εθνικούς σωτήρες.
Τα ιστορικά αυτά έργα επιχειρούν να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα: « Τι είναι αυτό που καθιστά ιδανικό έναν ηγεμόνα;» Στη διάρκεια του Μεσαίωνα απέδιδαν στον Ηγέτη πέραν των κοσμικών αρμοδιοτήτων του και μια υπερβατική εξουσία, που του είχε παραχωρηθεί από το Θεό. Ο Σαίξπηρ δε συμφωνεί βέβαια με αυτό το αξίωμα, όμως το χρησιμοποιεί επανειλημμένα για να σαρκάσει το όραμα του ιδανικού ανθρώπου- βασιλιά, φέρνοντάς το αντιμέτωπο με τη συχνά διόλου εντυπωσιακή ή και εντελώς ανεπαρκή προσωπικότητα ενός ηγεμόνα.
Παρόλο που τα έργα «Κοριολανός», «Ιούλιος Καίσαρας», «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» ανέβηκαν το 1972 στο Στράτφορντ – Απόν – Αίηβον σαν μια ενότητα, περιγράφοντας την ρωμαϊκή κοινωνία σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, εδώ δεν υπάρχει η συνέχεια των ιστορικών έργων του Σαίξπηρ. Και τα τρία έργα έχουν πολυπρόσωπες διανομές και απαιτούν πολλούς ηθοποιούς για να παίξουν τους στρατιώτες, τους εμπόρους, τους πολίτες ή τον όχλο. Σαν εκπρόσωποι των απλών ανθρώπων, διευρύνουν το βασικό κείμενο, προσφέροντας μας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να διακρίνουμε τις πίεση του κοινού που οι αρχηγοί αγνοούν απορροφημένοι από το κυνήγι της εξουσίας. Το κοινό αυτό και στα δυο μέρη της παράστασης, δηλαδή και στα δύο έργα, υπονοείται μέσα από την υπόδυση των ηθοποιών, με στόχο κάθε φορά την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους οφέλους, ακόμα και αν προφασίζονται ότι λειτουργούν για το κοινό καλό.
Ο «Κοριολανός», ή όπως κατακυρώθηκε από τους φιλολόγους, «η τραγωδία της περηφάνειας» μπορεί να αποκτήσει νόημα στο παρόν αν αντιμετωπιστεί σαν πολιτική πραγματεία, όπως επιχειρήθηκε νομίζουμε απ’ τους συντελεστές αυτής της παράστασης. Όμως ο ήρωας αυτός δεν είναι μόνο περήφανος, είναι και γέννημα της τάξης του και της εποχής του, της κοσμοκράτειρας Ρώμης και βέβαια της μάνας του, της Βολούμνιας, που καυχιέται πως έστειλε το μοναχογιό της σε «σκληρό πόλεμο» λέγοντας ότι «αν εκεί σκοτωνόταν τότε γιος μου θα’ ταν η δόξα του…» Σε τούτο το έργο η σκηνή ανοίγει με την παρουσία του λαού, ενώ εδώ, στην παράσταση ανοίγει με τη συνέλευση της Συγκλήτου.
Ο λαός, το πολυπρόσωπο πλήθος είναι ωραία δοσμένο από τον ποιητή, με τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του, ευμετάβλητος, χειραγωγήσιμος, ευκολόπιστος και πάντα προδομένος. Στην παράσταση εκπροσωπείται από δυο ηθοποιούς, που κάθονται στην πρώτη σειρά καθισμάτων.
Πρώτο εχθρό του αναγνωρίζει τον Γάιο Μάρκιο, τον Κοριολανό. Φιλόδοξος και ατομιστής, ο Κοριολανός, και από την άλλη ο Μενένιος, ο λαϊκιστής πατρίκιος, που κουβεντιάζει με το λαό και είναι ένα είδος ενδιάμεσου ανάμεσα σε πληβείους και πατρίκιους. Παρόμοια αντιμετώπιση έχει με τον Κοριολανό σχετικά με το λαό. Τον καλοπιάνει, προσπαθεί να μετριάσει την ανατρεπτική του διάθεση και τον παραπλανά με διάφορα ψέματα για να παραιτηθεί από τον αγώνα του.
Ο λαός ωστόσο καταλαβαίνει: «Ποτέ δε νοιάστηκαν για μας: Μας αφήνουν να λιμοκτονούμε και οι αποθήκες τους είναι ξέχειλες στάρι. Κάνουνε νόμους για την τοκογλυφία, που υποστηρίζουν τους τοκογλύφους… Αν δε μας τρώνε οι πόλεμοι, μας τρώνε αυτοί!» Ο λαός εμπαίζεται από όλους και κυρίως χειραγωγείται από τους καθοδηγητές του. Η ελίτ θεωρεί τους φτωχούς απειλή για την ευημερία της.
Στον πόλεμο με τους Βόλσκους, που ξεσπά, ο Γάιος Μάρκιος είναι ο δεύτερος στην ιεραρχία, είναι ατρόμητος και πολεμάει με αποκοτιά, κυνηγά και κατατροπώνει τους Βόλσκους και τον αρχιστράτηγό τους τον Αουφίδιο. Αρχηγός της Ρώμης ήταν ο Κομίνιος, αλλά ο Γάιος Μάρκιος κάνει κουμάντο, αφού αυτός είναι ο νικητής. Αυτός νικάει στην μάχη της Κοριόλης και παίρνει το όνομα απ΄αυτή τη νίκη : Κοριολανός. Και γι΄αυτό είναι γεμάτος πληγές, τις οποίες χαίρεται να περιγράφει από μακριά η μάνα του η Βολούμνια: «Ο Μαύρος Χάρος κάθεται στο νευρωτό του μπράτσο.» Όσο πολεμούσε στην Κοριόλη, τον φιλοξενούσε στο σπίτι του ένας πληβείος. Μετά τη νίκη ζήτησε να τιμηθεί αλλά δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Για τους άρχοντες οι πληβείοι δεν έχουν όνομα.
Εκτός από το όνομα Κοριολανός, τον καλούν να πάρει και το δέκατο από τα λάφυρα πριν μοιραστούν σε όλους τους δικαιούχους. Με αυτή τη λογική, με αυτή την στρατηγική πορεύεται, δυστυχώς, ο κόσμος έως και σήμερα. Μέσα στον ενθουσιασμό θέλουν να τον προτείνουν για ύπατο. Η ίδια η μάνα του κρυφοκαμαρώνει γι΄αυτό. Έχει φανεί υπερφίαλος και βλάσφημος απέναντι στο λαό και δείχνει να χάνει τη ψήφο του. Τώρα για να πάρει την ψήφο του λαού τον δασκαλεύουν να τη ζητήσει ντυμένος απλά και ταπεινά. Εκείνος βέβαια διαφωνεί, θέλει να κερδίσει με την αξία του μόνο, όχι ζητιανεύοντας από τον λαό, τον οποίο περιφρονεί και σιχαίνεται. Μπροστά στη μάνα του όμως λυγίζει. Είναι το μόνο πρόσωπο που τον ελέγχει και εκείνος υποκύπτει στην ανώτατη δύναμη της μητρικής παρουσίας. Ο λαός δεν μπορεί να του αρνηθεί την ψήφο του γιατί είναι ήρωας, αλλά είναι και κάπως επιφυλακτικός. « Ήσουνα ματσούκι για τους εχθρούς της πατρίδας , αλλά και ραβδί για τους φίλους της. Η αλήθεια είναι ότι δεν αγάπησες τον κοινό λαό…»
Ο Κοριολανός, αλήθεια είναι ότι θεωρεί πατρίδα τη μητέρα του, του πατρίκιους και τους Συγκλητικούς. Ο λαϊκίζων Μενένιος, που εμφανίζεται δήθεν φίλος του λαού και συμβουλεύει τους λαϊκούς να κάνουν υπομονή και προσευχή, τους λέει μια αλληγορική ιστορία, σχετικά με την εξέγερση των μελών του σώματος κατά της κοιλιάς. Η δουλειά της κοιλιάς είναι αόρατη, έτσι οι πατρίκιοι είναι η κοιλιά, ενώ ο λαός τα υπόλοιπα μέλη του σώματος. Η κοιλιά ωστόσο επεξεργάζεται την τροφή και κατανέμει στα μέλη του σώματος την ενέργεια. Πάντα ο λαοπλάνος πολιτικός, που παγιδεύει το λαό.
Ο Μενένιος και η φιλόδοξη μητέρα του Κοριολανού, η Βολούμνια άδικα προσπαθούν να του διδάξουν τη διπλωματική πολιτική προσέγγιση. Εκείνος δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις διαχειριστικές του λαού πρακτικές, κατανοεί μόνο την επιβολή με το σπαθί.
Τελικά φτάνουμε στην αναμέτρηση με Κοριολανό, Βολούμνια, Μενένιο και τους άρχοντες στην μια πλευρά, ενώ στην άλλη οι δήμαρχοι και ο λαός. Ο αγώνας στο ρινγκ είναι σφοδρός. Από τη μια οι δήμαρχοι παλεύουν στο πλευρό του λαού και για το δικό τους συμφέρον, ενώ οι άρχοντες εκπαιδεύουν τον Κοριολανό να παίξει το ρόλο του, να υποκριθεί ότι τους νοιάζεται και αφού πάρει την εξουσία, μπορεί να τη μεταχειριστεί όπως εκείνος θέλει και να τους αφαιρέσει όλα τους τα προνόμια. «Δέσε τους πισθάγκωνα, πέρασε τους χαλκά και βάλτους να κάνουν νούμερα στους δρόμους σαν τις αρκούδες.»
Ο Κοριολανός έρχεται σε σύγκρουση με τους δημάρχους και το λαό, οι δικοί του Βολούμνια και Μενένιος, τον φυγαδεύουν στο σπίτι για νουθεσία. Εκεί προσπαθεί να κάνει τον καλό πολιτικό, έτσι που να μεταχειριστεί τους πληβείους με πονηριά. Για τη Βολούμνια και για τον Μενένιο, ο λαός δεν είναι μια αξία που συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της πατρίδας, ωστόσο πείθουν τον Κοριολανό να ζητήσει συγγνώμη, αλλά ενώ συμβαίνουν αυτά ο Κοριολανός καταλαβαίνει ότι εχθρός του πια είναι η Ρώμη και οι δικοί του, που του έγιναν πιο μισητοί από του Βόλσκους. Έτσι προσφέρει τις υπηρεσίες του στους χθεσινούς εχθρούς, προτείνοντας βοήθεια στον Αουφίδιο, αρχηγό των Βόλσκων, συνιστώντας του να εκστρατεύσουν μαζί ενάντια στην πατρίδα του, με σκοπό να την τιμωρήσει. Εκδικείται για την κατηγόρια του λαού και των δημάρχων, που τον αποκάλεσαν προδότη, οπότε και εκείνος επαληθεύει τον χαρακτηρισμό. Να πως γίνεται ο χθεσινός εχθρός φίλος και το αντίθετο.
Έρχονται από τη Ρώμη, προσπέφτοντας σ’ αυτόν για να γυρίσει, αλλά εκείνος δε δέχεται κανέναν κατ’ιδίαν, αλλά μπροστά στο Αουφίδιο μένει ανάλγητος. Η Βολούμνια λοιπόν μετέρχεται όλων των συγκινησιακών μεθόδων για να τον μεταπείσει και του λέει ότι έχει επωμιστεί να σώσει τη Ρώμη όχι από τον εχθρό της, αλλά από τον χθεσινό πρώτο πολεμιστή και υπερασπιστή της. Επίσης να σώσει το γιο της από τον ίδιο του τον εαυτό. Εδώ λοιπόν ο άκαμπτος Κοριολανός, λιώνει μπροστά στη μητέρα του που τον προσκυνά, στο έργο μαζί της είναι και η γυναίκα του Κορολανού με το παιδί του, που στην παράσταση συμπυκνώνονται στο πρόσωπο της μητέρας. Του ζητούν να αποφευχθεί η μεγάλη καταστροφή και να συμφιλιώσει τους Βόλσκους με τους Ρωμαίους.
Το όλο λαμβάνει χώρα γύρο από ένα τραπέζι. Τραπέζι συνέλευσης της Συγκλήτου. Τραπέζι βήμα, όπου με τόλμη ανεβαίνει ο Κοριολανός απευθυνόμενος στο κοινό, τραπέζι θυσίας. Ο λόγος και η εκφορά του αποδίδει όλη την επιθετικότητα του έργου και βέβαια αυτών των πολιτικών διαπραγματεύσεων. Όσο πιο πολύ φωνάζουν, τόσο πιο μεγάλη είναι η διαπλοκή και η διαφθορά. Τα πρόσωπα σκοτεινά με κρυφές σκέψεις και μεθοδεύσεις, έτοιμα να χειριστούν το λαό προς όφελός τους.
Όλοι οι ηθοποιοί ήταν συνεχώς στο ρόλο και στο σκοτεινό αυτό κλίμα της σκευωρίας, της άμετρης φιλοδοξίας, της απληστίας. Εξαιρετική η Κωνσταντίνα Τάκαλου στο ρόλο του Βολούμνιας, μιας ισχυρής μάνας, που κινεί τα νήματα και τροφοδοτείται από τη δόξα του γιου της, ακόμα και αν αυτός καταλήξει νεκρός. Μια γυναίκα με διαβρωμένο, εντελώς χαμένο ύφος, που έχει δυστυχώς αφομοιωθεί από τη σκληρότητα και τη διαφθορά μιας νοσηρής χρονικής περίοδου. Όλα υπάρχουν για να εξυπηρετούν συμφέροντα, λες και όλοι θα ζήσουν μιαν αιωνιότητα. Τον δασκαλεύει: « Άκουσέ με γιε μου! Κλείσε το πρόσωπό σου! Μην τρομάζεις τους ανθρώπους, τους ανθρώπους τους χρειάζεσαι!»
Υπέροχος στο ρόλο του Γάιου Μάρκιου - Κοριολανού ο Γιώργος Παπαπαύλου. Η κίνησή του, κίνηση πολεμιστή, η φωνή του, η αγριάδα του, διακρίνεται από την κυνική αντιμετώπιση των πληβείων από τους άρχοντες. Όλη η παράσταση είναι ένας αγώνας λόγων και μια διαδοχή μεθοδεύσεων για την καθοδήγηση και καθησύχαση του οργισμένου λαού.
Βέβαια όλοι οι ρόλοι στηρίζονται ο ένας πάνω στον άλλο. Και εδώ στο ρόλο του Μενένιου ο Νικόλας Χανακούλας, καλείται να αποδώσει, και το καταφέρνει, με μεγάλη συνέπεια το αλλόκοτο πορτρέτο ενός επιτυχημένου συντηρητικού πολιτικού, που εμφανίζεται φίλος του λαού, ενώ συμμετέχει σε όλες τις διαπλοκές της εξουσίας, εξυπηρετώντας το συμφέρον των ισχυρών, άρα και το δικό του.
Ο Βασίλης Τσιγκριστάρης στο ρόλο του Αουφίδιου, παίζει κι αυτός το παιχνίδι του, όταν ο προδότης ζητά συνεργασία μαζί του. Δε σκοπεύει να μοιραστεί την εξουσία με τον πρώην εχθρό του και αρχίζει να καταστρώνει την εξόντωση του Κοριολανού. Πρόκειται για μάχη τεράτων σε έναν αδίστακτο κόσμο, όπου το μόνο του κυριαρχεί είναι η υπέρμετρη φιλοδοξία, και η λατρεία του χρήματος. Όλοι οι συντελεστές, ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος, ο Ανδριανός Γκάτσος, ο Σπύρος Δούρος, ο Άρης Ντελία, η Λυδία Σκουράκη συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη αυτού του τερατώδους ηγέτη, λυπηρού εκπρόσωπου όλων των ηγετών, του Κοριολανού.
Ιούλιος Καίσαρας
Ο «Ιούλιος Καίσαρας» καθώς διαθέτει πολλούς ρόλους και πολλαπλά μαχαιρώματα καθώς δεν έχει απρεπή λόγια θεωρήθηκε πετυχημένο έργο. Γράφτηκε το 1599 και πρωτοπαίχτηκε στο θέατρο Σφαίρα (Globe theatre) τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Ανήκει στη λαμπρή εποχή της δημιουργίας του Σαίξπηρ και η επίδραση του ελληνικού πνεύματος στον μεγάλο ποιητή της Αναγέννησης είναι πιο ορατή.
Όλο το έργο στην παράσταση είναι η σκέψη του Βρούτου (Σοφίας Φιλιππίδου), να σκοτώσουν με τον Κάσσιο (Αγλαΐα Παππά) τον Καίσαρα, μιας και έχει συγκεντρώσει πολλή δύναμη και η δημοκρατία της Ρώμης κινδυνεύει. Μέσα από τη συνομιλία τους προκύπτουν οι χαρακτήρες αυτών των δυο ανθρώπων. Ο Βρούτος, αγνός ιδεαλιστής, και σε αυτό η κίνηση της Σοφίας Φιλιππίδου ήταν απολύτως δηλωτική, με υπαινιγμό του εσωτερικού δισταγμού και των αναστολών του, ενώ ο Κάσσιος ήταν της πεποίθησης «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» με μια δυναμικότητα και αποφασιστικότητα, που πολλές φορές τρόμαζε. Οπαδός του Επίκουρου πιστεύει ότι «Δε φταίει το άστρο μας, φίλε Βρούτε , που είμαστε δούλοι, είναι δικό μας λάθος». Αυτός έχει συλλάβει ένα σχέδιο για να ξεκάνουν τον Ιούλιο Καίσαρα και προσπαθεί με κολακείες να φέρει τον Βρούτο στα νερά του. Ο Κάσσιος παρουσιάζει τον Καίσαρα στα κανονικά του μέτρα, όταν για παράδειγμα θυμήθηκε που βούλιαζε κολυμπώντας στον Τίβερη και ζητούσε βοήθεια, ή όταν αρρώσταινε σαν παιδούλα και απορεί πώς ξεπετάχτηκε και έγινε μέγας. Ο Αντώνιος πρόσφερε στον Καίσαρα ένα διάδημα, κάτι σαν στέμμα και εκείνος το αποποιήθηκε τρεις φορές, κάθε φορά και πιο απρόθυμα και ο λαός κάθε φορά τον χειροκροτούσε αντί να τον ενθαρρύνει να το δεχτεί. Έτσι την τρίτη φορά ο Καίσαρας, όντας επιληπτικός, έπεσε κάτω και έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
Ο Κάσσιος είναι αυτός που συνέλαβε το σχέδιο και κατά το μεγαλύτερο μέρος του το έθεσε σε εφαρμογή. Αυτός βολιδοσκόπησε τον Βρούτο και προσπάθησε να τον προσεταιριστεί . Η κίνηση της Αγλαΐας Παππά, σαν να τριγυρίζει θεριό το θήραμά του, ευθυτενής, αποφασιστική, χωρίς ποτέ να χάνει τα στόχο. Ο Κάσσιος θα προτιμούσε να αυτοκτονήσει παρά να δει τον Καίσαρα στεφανωμένο βασιλιά εντός και εκτός Ιταλίας. Και ο Βρούτος ωστόσο δε θα ήθελε την τυραννία.
Οι συνωμότες επιχειρούν πάντα να προσεγγίζουν και ανώτερα πρόσωπα στη συνωμοσία τους και ο Βρούτος είναι ένα από αυτά μιας και χαίρει της εκτίμησης του λαού.
Ο Βρούτος είναι φίλος του Καίσαρα και τον αγαπά ειλικρινά. Ωστόσο οι σκέψεις τον βασανίζουν και τον κρατούν άγρυπνο. Ο Βρούτος (Σοφία Φιλιππίδου) εμφανίζεται βαθιά προβληματισμένος και δεσμευμένος σε μια πλεκτάνη «για το καλό της Ρώμης» και σε διλήμματα «να σκοτώσουν μόνο τον Καίσαρα ή και τον Αντώνιο, τον πιο κοντά στον Καίσαρα από αγάπη και ικανότητα;»
Ο Βρούτος δε συμφωνεί με τον Κάσσιο που θέλει να σκοτώσουν και τον Αντώνιο, θέλει να περιορίσει όσο γίνεται την αιματοχυσία. Ο Βρούτος είναι βαθύτατα ευγενής και δημοκράτης και καλείται να αντιμετωπίσει πλήθος ζητήματα και να προλάβει τις εξελίξεις. « Πως θα έπρεπε η στενή και προσωπική φιλία του με τον Καίσαρα να επηρεάσει οποιαδήποτε απόφαση πάρει; Μήπως θα ήταν πιο λογικό να παρακολουθούν και να περιμένουν;»
Ο Βρούτος είναι ανιδιοτελής καθώς δεν έχει προσωπικό, ωφελιμιστικό κίνητρο για την εγκληματική αυτή πράξη, απλά προτίθεται να τη φέρει σε πέρας κρίνοντάς την απαραίτητη για την κοινή σωτηρία. Η Σοφία Φιλιππίδου, με την εκφορά του λόγου της, τη κυρτή στάση του σώματός της, είναι ο διστακτικός και σκεπτικός αυτός ο Βρούτος, που όμως στην κυριολεξία καταβροχθίζεται από την ορμή και τη δεινή υποκριτική τεχνική της Αγλαΐας Παππά.
Ο Βρούτος υποδεικνύει στην παρέα των συνωμοτών, που θα συνοδεύσουν τον Ιούλιο στο Καπιτώλιο, όπου θα ανακηρυχθεί Καίσαρας, να είναι εύθυμοι και ζωηροί.
Μετά τη δολοφονία ο Κάσσιος μιλά στο λαό για να δικαιολογήσει την πράξη του, λέγοντας ότι η φιλοδοξία του Ιούλιου Καίσαρα ήταν απειλή για τη Ρώμη.
Ο Βρούτος αισθάνεται ηττημένος νικητής. «Ας σκύψουμε, Ρωμαίοι, ας σκύψουμε κι ας βρέξουμε τα χέρια με του Καίσαρα το αίμα ως τους αγκώνες κι ας βάψουμε τα ξίφη μας σ’ αυτό. Και μετά ας βαδίσουμε ενωμένοι στην αγορά κι εκεί τα ματωμένα κουνώντας όπλα πάνω από τα κεφάλια μας ας φωνάξουμε όλοι: “Ειρήνη, ελευθερία, ανεξαρτησία”».
Ο Αντώνιος μιλώντας μπόρεσε να γεμίσει με συγκινησιακή ζέση τη ψυχή του λαού. Σήκωσε τον μανδύα του Καίσαρα, που πρωτοφόρεσε όταν νίκησε τους Νέρβιους και κρατώντας το μανδύα ψηλά σαν ματωμένο λάβαρο έδειξε που μπήκε η πρώτη μαχαιριά του Κάσκα και μετά τη δεύτερη του αγαπημένου Βρούτου, η πιο σπαραχτική. Διαβάζοντας τη διαθήκη του Καίσαρα, ενημερώνει το λαό ότι εκείνος άφησε στον καθένα από εβδομήντα πέντε δραχμές, η δημαγωγία του φέρνει το λαό να σπαράζει στο κλάμα.
Ο ιδεαλιστής Βρούτος, που αρνήθηκε το δολοφονία του Αντώνιου μαζί με τον Καίσαρα, διέπραξε λάθος, γιατί ο δημαγωγός Αντώνιος παρέσυρε το λαό και σταδιακά οδηγήθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο και καταστρατήγηση της δημοκρατίας.
Μετά το θάνατο του Καίσαρα, ο κόσμος έχει εξαθλιωθεί. Εμφύλιος, σκοτωμοί, δωροδοκίες, φιλοχρηματία. Μετά από καβγά ο Κάσσιος υποχωρεί μπροστά στο Βρούτο για να αντιμετωπίσουν τον Οκτάβιο και τον Αντώνιο στους Φιλίππους. Το βράδυ το φάντασμα του Καίσαρα επισκέπτεται τον Βρούτο λέγοντάς του «οψόμεθα εις Φιλίππους». Μέσα στους επιφανείς νεκρούς ο Βρούτος αυτοκτονεί πέφτοντας πάνω στο σπαθί του που το κρατά ο υπηρέτης του ο Στράτων. Στους Φιλίππους νικούν ο Οκτάβιος και ο Αντώνιος, που κληρονομούν το πνεύμα που ζήταγε η εποχή , αυτό του Καίσαρα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Σαίξπηρ επηρεάστηκε από τον ελληνικό αλλά και τον λατινικό πολιτισμό. Δανείστηκε την υπόθεση μερικών από τις καλύτερες τραγωδίες και από τις ρωμαϊκές βιογραφίες του Πλουτάρχου, μεταπλάθοντας τις πεζές περιγραφές του Πλουτάρχου σε ποίηση. Ο «Ιούλιος Καίσαρας», το πρώτο έργο του Σαίξπηρ από τον Πλούταρχο, ένα από τα σημαντικότερα δράματά του, σημαδεύει την είσοδό του στη σφαίρα της υψηλής τραγωδίας. Ως δραματουργός ο Σαίξπηρ κάνει βέβαια κάποιες αλλαγές. Ο Πλούταρχος λέει πως ο Καίσαρας υποψιάζεται, ίσως μάλλον και να φοβάται τον Κάσσιο, ενώ ο Σαίξπηρ δε μπορεί να παραστήσει ως ηρωική φυσιογνωμία έναν αυτοκράτορα που φοβάται για τη ζωή του. Έτσι αλλάζει τα περιστατικά για να δείξει πως ο Καίσαρας δεν ήταν πραγματικά άφοβος, αλλά ότι εξωτερικά φαινόταν ατάραχος σαν μάρμαρο.
Ο Κάσκας (Ηλέκτρα Νικολούζου) είναι μια μικρογραφία του Κάσσιου και συμφωνεί μαζί του για τη δολοφονία και του Αντωνίου. Το παράστημα και η φωνή της ηθοποιού είναι κάθετες όπως και οι απόψεις της.
Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή, πραγματικά λιτή και λειτουργική, ενώ ήταν άκρως αποτελεσματική. Οι ηθοποιοί μπόρεσαν να αποδώσουν την εικόνα του πλήθους και τη χαοτική κατάσταση της εξουσίας. Ο φωτισμός (Άγγελος Παπαδόπουλος) έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις σκιές, για το σκοτάδι, για το φάντασμα του Καίσαρα, εντέλει για το γενικό κλίμα καταγωγίου, όπου εκτυλίσσονται με δόλο σπουδαίες πράξεις καίριας σημασίας, για τους ανθρώπους.
Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή των δύο αυτών έργων, πάντα διαχρονικών σε κάθε εποχή, μιας και αποτελούν βαθιά τομή στη σχέση του ηγέτη με το πλήθος, που το ποδηγετεί. Πώς από την άλλη το πλήθος μέσω άλλων εξουσιαστικών οδών τον χειραγωγεί, για να αναζητήσει εκείνος μαύρες συνεργασίες, που να στρέφονται εκδικητικά ενάντια στη χώρα του. Το γεγονός, αυτό αποκαλύπτει το σαθρό του κίνητρο.
Και ο Κοριολανός και ο Ιούλιος Καίσαρας είχαν άδοξο τέλος και μάλιστα τέλος που έχει προκληθεί από οικεία και φιλικά πρόσωπα.
Κάθε εξουσία έρχεται και περνά. Όποιος και να την αναλάβει πάλι τα ίδια θα συμβούν. Σκευωρίες, εκθρόνιση και θάνατος. Η παράσταση διαπνέεται από μεγάλη ένταση και από γρήγορο ρυθμό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ