Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μια παράσταση βασισμένη στο «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν στην εποχή του (1879) συγκλόνισε την κοινή γνώμη, κυρίως γιατί αμφισβήτησε το θεσμό του γάμου, ακρογωνιαίου λίθου του κοινωνικού οικοδομήματος.
Η προσπάθεια της παράστασης ήταν μια μεταφορά σε μια επίκαιρη, σύγχρονη συνθήκη του «Κουκλόσπιτου», κατά την οποία ο γάμος αμφισβητείται και γενικά δεν είναι μέσα στις επιλογές του σημερινού ανθρώπου. Ταυτόχρονα όμως οι σχέσεις παραμένουν, μια σταθερή, πολλές φορές απέλπιδα αναζήτηση, μια μάταιη συχνά προσπάθεια επικοινωνίας, μέθεξης, ανταλλαγής και πίστης.
Το έργο και η παράσταση δεν περιορίζονται σε μια κριτική του θεσμού του γάμου ή στη διεκδίκηση του δικαιώματος για τη γυναίκα να αποστασιοποιείται από μια συμβατική κατάσταση, ένα προσχηματικό δεσμό.
Είναι υπέροχη η ποιητική σύλληψη των προσώπων του Ίψεν, αναμφισβήτητα. Η Νόρα, ειδικότερα, είναι το πιο χαριτωμένο και αξιαγάπητο -όχι μόνον εξωτερικά- πρόσωπο του νεότερου θεάτρου. Στο έργο, η Αντιγόνη Σταυροπούλου στο ρόλο της Νόρας είναι ένα αιθέριο, υπερβατικό, ευαίσθητο πλάσμα από έναν άλλο κόσμο. Αυτό που βιώνει ως ένας άνθρωπος αμόλυντος και ελεύθερος, όπως παρουσιάζεται στην παράστασης, είναι τρομερό βασανιστήριο . Είναι βαθιά πληγωμένη και διεκδικεί με διακριτικότητα και ευγένεια το δικαίωμά της στην ευτυχία και ελευθερία. Διασχίζει τρέχοντας τη σκηνή, ενώ οι κούκλες κάνουν την επίδειξή τους, την παράστασή τους, και στο τέλος της διαδρομής της κάθε φορά σωριάζεται, ξεθεωμένη από την επίπονη προσπάθεια αποδέσμευσης που καταβάλλει για την απελευθέρωσή της από τον εγκλεισμό σε μια ψεύτικη, σαθρή συνθήκη γάμου, που ξεσκίζει τη ψυχή της . Υπέροχη η ηθοποιός , που τονίζει μέσα σε αυτή τη βιτρίνα των κούκλων, την άλλη όψη μιας ονειρικής γυναίκας, ευαίσθητης και διάφανης, σα να περνά το φως από μέσα της καθώς νομίζεις από την κίνησή της ότι πετά. Η Νόρα δε μπορεί να ζήσει χωρίς το θαύμα της αφοσίωσης και της απόλυτης αγάπης και σεβασμού. Έχει μια τρομερή ζωτική ορμή, δεν είναι καθόλου καθηλωμένη, είναι τρομακτικά ελεύθερη. Το τέλος είναι αναπόφευκτο. Το σκάει από τη φυλακή με ένα πλήρως εικαστικό τρόπο και συνάμα συγκλονιστικό.
Είναι η πρώτη χειραφετημένη γυναίκα στη θεατρική σκηνή μέσα από ένα οδυνηρό ταξίδι της προς την αυτογνωσία. Με τον άνθρωπο και τη ελευθερία του καταπιάνεται ο μεγάλος Νορβηγός δραματουργός, και στην περίπτωση της Νόρας.
Στην παράσταση όλες οι γυναίκες παρουσιάζονται σαν εκθέματα. Η μάνα, η κόρη, η σύζυγος, η ερωμένη, το απωθημένο, ο κρυφός έρωτας, η συνάδελφος, η φοιτήτρια, η ανήλικη, κάθε γυναίκα εντέλει που μπορεί να φανταστεί κάποιος. Όλες με έναν κοινό παρονομαστή, όλες γύρω από έναν αντρικό άξονα. Στο «Δεύτερο Φύλο», η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, καταδεικνύοντας τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης, έγραφε: «Οι κοινωνικοί μύθοι μεταφέρονται μέσω της κουλτούρας –θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσα, μύθοι, τραγούδια, ταινίες– η οποία με τη σειρά της κατασκευάζει τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αρχίζει να γνωρίζει, να αντιλαμβάνεται και να δοκιμάζει την εμπειρία του υλικού κόσμου. Επιπλέον, η αναπαράσταση του κόσμου είναι δουλειά των ανδρών, οι οποίοι τον περιγράφουν από τη δική τους οπτική γωνία και την ταυτίζουν με την απόλυτη αλήθεια […] Μέσα από αυτούς τους λόγους (των ανδρών), οι γυναίκες μαθαίνουν να είναι αντικείμενα παρά υποκείμενα: η αληθινή γυναίκα υποχρεώνεται να γίνει αντικείμενο, να γίνει ο αντικειμενικοποιημένος Άλλος».
Οι γυναίκες στην παράσταση υπάρχουν ως «εκτιθέμενα αντικείμενα», η εικόνα της γυναίκας ακόμα και σήμερα ίδια, εμφανής ή άδηλη στην καθημερινότητα, σε όλες αυτές τις γελοίες εκπομπές, που τις ντύνουν ή τις ξεντύνουν σαν κούκλες, η ταπεινωτική αυτή θέση, που γίνεται από πολλές επιθυμητή, ή καταναγκαστική σε κοινωνίες με διαφορετικούς κοινωνικούς κανόνες. Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως άβουλα, παθητικά όντα, υπακούουν στις κατευθύνσεις του άνδρα, εξυπηρετούν φαντασιώσεις και εν γένει είναι πειθήνιες, κάποιες αντιστέκονται, προσπαθώντας να μείνουν απαρατήρητες μέχρι την τελική ανατροπή, τη στιγμή της σύγκρουσης. Και τότε όμως το αντρικό πρότυπο δε δείχνει να πτοείται. Εκείνες εξουθενώνονται σε μια άνιση και ατελέσφορη πάλη, ενώ η Νόρα καταλήγει στην αναπότρεπτη μοίρα της, θύμα του ιδεασμού για μια λύτρωση απελπισίας.
Υπέροχη η φωνή και η ερμηνεία της σοπράνο Ζαϊρα Νικολακοπούλου, που συνοδεύει σχολιάζοντας μουσικά μόνο με τη φωνή της όλη την παράσταση.
Οι γυναίκες θύματα σωματικής και ψυχολογικής βίας. Αυτή η βία αντιστρέφεται, προκαλείται ανησυχία στο κοινό και ένταση. Έμμεση πρόκληση , πρόσκληση για διάδραση.
Από τον πρόσκληση στο κοινό να κάνει ό,τι θέλει με τα εκθέματα, τις κούκλες, φτάνουν κάποια στιγμή στο σημείο και αναφωνούν «Ζήτω, ο πόλεμος της σιωπής, για να μην πει κάτι ο κόσμος!» Για πόσο ακόμα θα κάνουν αυτές πράγματα για να του αρέσουν; Πότε θα διαχειριστούν με όποιο τίμημα το δικό τους χάος, όπως η Νόρα για να διεκδικήσουν την ακεραιότητά τους; Όλα έχουν ένα τέλος. Πότε θα έρθει η στιγμή της κάθαρσης; Αυτή ήταν η παρότρυνση του σκηνοθέτη Νικόλα Ανδρουλάκη, και το πέτυχε βάζοντας το θεατή μέσα στην παράσταση, αποδομώντας το Κουκλόσπιτο του Ίψεν και μεταφέροντας το έργο στη σύγχρονη εποχή και στο σύγχρονο προβληματισμό, ενώ ο ίδιος μπαίνει στον αρχετυπικό ρόλο του άνδρα στην παράσταση. Παράσταση συνόλου με εξαιρετικές ερμηνείες και υπέροχες φωνές, από όλες τις «Κούκλες»: Ιώβη Φραγκάτου, Έλενα Μεγγρέλη, Αντιγόνη Σταυροπούλου, Αγγέλικα Σταυροπούλου, Αναστασία Παντούση, Ναταλία Δήμου, Εύη Δόβελου, Έμιλυ Νικόλα, Ζαϊρα Νικολακοπούλου. Η φωνή της Κατερίνας Μισιχρόνη, μετά το υβρεολόγιο στο ζωντανό τοτέμ του άντρα , συνοψίζει όλην την παράσταση και τον προβληματισμό της με μια φωνή διεκδικητική και δυναμική. Τα κοστούμια της Ελένης Καββάδα, καταπληκτικά με διάφορα υλικά, εξυπηρέτησαν πλήρως το σκοπό της παράστασης όπως και τα σκηνικά του Δημήτρη Κωνσταντάρα.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ