Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Καθώς το 2019 ορίστηκε –με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού– Έτος Αφιερωμένο στον «Ερωτόκριτο», ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος και η ηθοποιός Ελένη Στεργίου ένωσαν τις δυνάμεις τους δημιουργώντας ένα σύγχρονο ποιητικό έργο, γραμμένο σε έμμετρο στίχο, στα πρότυπα των Τραγωδιών και των Μυθιστοριών της Κρητικής Αναγέννησης. Με αφορμή την ιστορία ενός έρωτα που παραλίγο να προκαλέσει εμφύλιο στην Κρήτη και να οδηγήσει σε αιματοκύλισμα, μιας απαγωγής που χαρακτηρίστηκε από τα έντυπα της εποχής σαν ο νέος Τρωικός Πόλεμος, ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος και οι συντελεστές της παράστασης αναρωτιούνται αν υπάρχει ο έρωτας στις μέρες μας, αν αντέχει στο χρόνο, αν υπάρχουν σύγχρονοι Ρωμαίοι και Ιουλιέτες.
Η πραγματική ιστορία θέλει τον Kώστα Kεφαλογιάννη ή Kουντόκωστα, τον ηρωικό αντάρτη της ομάδας Aνωγείων επί Kατοχής, αδελφό του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Μανόλη Κεφαλογιάννη, να « κλέβει» στις 20 Αυγούστου 1950,την Tασούλα Πετρακογιώργη, την τρίτη κόρη κόρη του βουλευτή των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου, Γιώργη Πετρακογιώργη, του πιο σημαντικού ίσως αρχηγού της Αντίστασης στην Κρήτη, ενώ έβγαινε από τον κινηματογράφο «Όασις».
Γράφτηκαν δύο βιβλία για την απόλυτη αυτή ιστορία αγάπης. Το ένα «Η απαγωγή της Τασούλας» από τον Τάσο Κοντογιαννίδη και το άλλο «Τα Αμίλητα βαθιά νερά» από τη Ρέα Γαλανάκη. Μετά απ’ αυτά έρχεται το θεατρικό « Η απαγωγή της Τασούλας» του Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Το γεγονός στην εποχή του προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία που μετέδιδαν συστηματικά τις εξελίξεις για το θέμα.
Στο έργο ένας ποιητής (Κωνσταντίνος Μάρκελλος) επιστρέφει στην πόλη, όπου γεννήθηκε, μετά την λήξη του εμφύλιου πολέμου, μετά την εκούσια αυτοεξορία του για να μη χυθεί αδελφικό αίμα, «50 κύκλους γύρισε σε όλη την υφήλιο και αγάπη σαν αυτή άλλη δεν βρήκε», αποφασίζοντας να «συνθέσει» ένα ποίημα- ύμνο στον αληθινό Έρωτα. Συναντά τη Φερενίκη(Ελένη Βλάχου )και μαθαίνει τα νέα της δυστυχίας της καθώς πέθανε ο πατέρας της και έχασε τα υπάρχοντά της. Ευτυχώς όμως ο ξάδελφός της, ο Κώστας, της έδωσε καταφύγιο στο σπίτι του.
Στο μεταξύ δουλεύει στο σπίτι ενός άρχοντα και φτιάχνει τα προικιά για την κόρη του, την Τασούλα. Εκείνη η αρχοντοπούλα ονειροπολεί βλέποντας τη φλόγα του κεριού και μοιάζει άλλου να ταξιδεύει ο νους της.
Όταν η Φερενίκη γυρνά στο σπίτι του εξαδέλφου της, εκείνος είναι έξαλλος γιατί νόμιζε ότι η αρχοντοπούλα, η Τασούλα, με τις φίλες της τον είδαν που ερχόταν από τα χωράφια με βρώμικα ρούχα και γελούσαν εις βάρος του. Είναι διπλά έξαλλος γιατί την είχε γνωρίσει μικρή στην Αίγυπτο και τότε της είχε μιλήσει για τα ανδραγαθήματά του. Η Φερενίκη της ζητά το λόγο του εμπαιγμού. « Δεν χρειάζεται να κοροϊδεύεις κάποιον που δεν είναι της τάξης σου.» Το πρόσωπο αυτό της Φερενίκης (Ελένη Βλάχου) αποτελεί κλειδί για την εξέλιξη του μύθου, συμπάσχει με τη δυστυχία του εξαδέλφου της, ενώ φτερώνει με τη χαρά του. Είναι ένα αθώο κορίτσι, το έμπιστο πρόσωπο με την καθαρή ματιά, που με το τραγούδι του αποτυπώνει την συναισθηματική κατάσταση των ηρώων.
Ο συγγραφέας σταδιακά οδηγείται στην αποκάλυψη του έρωτα, μέσα από μια ζωγραφιά που παραπέφτει της Τασούλας και τη βρίσκει η Φερενίκη. Σ’ αυτήν η Τασούλα έχει ζωγραφίσει τον αγαπημένο της Κωστή.
Ο συγγραφέας, το πραγματικό πρόσωπο, έχει τα περάσματά του στο έργο με την ιδιότητα του συγγραφέα, όπου με το μπλοκάκι του παρακολουθεί την εξέλιξη του μύθου που αποτυπώνει στο χαρτί, κρατώντας σημειώσεις. Η τέχνη αντιγράφει τη ζωή και η ζωή την τέχνη!
Η Φερενίκη θέλει να προφυλάξει τον Κώστα από τον έρωτα αυτόν και προσπαθεί να τον αποκρύψει. Έντονη η μεταξύ τους διένεξη, όπου εκείνη δικαιολογείται γιατί του απέκρυψε τη ζωγραφιά, με στόχο να τον προφυλάξει.« Όσα η αγάπη προσπερνά, ο έρωτας καταλύει.»
Η Τασούλα δεν μπορεί να κοιμηθεί και τραγουδά « Ύπνε άγρυπνε της θλίψης…» με συνοδεία μιας φυσαρμόνικας.
Ο Κώστας(Δημήτρης Καπετανάκος) ζητά τη βοήθεια του φίλου του Νικήφορου «Βοήθα ν’ ανθίσει το χλωρό του έρωτα ροδάνι!» και εκείνος του προτείνει να κάνουν καντάδα στην αρχοντοπούλα: « Να σ’ αφήσω ασύντρεχτο δεν μπορώ!». Μετά τη σκηνή του μπαλκονιού « Ήλιε στις δικές μου τις αυλές, ήλιε μην βασιλέψεις! Πάψτε! Για άλλη παίζετε όχι για την Τασούλα!», όταν πια κατάλαβε ότι η καντάδα προοριζόταν για εκείνη, μέσα από επιστολές ομολογούν τον έρωτά τους. Ο Μανωλιός της πετά πέτρα με σημείωμα στο παραθύρι της, όπου της ζητά να την παντρευτεί όπως ήδη το έχουν κανονίσει οι γονείς τους. Η Τασούλα ανησυχεί , αλλά πιστεύει ότι « η φρόνηση θα έρθει βοηθός και ο πατέρας της θα πάρει τη σωστή απόφαση για εκείνη». Η μουσική και ηχητική πλαισίωση είναι στοχευμένη και πολύ επιτυχημένη. Την απειλή του επικείμενου γάμου κοινοποιεί η Τασούλα στον Κώστα με ήχο τυμπάνου. Ο Κώστας ανησυχεί, ενώ ο Νικηφόρος του προτείνει: «Αν αρνήθηκαν την κόρη που θες, κλέψε!» Η Φερενίκη φοβάται, ενώ ο Νικήφορος(Νικολής Αβραμάκης) δηλώνει θαρραλέα και ηρωικά ότι θα τον βοηθήσει. Καταπληκτικό το τραγούδι του Νίκου Ξυδάκη, με ωραία ερμηνεία από τους ηθοποιούς. Τελικά την κλέβει. Εκείνη προσεύχεται και είναι τρομερά επιφυλακτική. Ωραία η μετάβαση της ηθοποιού, Ελένης Στεργίου που προσπαθεί και σε όψη να προσεγγίσει την πραγματική Τασούλα και βέβαια την ψυχολογία μιας γυναίκας εκείνης της εποχής, με αυξημένο το αίσθημα της ντροπής και την κοινωνικής ευθύνης, όπως βέβαια και της τιμής. Από την ονειροπόληση και την γλυκύτητα του έρωτα που εκκολάπτεται, περνά στην επίθεση στον απαγωγέα της, για να ταυτιστεί στο τέλος μαζί του και να νιώσει και τη φθορά όπως κάθε ανθρώπινο συναίσθημα.
« Δεν σεβάστηκες τη φαμίλια μου!» του λέει απαχθείσα στον Ψηλορείτη και του δηλώνει ότι αν τη ζήταγε από τον πατέρα της, εκείνος δε θα του την έδινε ποτέ. Ο φόβος της ωστόσο, έκδηλος: «Θα με επιστρέψεις απείραχτη;» Μαλώνουν. Ένας πονόκοιλος της Τασούλας γίνεται αφορμή να καταλαγιάσουν τα πνεύματα και ορκίζονται αγάπη ο ένας στον άλλο. Ωραία σκηνή αφοσίωσης «Φεγγάρι μην μαρτυρήσεις τα φιλιά που δώσαμε!» Ο συγγραφέας γνώστης της κρητικής παράδοσης, αναφέρεται συχνά στη φύση και επικαλείται τα στοιχειά της.
Ο Κώστας (Δημήτρης Καπετανάκος), παλικάρι, αρχικά θίγεται από την συμπεριφορά των κοριτσιών, μετά ενθουσιάζεται όταν αποκαλύπτεται ότι δεν είναι μόνος του, αλλά ότι και η Τασούλα τον αγαπά, την κλέβει με τρελή επιθυμία να την κάνει δική του, παλικαρίσια συλλαμβάνονται, μιλά ωραία στο δικαστήριο καταθέτοντας την αγάπη που τον οδήγησε στην πράξη του, το σκάνε μαζί για να διαφυλάξουν τον έρωτά τους σε μιαν άλλη ήπειρο, που όμως είναι αμφίβολο αν μπορεί να κατανοήσει την αγάπη ή αν αυτή η αγάπη τελικά ήταν τόσο δυνατή για να υμνηθεί.
Όλα τα σημεία του κρητικού θεάτρου και της μεγάλης θεατρικής παράδοσης υπάρχουν στο έργο αυτό. Το ζευγάρι , ο έρωτας που απειλείται, η φύση, το κακό όνειρο, ο κακός οιωνός. Ο Νικήφορος και η Φερενίκη οι ήρωες που πλαισιώνουν το ζευγάρι, που όμως παρά τη σημειολογία του ονόματος τους, αυτός που φέρει τη νίκη, δεν κατορθώνουν να εξασφαλίσουν το αίσιο τέλος. Εκεί πια ερχόμαστε στη σύγχρονη εκδοχή του μύθου, που η αγάπη δεν απειλείται από εξωτερικούς εχθρούς αλλά από τον ίδιο τον εαυτό της. Ο Νικήφορος του μηνάει να επιστρέψει την Τασούλα καθώς η απαγωγή της είναι σκέτος παραλογισμός. Ο καπετάνιος βρίζει τον Κώστα αποκαλώντας τον ληστή και αρματώνει τους άνδρες του ώστε να γυρίσουν την κόρη του και να σκοτώσουν τον Κώστα. Η Φερενίκη λέει ότι ο καπετάνιος την καταράστηκε την κόρη του: «το γάλα της μάνας της να γίνει μαύρο και να τη πνίξει» και η μάνα του Κώστα το ίδιο: « Αν το καλό του όνομα πάει να μαγαρίσει, να τον ηβρούν μαυριτανοί και τρεις μαχαιριές να του δώσουν, δυο στην καρδιά και μια στο κεφάλι». Όλη αυτή η ανησυχία αποτυπώνεται σε ένα εκπληκτικό τραγούδι.
Αυτοί όμως είναι αποφασισμένοι «Κακιάς ώρας γεννήματα, να γίνουν ευχές! Ή μαζί ή νεκροί!». Ο ΝΙκήφορος τους προτείνει « να τους παντρέψει στα κρουφά». Έτσι και έγινε αφού ο παπά Πανάρετος, από το μοναστήρι κοντά στην σπηλιά, τους παντρεύει, υμνώντας τον έρωτα μέσα σε ένα ρομαντικό ελπιδοφόρο φως.
Το αηδόνι θλίβεται. Πρόκειται για την ημέρα της κρίσης, της δίκης του Κώστα. Εκείνος έχει πολύ κακό προαίσθημα παρά την συγκλονιστική κατάθεση που κάνει όπου εκθέτει τα τεκταινόμενα. Στη φυλακή περιμένοντας το πόρισμα, ζητά από τον Νικήφορο να του φέρει την Τασούλα να την αποχαιρετήσει. Σπαραχτική η σκηνή της φυλακής. Πενήντα χρόνια φυλακή, θα πει εξορία από τον κόσμο , άρα θάνατος για εκείνον. Τραγική η σκηνή «Μην ανατείλεις ήλιε μου, κι αν ανατείλεις, να γοργοβασιλεύσεις.» Ο Νικήφορος δίνει μια λύση και το ζευγάρι διαφεύγει στο Χόλυγουντ. Η ιστορία αγάπης που έζησαν έγινε γνωστή παγκοσμίως και εξήψε το ενδιαφέρον των παραγωγών για να κάνουν την ιστορία τους ταινία.
Τους ζητούν να αλλάξουν κάπως την ιστορία τους να την κάνουν πιο θελκτική για τους σύγχρονους θεατές. Εκείνοι διαφωνούν μεταξύ τους. Λέει αυτή: «Να πουν τον μύθο μας ως έχει! Όχι να τον φτελίσουν!» Καυγαδίζουν. Μπαίνουν άλλες παράμετροι. Τελικά « Η αγάπη μοιάζει με όνειρο που όταν ξυπνάς σβήνει»
Πρόκειται για μια ωραία προέκταση , για ένα νέο μύθο πάνω σε μια παλιά ιστορία, που προσπαθεί να μιμηθεί την κρητική θεατρική παράδοση και το κρητικό ιδίωμα. Κατορθώνει να ευαισθητοποιήσει το θεατή και να τον κερδίσει με τον ωραίο λόγο του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, την υπέροχη μουσική και τραγούδια του Νίκου Ξυδάκη και τις υπέροχες ερμηνείες των Δημήτρη Καπετανάκου ( Κώστας), Ελένης Στεργίου ( Τασούλα), Ελένης Βλάχου ( Φερενίκη), Νικολή Αβραμάκη ( Νικήφορος) και Κωνσταντίνου Μάρκελλου (συγγραφέας).
Η μουσική επί σκηνής του Οδυσσέα Κωνσταντόπουλου, που έπαιξε για τις ανάγκες του έργου διάφορα μουσικά όργανα, υπήρξε καθοριστική για την οργάνωση της παράστασης και τη δημιουργία της κατάλληλης ρομαντικής , ιπποτικής ατμόσφαιρας.
Πρόκειται για μια μελέτη, που με επιτυχία κατάφερε να αναβιώσει στη σκέψη πολλών μια ολόκληρη πολιτιστική θεατρική κληρονομιά.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ