Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Σε ένα γραφείο μπαίνει μια χαρούμενη κοπέλα, που θέτει από την αρχή τη συνθήκη της συνεδρίας, της οποίας πρωταγωνιστές είναι οι θεατές, που για δικό τους καλό παρακαλεί να είναι ειλικρινείς. Η προσδοκώμενη δικαίωση για εκείνη είναι να αλλάξει τη ζωή των θεατών. Το θέμα της συνεδρίας καθορίζεται από κάποια κάρτα που θα διαλέξει στην τύχη ένας θεατής ανάμεσα σε διάφορες που του προτείνονται. Εκείνος τραβά αναπόφευκτα τον Λεοπόλδο τον Β΄, τον βασιλιά του Βελγίου. Το εξαιρετικό αυτό κείμενο είναι έτσι διατυπωμένο ώστε να καλύπτει με τις αιχμές που αφήνει και άλλους δυνάστες, όπως τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Στάλιν ή τον Μάο.
Με το όνομα Λεοπόλδος δίνεται ένα ιστορικό βάθος, επισημαίνει η ηρωίδα, η οποία ρωτά αν κάποιος ξέρει τι είναι το ιστορικό βάθος. Εντέλει αποκαλύπτει ότι είναι κάτι αντίστοιχο του βάθους που δίνει η προοπτική και αναφέρει το παράδειγμα με το μήλο και τη μηλιά. Το μήλο σε πρώτο πλάνο και η μηλιά που το παρήγαγε στο βάθος.
Η ηθοποιός Μαίρη Ξένου, είναι άμεση, μιλά τεκμηριωμένα και επιστημονικά, αλληλεπιδρώντας με το κοινό και διαμορφώνοντας μια έντονα διαδραστική συνθήκη που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών δημιουργώντας παράλληλα με τη βοήθεια του κειμένου έναν κόντρα ρόλο. Μια όμορφη, καθώς πρέπει νεαρή κοπέλα, που μιλά απόλυτα και με σκληρότητα προσιδιάζοντας σε δικτάτορα.
Ενημερώνει ότι στη συνεδρία αυτή «θα γίνουμε μέρος της Ιστορίας- κατ’ επέκταση του παγκόσμιου πολιτισμού… Είναι μεγάλο πράγμα, υπέροχο πράγμα ο πολιτισμός…»
Κάθε τόσο τραγουδά την άρια Ναντίρ, από την όπερα του Ζωρζ Μπιζέ «Αλιείς μαργαριταριών». Την τραγουδά βλέποντας την εικόνα του Λεοπόλδου. «Δεν υπάρχει αμφιβολία- ο πολιτισμός μπορεί να υψώσει τον άνθρωπο μέχρι την οροφή του σύμπαντος.»
Η ειρωνεία είναι μεγάλη και υποστηρίζεται από μια ωμή και σοκαριστικά προκλητική ερμηνεία της ηθοποιού. Ακολουθεί ένα βιογραφικό του Λεοπόλδου, ο οποίος βασίλεψε για 44 χρόνια. Κανένας άλλος βασιλιάς του Βελγίου δεν βασίλεψε τόσο πολύ. Από το 1865 μέχρι το 1909 τη χρονιά που πέθανε σε ηλικία 74 χρονών. Ήταν αδιανόητα πλούσιος γιατί είχε ιδιόκτητο κράτος 76 φορές μεγαλύτερο από το Βέλγιο, το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό στην Κεντρική Αφρική. « Το πήρε με τη μαγκιά του, όχι με πολέμους, από τη Διάσκεψη του Βερολίνου… με διπλωματία. Ο άνθρωπος ήταν κορυφή…», λέει η νεαρή. Και σε αυτό το κράτος οργάνωσε το εμπόριο του καουτσούκ με το οποίο γέμισε όλο τον κόσμο. Στάθηκε και τυχερός γιατί οι αδελφοί Μισελέν εφηύραν την ελαστική σαμπρέλα, το μέλλον της ελαστικής ρόδας, άμαξες, ποδήλατα,αυτοκίνητα. Στο Ελεύθερο Κράτος υπήρχαν χιλιάδες καουτσοκόδεντρα, ιδιοκτησία του Λεοπόλδου, «άκου κωλοφαρδία, να στραγγίζεις το καουτσούκ από τα βάθη της ζούγκλας και να το πας σε κάθε άκρη του κόσμου…» Λίγο πριν πεθάνει χάρισε το Κονγκό στο Βέλγικο Δημόσιο. Στο Βέλγιο έχτισε καταπληκτικά κτίρια, έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις όπως η κατάργηση της παιδικής εργασίας, θεσπίζοντας την κυριακάτικη αργία, ενώ καθιέρωσε την ασφάλιση λόγω εργατικών ατυχημάτων και αναγνώρισε το δικαίωμα του συνδυκαλισμού. Παντρεύτηκε την ομορφότερη πριγκίπισσα η οποία του έκανε τρεις κόρες και ένα γιο ενώ είχε χιλιάδες ερωμένες, όλο και μικρότερες όσο μεγάλωνε η ηλικία του. Στα εξήντα πέντε του τα έφτιαξε με μια δεκαεξάχρονη πόρνη, η οποία του έκανε δυο γιους. Εκθειάζει το καουτσουκένιο μέλλον, που εξασφάλισε την πρόοδο του σύγχρονου πολιτισμού. Ονομάζει τους θεατές «καουτσουκάνθρωπους», μιας και υποθετικά, κάποιοι πρόγονοι σε μια επαρχία στο ιστορικό βάθος έκαναν «τσαϊράδα» δηλαδή ποδηλατάδα, και απ’ αυτούς προήλθαν κάποιοι άλλοι έως αυτούς τώρα, άρα όλα τα χρωστούν στον Λεοπόλδο, αυτός είναι στην ουσία ο Πατέρας τους γιατί το ποδήλατο υπάρχει μιας και υπάρχει καουτσούκ για τις ρόδες. Σταδιακά οδηγούνται, κείμενο και ερμηνεία, σε μια παράκρουση. Η νεαρή δείχνει και πετά φωτογραφίες με κομμένα χέρια μαύρων ανθρώπων, μαστιγωμένους μαύρους ανθρώπους, με λαιμαργιές, κομμένες μύτες, αυτιά. Σε όσο διάστημα βασίλεψε ο Λεοπόλδος σκότωσε με τους μισθοφόρους του από 8 έως 20 εκατομμύρια Κονγκολέζους σκλάβους με στόχο να μεγιστοποιήσει την παραγωγή του καουτσούκ στα στρατόπεδα εργασίας. Απάνθρωπες συνθήκες, εικόνες που προσομοιάζουν με αυτές από τα κρεματόρια του Χίτλερ. Ο αριθμός ωστόσο υπερβαίνει κάθε προηγούμενο: «6 εκατομμύρια εβραίοι ήταν από τον Χίτλερ, 3 έως 6 εκατομμύρια οι νεκροί του Χολομοντόρ , της προαποφασισμένης και οργανωμένης από τον Στάλιν πείνας της Ουκρανίας, 15 εκατομμύρια οι νεκροί της Πολιτισμικής Επανάστασης του Μάο Τσε Τουνγκ.»
Βέβαια ας σκεφτεί κάποιος πόσοι νεκροί χρειάστηκαν για τις Πυραμίδες, για τον Παρθενώνα, για το Σινικό Τείχος.
Το κείμενο προκαλεί τη σκέψη και η ερμηνεία συγκλονίζει πραγματικά. Στο όνομα του πολιτισμού, του οποίου τα οφέλη απολαμβάνουμε έχουν γίνει τρομερά εγκλήματα. Τα εγκλήματα έγιναν παλιά, πράγμα που θέλει ίσως να αγνοεί το ζευγαράκι που βγάζει σέλφι μπροστά στις πυραμίδες ή εσκεμμένα τα αποσιωπούμε όταν περήφανα λέμε ότι το Σινικό τείχος είναι το μόνο μνημείο που φαίνεται από τη Σελήνη.
Κείμενο, ερμηνεία, σκηνοθεσία όλα συγκλίνουν στο να κλονίσουν τον σύγχρονο άνθρωπο, θεατή, να τον βγάλουν από τη ζεστή θέση του θεάτρου, να τον ξεβολέψουν, να τον αφυπνίσουν. Και το πετυχαίνουν! « Ο Πολιτισμός είναι σπουδαίο πράγμα, πιο μεγάλο από τους φονιάδες, τους οποίους μπορούμε να καταδικάσουμε και να συνεχίσουμε με τον πολιτισμό». Όλα τα λεπτά σιγής προς τιμήν των θυμάτων , η επανάσταση των κομμένων μικρών δακτύλων του αριστερού χεριού, ακόμα και αν αυτό καθορίσει γενετικά τις επερχόμενες γενιές δημιουργώντας την εννιαδάχτυλη ανθρωπότητα δε ξεπλένει ό,τι έχει συμβεί.
Ο Τριαρίδης φέρνει τον θεατή απέναντι στην μικροαστική υποκρισία του. Το κείμενό του είναι επαναστατικό και αφορά τον άνθρωπο και τα απωθημένα, έντεχνα εξαγνισμένα εγκλήματά του με μανδύα πολιτιστικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό, ιδεαλιστικό ή θεολογικό ως δικαιολογία! Ποτέ ξανά κανένας νεκρός για οποιαδήποτε λόγο! Αποδοχή και αναγνώριση των εγκληματικών κι απάνθρωπων αυτών πρακτικών του παρελθόντος μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα και συνεδρίες, με διάθεση αναπροσανατολισμού και απόφαση για ζωή και όχι για θάνατο.
Εξαιρετική η Μαίρη Ξένου, που μπόρεσε να περάσει στο κοινό αυτό το πλαίσιο και σπουδαία η σκηνοθεσία της Μαρίας Τσομπανάκου με το σωστό συντονισμό των εθελοντών και της ροής της παράστασης. Γρήγορος λόγος που δίνει ερεθίσματα και καλεί το θεατή σε ριζική αναθεώρηση εκ βάθρων του σύγχρονου πολιτισμού και σε δράση.