Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η Κρεουργία του Γιάννη Μαυριτσάκη εντάσσεται στα νέα ελληνικά έργα που είναι εμπνευσμένα από το αρχαίο δράμα με ανάθεση από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Η παράσταση του έργου έλαβε χώρα στο Μικρός Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου στις 23 και 24 Ιουλίου 2021.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που τροφοδοτεί τον διάλογο της θεατρικής γραφής με το Αρχαίο Δράμα, προσφέροντας νέο πεδίο αναστοχασμού πάνω στη σχέση των μύθων με τη σύγχρονη ταυτότητα.
Ο μύθος του Πενθέα και της Αγαύης σε σχέση με τον Διόνυσο και ό, τι αυτός εκπροσωπεί βρήκε μιαν ενδιαφέρουσα μετεγγραφή στο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη «Κρεουργία». Σίγουρα αυτό το θεατρικό έργο έχει ξεσηκώσει και θα ξεσηκώσει συζητήσεις. Λέγεται ότι δίνεται μεγάλη σημασία στο λόγο, με ατελείωτους μονολόγους, που βασανίζουν τους ηθοποιούς και κουράζουν τον θεατή. Δεν υπάρχει αυτή η εναλλαγή διαλόγων που χαρακτηρίζει ένα θεατρικό κείμενο. Κάποιοι που είδαν την παράσταση βαρέθηκαν ή κουράστηκαν. Εμείς αντιθέτως βρήκαμε το έργο τρομερά ενδιαφέρον, πολύ πρωτότυπο, με μια πολύ ουσιαστική προσέγγιση και εμβάθυνση σε ένα θέμα πολύ προσιτό και φλέγον, που αφορά την ανθρωποφαγική τάση του ανθρώπου, της οικογένειας, της μητέρας προς το γιο και το αντίστροφο και εν γένει τη ζωώδη φύση του ανθρώπου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο έχει ο λόγος, σ’ ένα ποιητικό ιδίωμα που διεκδικεί τη σκηνική έκφρασή του στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου με την κινηματογραφική ματιά του Γιώργου Σκεύα.
Το έργο εκτυλίσσεται σε ένα σύγχρονο περιβάλλον, οι ηθοποιοί φορούν ρούχα γραφείου, το σκηνικό είναι μοντέρνο, με οθόνες προβολής. Σε κάποιο γραφείο, πάνω σε μια τροχήλατη καρέκλα είναι καθισμένος ο Πενθέας (Γιώργος Νούσης )και παρατηρεί το γυμνό σώμα της μητέρας του, Αγαύης, πάνω σε ένα μαύρο γρανιτένιο επίπεδο. Το σώμα της είναι σκεπασμένο με μια γούνα από μινκ. Σκοτωμένα ζώα πάνω στο γυμνό κορμί της. Ξέροντας τον μύθο, η σκηνή περιέχει εξαρχής πολύ θάνατο με ενορχηστρωτή τον Διόνυσο (Μάξιμος Μουμούρης). Η πράξη αυτή μπορεί να συμβεί και συμβαίνει κατά τον συγγραφέα σε όλα τα περιβάλλοντα και σε οποιαδήποτε εποχή.
Στην τραγωδία Βάκχες του Ευριπίδη, ο Διόνυσος εμφύσησε την “ιερή μανία” στη μητέρα του βασιλιά Πενθέα, την Αγαύη. Τότε ο Πενθέας ζήτησε να συλληφθούν όλοι οι λάτρεις αυτού του ανήθικου θεού, όλοι οι υποστηρικτές αυτής της ανίερης λατρείας και χωρίς να το ξέρει συνέλαβε και τον ίδιο τον θεό, ο οποίος όμως κατόρθωσε να ελευθερωθεί και κατάφερε να δελεάσει τον Πενθέα και να τον πείσει τελικά να κατασκοπεύσει ο ίδιος τις βακχικές τελετές μεταμφιεζόμενος μάλιστα σε γυναίκα.
Αυτή είναι η τραγωδία. Στο έργο όμως του Γιάννη Μαυριτσάκη όλα ξεκινούν από την ώρα που ο Διόνυσος κατευθύνει τον Πενθέα για να παρατηρήσει τι υπάρχει ανάμεσα στα σκέλια της μητέρας του. «Ξέρει ότι την κοιτάς. Κάνε αισθητή την παρουσία σου!» Ο θεός είναι ένας ακόμη Project Manager που ξετυλίγει με πειθώ το project plan του. Ανιχνεύει τη φύση που τον γέννησε, αυτό το σημείο που μοιάζει με ένα άλλο σύμπαν. Η προβολή στις οθόνες δίνει μια διαστημική αίσθηση και ο Πενθέας με την καθοδήγηση του Διονύσου συμμετέχει σαν σε βιντεοπαιχνίδι σε έναν οργασμό. Όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξηγεί «είναι η πύλη για μια άλλη διάσταση όπου ο χρόνος και ο χώρος μεταβάλλονται αενάως, ένα πεδίο όπου φανερώνονται, αλλά και διαφυλάσσονται τα μυστήρια των προσώπων του έργου». Η καταπληκτική και εναρμονισμένη με το έργο μουσική του Σήμη Τσιλαλή είναι μουσική θρίλερ, που κρατά τον θεατή κάθε λεπτό σε εγρήγορση και σε επιφυλακή.
Ο λόγος του Γιάννη Μαυριτσάκη είναι απλά καταπληκτικός, πλούσιος, διεισδυτικός.
«Η ανάγκη για την απόκτηση των ακόμα ανυπότακτων αγαθών είναι επιτακτική.»
Ο Διόνυσος κατευθύνει τον Πενθέα: «Τώρα μπορείς να δεις;» και εκείνος ανταπαντά: «Είναι ακόμα όλα θολά.»
Ο σπαραγμός και η ωμοφαγία είναι στοιχεία της διονυσιακής λατρείας και αποτελούν δείγμα της άγριας πλευράς της ελληνικής μυθολογίας. Μάλιστα, ένα από τα επίθετα του Διονύσου είναι ¨Ωμοφάγος”. Η ωμοφαγία και ο σπαραγμός του θύματος, συνηθέστερα ζώου, μπορεί να είναι και ένα σύμβολο του θριάμβου της άγριας φύσης στον πολιτισμό. Οι λάτρεις του Διόνυσου, με το σπαραγμό και την ωμοφαγία, εξωτερίκευαν συμβολικά τα άγρια ορμέμφυτά τους, μιμούμενοι κατά κάποιο τρόπο το φρικτό θεό τους, τον άγριο Διόνυσο και την ένωσή τους με την “ωμή” φύση! Μυθικές απεικονίσεις της αρχαιότητας εμφανίζουν γυναίκες λάτρεις του Διονύσου, τις Μαινάδες, να καταναλώνουν ωμό κρέας ως μέρος τελετουργικού της λατρείας τους. Προφανώς, πίσω από το μύθο, υποκρύπτεται το παρελθόν του πρωτόγονου ανθρώπου με τις ανθρωποθυσίες και τον κανιβαλισμό ή κάποιο βίαιο ένστικτο διαρκές και επίμονο μέσα στο χρόνο, παρά τον εκπολιτισμό και την εξέλιξη, που θέλει τον άνθρωπο να οδηγεί σε θυσία, σφαγή ρεαλιστική ή μεταφορική άλλους ανθρώπους και ζώα! Τίποτα δεν άλλαξε, η κτηνωδία του ανθρώπου εμφανίζεται καθημερινά στην επικαιρότητα και στα σφαγεία. Καταπληκτική η νύξη στο τέλος με την αναφορά στο ανυπεράσπιστο, τρομαγμένο ζώο, που ξέρει ότι οδηγείται στον θάνατο.
Ο Αγγελιοφόρος- Φύλακας- Φρουρός (Αγγελική Παπαθεμελή) απλά καταπληκτική, ξεχώρισε με την υποκριτική της δεινότητα ακόμα μια φορά. Ένα πιόνι ενός συστήματος, που δείχνει απαθές, ενώ ταράζεται εν τέλει από τα όσα συμβαίνουν και βγάζει τη βεντάλια για να κάνει αέρα. Είναι ο φύλακας της εταιρίας, που παρατηρεί την κίνηση στους χώρους μέσα από οθόνες και εκπλήσσεται από την παράξενη συμπεριφορά του συναδέλφου του, που τελειώνει την βάρδια του. Αυτός έφυγε με σκυφτό κεφάλι, ενώ ήταν κατακόκκινος και ψέλλιζε κάτι περίεργα πράγματα. Ο Φύλακας υπέθεσε ότι ίσως ο συνάδελφός του να είχε κάποιο πολύ προσωπικό θέμα που προέκυψε μετά από ένα τηλεφώνημα από μια φίλη ή φίλο ή τη μητέρα του και του προξένησε αυτήν την ταραχή, γεγονός που αποδεικνύει πόσο ψεύτικη και επιφανειακή ήταν η ευτυχία, που βίωνε. Ο Φρουρός ωστόσο καθησυχάστηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στις οθόνες, στο πορνό που έβλεπε για να περάσει την ώρα του.
Καθώς παρατηρεί τις οθόνες για να επιβλέπει το χώρο υπέθεσε ότι κάποιος κακόβουλος έπαιζε με το σύστημα και ξαφνικά εμφανίστηκε στην οθόνη ένα στήθος, μια γυναικεία ρώγα κολλημένη στην οθόνη του. Ασύνηθες πλάνο για να προβάλλεται στις οθόνες στην αίθουσα συσκέψεων στον ενδέκατο όροφο μιας εταιρίας. Ο Φρουρός αναγνώρισε ότι ήταν το στήθος της Αγαύης, που μετά την είδε να κινείται κυκλικά πέριξ του εαυτού της, κίνηση ζώου, γυμνή τυλιγμένη με τη γούνα της, προφανώς σε υπερδιέγερση, προσπαθώντας να συγκεντρώσει την σκέψη της.
Εν συνεχεία η Αγαύη αντιπαρατίθεται στον Πενθέα, του ορμά και αντί να τον χτυπήσει τον χαϊδεύει, όχι όπως μια μάνα θα χάιδευε τον γιο της , αλλά όπως μια «καυλωμένη» γυναίκα τον εραστή της. Εγκολπώθηκε τον γιο της, ολόκληρο. Οι φωνές της ακουγόταν σε όλο το κτίριο, όχι από το σύστημα παρακολούθησης , αλλά διαπερνούσαν και τους έντεκα ορόφους. « Χτυπιόταν πάνω του με μανία εξαγριωμένου επιβήτορα, σε σημείο να μην μπορώ να είμαι βέβαιος ποιος από τους δυο εισχωρούσε στον άλλο.» λέει ο Φρουρός. Η κορύφωση ήταν αναπόφευκτη και για τους δυο. «Ένας θορυβώδης καταιγισμός, η μόχλευση των υλικών, και ο εκσφενδονισμός τους στο διάπυρο σύμπαν.» Ο Πενθέας απαγκιστρώθηκε από αυτή τη φυλακή της συνεύρεσης, όταν το σώμα της μητέρας του χαλάρωσε για να απολαύσει και την παραμικρή ρανίδα ηδονής. Τότε εκείνος την άρπαξε και την πέταξε μακριά ώσπου το σώμα της προσγειώθηκε πάνω σε έναν γυαλισμένο γρανίτη. Εν συνεχεία πήρε ένα μαχαίρι και το οδήγησε τεμαχίζοντάς την από την ήβη της ως το ηλιακό πλέγμα. Το αίμα της ξεχύθηκε και τότε ο Πενθέας έσκυψε και ήπιε το αίμα, όπως το ζώο που πίνει το νερό της λίμνης για να ξεδιψάσει. Ο Φύλακας, πολύ σοκαρισμένος όφειλε να επικοινωνήσει με τον πατέρα της Αγαύης, τον Κάδμο, που βρισκόταν στον έκτο όροφο μαζί με τον σύμβουλό του, τον Τειρεσία και να αναφέρει το περιστατικό, που ήταν βέβαια οικογενειακή υπόθεση, αλλά οπωσδήποτε ήταν και μια πράξη ενάντια στο νόμο. Η παραστατική διήγηση συγκλόνισε τον Φύλακα, ο οποίος όπως ανέφερε γύρισε στο σπίτι του και ακόμα είχε στα μάτια του την ενοχλητικά ερεθιστική εικόνα της Αγαύης πάνω στο γιο της. Η σκηνή του Φύλακα - Φρουρού είναι συγκλονιστική. Αποκαλύπτει το μέγεθος της οικογενειακής ανθρωποφαγίας και τον άρρωστο ρόλο της μητέρας απέναντι στο γιο της, τον οποίο συχνά καταβροχθίζει όπως το έντομο εκείνο το «αλογάκι της παναγίας» που στοχεύει και εγκλωβίζει το θήραμα του σε ασύλληπτα γρήγορους χρόνους, το ακινητοποιεί με το ράμφος του και τα μακριά και σαν πριόνια πόδια χωρίς περιθώρια διαφυγής και καταβροχθίζει το ταίρι του μετά το ζευγάρωμα. Η κίνηση των σωμάτων είναι ζωώδης και αναφέρεται εμφανώς στο ζωικό βασίλειο με το οποίο εξισώνεται ο άνθρωπος.
Ο Κάδμος (Γιώργος Ζιόβας), με την αστική του ευθύνη για να καλύψει την ανομία και να κάνει το δέον κοινωνικά, ζητά να εξαφανιστούν όλα τα αρχεία από τις κάμερες, και καταστρέφει τα τεκμήρια. Όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει επισημάνει υπάρχουν στο έργο « ερωτήματα που μας αφορούν άμεσα και με τρόπο επιτακτικό. Η έλευση μιας νέας πραγματικότητας όπου κυριαρχεί η κατάργηση της προσωπικής βούλησης και η υπακοή στους νέους κανόνες που μας επιβάλλονται, καθώς και η απόλυτη κυριαρχία της εικόνας ως μόνο αποδεικτικό στοιχείο της όποιας ”αλήθειας”». Υπάρχει οθόνη παρακολούθησης, αλλά και μεταβολή ή διαγραφή των εγγεγραμμένων στοιχείων, άρα για ποιαν αλήθεια μιλάμε; Μήπως όλα είναι παιχνίδια του νου;
Ο Διόνυσος, στάζει κάτι μέσα στο μάτι του Πενθέα, του αλλάζει την οπτική του, τον τρόπο με το οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Ο Πενθέας γίνεται το πειραματόζωό του. Του ζητά να γίνει η γυναίκα του και εκείνος ο άντρας του, πράγμα που ο Πενθέας δέχεται. Η διαιώνιση του δίπολου σε όποια μορφή, με κάθε σύνθεση. « Θέλεις να γίνω ο άντρας σου για να σε φροντίζω ή μήπως για να φροντίζεις εσύ εμένα;» Ο προβληματισμός είναι ουσιαστικός, σχετικά με τις σχέσεις, την σκοπιμότητά τους, τις ανασφάλειες που καλύπτουν, πως αυτές γεννιόνται από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μεγαλώνει, ώστε μετά να τις υπηρετεί. « Μαζί μου θα είσαι προστατευμένη, δεν θα υπάρχει κάτι να φοβάσαι.» Ο Διόνυσος κάνει σχέδια για το που θα μείνουν, ο Πενθέας κρυώνει, τρέμει από ανασφάλεια, από φόβο και τότε ο Διόνυσος του φέρνει τη γούνα της Αγαύης. Ενδύεται λοιπόν ο Πενθέας το ρόλο της μητέρας του, αυτή της γυναίκας, που τον οδήγησε να αναγνωρίσει τη γυναικεία του φύση, έχοντας καταβροχθίσει την αντρική του.
Εικαστικά και σκηνοθετικά (Γιώργος Σκεύας) υπάρχει μια σημαντική άμεση αναλογία στα κόκκινα μαλλιά της Αγαύης, ριγμένα πάνω στον μαύρο γυαλισμένο γρανίτη και την αντιστοίχου χρώματος γούνα της, που φορά ο Πενθέας. Δυο ίδια άτομα μάνα και γιος και οι δυο μαζί νεκροί στο ίδιο τέλμα.
Ο Πενθέας σε έναν παροξυσμό του, μιλά για τα δέντρα με τα μπλε φύλλα και τους ιππόκαμπους. Καθόλου τυχαίο που επιλέγει να μιλήσει για ένα ζώο με αδιευκρίνιστο ζωικό είδος, που είναι μισό άλογο, μισό ψάρι, που κολυμπά κατακόρυφα και είναι ένας παράξενος θαλάσσιος οργανισμός, όχι μόνο γιατί επιλέγει να μείνει με τον ίδιο θηλυκό σύντροφο όλα τα χρόνια της ζωής του, αλλά και γιατί κυοφορεί και γεννά τα μωρά τις οικογένειας. Έπειτα ιππόκαμπος ονομάζεται το μέρος του ανθρώπινου εγκέφαλου που συνδέεται με τη μνήμη. Η ταύτιση με το πρόσωπο που δίνει ζωή, η συνέχιση κατά κάποιο τρόπο της ζωής, η μνήμη για τη διαιώνιση αυτής της διαδικασίας αφορά σε πρώτο βαθμό την ίδια τη ζωή.
Ο Κάδμος (Γιώργος Ζιόβας) και ο Τειρεσίας (Γιώργος Φριντζήλας), στελέχη αυτής της πολυεθνικής εταιρίας, έρχονται για να αποφασίσουν την καύση αυτών των νεκρών, αυτών των αλγορίθμων που δεν μπορούν να καταχωρηθούν και να σωθούν , οπότε ποιος ο λόγος να υπάρχουν; Τυλίγουν τα πτώματα σε σάκο παρ’ όλο που ο Πενθέας έχει ακόμα κάποιους σπασμούς, δείγμα ζωής, τους οδηγούν και τους δυο στην πυρά, στην καύση. Η μουσική παρακολουθεί το τραγικό και συνάμα εξωφρενικό του πράγματος.
Η αλήθεια είναι ότι οι οθόνες αυτές και οι προβολές έτσι όπως εντάσσονταν ήταν μια ενοχλητική απλούστευση, λίγο κιτς και απομάκρυναν τον θεατή, σε αντίθεση με την παραστατικότητα των ηθοποιιών και βέβαια τα υπέροχα λόγια και νοήματα του κειμένου που συνέπαιρναν και ένιωθε κάποιος ότι τον αφορούν άμεσα.
Η Αγαύη στα νιάτα της αγαπούσε πολύ ένα άλογο. Συνήθιζε να το χαϊδεύει λες και ήταν άνδρας. Κάποια στιγμή το άλογο εξαφανίστηκε και εκείνη πήγε να πεθάνει από την στενοχώρια της.
«Το σύμπαν δεν κυβερνιέται από τυφλούς εγωιστές, αλλά από ταπεινούς αφοσιωμένους. Έρχεται κάτι τρομακτικά όμορφο. Άσπιλο και ευφυές.» Αυτό νομίζω είναι και η ουσία του έργου. Ό, τι και να συμβεί θα είναι καλύτερο από αυτό που ήδη συμβαίνει, πιο άσπιλο και διαυγές, αυτό πρέπει να συμβεί.
Η Αγαύη έρχεται γυμνή και κάνει γύρους στη σκηνή. Είχε προαίσθημα ότι κάτι κακό θα προέκυπτε από τη συνάντησή της με αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν αρκετά μεγάλος για να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρό το τέλος της ζωής του. « Η δυσοίωνη εικόνα που σχημάτισα για αυτόν άρχισε να επιβεβαιώνεται αμέσως μόλις τα σώματά μας ήρθαν σε επαφή. Η αδεξιότητα και ο αυταρχισμός του, σε συνδυασμό με τη βία που εκδήλωνε εντελώς απενοχοποιημένα και χωρίς αναστολές, έφεραν σύντομα το καταστροφικό αποτέλεσμα που είχα διαισθανθεί,» Της ζητούσε όλο και περισσότερα πράγματα. Της απομυζούσε τα πάντα, ασφυκτιούσε σε έναν περιορισμένο χώρο, που της είχε αφήσει. Αυτή τον κουβάλαγε, εκείνος καβάλα στην πλάτη της και εκείνη καλούνταν να υπερβεί όλα τα εμπόδια. Εδώ η Αγαύη ταυτίζεται με το άλογο που λάτρευε. Όταν τραυματίστηκε της έδεσαν το κόκκαλο, αλλά το πόδι γρήγορα φούσκωσε, καιγόταν ολόκληρο. Ήταν διαφορετική από τα άλλα άλογα του στάβλου. Η μεταφορά της έγινε σύντομα, ταξίδεψε βυθισμένη στο φόβο της με ένα φορτηγό που την οδήγησε σε έναν διαφορετικό στάβλο. Το κείμενο, με σπαραγμό δείχνει το άλογο να οδηγείται στο θάνατο σε μια καταναγκαστική πορεία, όπως αυτή των εβραίων στα κρεματόρια. Ο θεατής νιώθει τον φόβο του αλόγου, ταυτίζεται με την εξαιρετική Αγαύη (Κόρα Καρβούνη). Το βουητό, οι υδρατμοί, η οσμή του θανάτου σε αυτόν τον στάβλο - σφαγείο ήταν πνιγηροί. Ο ένας της τραβούσε τα χαλινάρια και ο άλλος τη σημάδευε με ένα σφυρί και την σκότωνε. Σκοτώνουν τα άλογα, τους ανθρώπους όταν γεράσουν, όταν αρρωστήσουν, όταν τραυματιστούν και είναι ελαττωματικά και δεν επιτελούν το χρέος τους. Πόση διάχυτη βία!
Η Αγαύη γυμνή εμφανίζεται στην κάμερα βάζοντας ένα τέλος που παραπέμπει σε σκέψεις και προβληματισμό.
« Τώρα είμαι εδώ και σας απευθύνομαι. Το σώμα αυτής της γυναίκας ήταν ό, τι πιο κατάλληλο βρήκα για να έρθω.
Δεν είστε αυτοί που νομίζετε ότι είστε. Έχετε κάνει λάθος.»
Αναίρεση όλων των θεωριών και της ματαιοδοξίας του ανθρώπου, που νομίζει «ότι κάποιος είναι», επαναπροσδιορισμός, επανατοποθέτηση και γείωση.
Μια παράσταση πάνω σε ένα κείμενο με υπέροχη γλώσσα του Γιάννη Μαυριτσάκη, με πολλές ανησυχίες, με ωραία κίνηση της Κόρας Καρβούνη ( Αγαύη) και του Γιώργου Νούση ( Πενθέα), με μια καταπληκτική ερμηνεία της Αγγελικής Παπαθεμελή (Αγγελιοφόρος) κα με μια υποβλητική μουσική του Σήμη Τσιλαλή.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ