Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Οι θεατρικές επιχειρήσεις Λεμπέση παρουσιάζουν μέσω worldwide online streaming, την Παρασκεύη 15.1, το Σάββατο 16.1 και την Κυριακή 17.1 και ώρα 20.00, καθώς και το τριήμερο 22 – 23 – 24.1, την βραβευμένη θεατρική παράσταση « Με τη Σιωπή » του Αλεχάντρο Κασόνα, του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα και ποιητή, ο οποίος ανήκει στην γενιά του ’27. Μετά την άνοδο του Φράνκο αναγκάστηκε να φύγει από την Ισπανία και πήγε στο Μπουένος Άιρες, όπου έζησε μέχρι την επιστροφή του στην Ισπανία το 1962. Το συγκεκριμένο έργο χάρισε στην Μίρκα Παπακωνσταντίνου το Ά Βραβείο γυναικείας ερμηνείας στα βραβεία Αθηνοράματος και στον Προμηθέα Αλειφερόπουλο την πρώτη του υποψηφιότητα ως Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού. Η παράσταση που ενθουσίασε το κοινό και υμνήθηκε από τους κριτικούς, παίχτηκε για δύο χρόνια στο θέατρο Βεάκη (2006 – 2008 ) αλλά και στην Μονή Λαζαριστών στην Θεσσαλονίκη και ήταν κάθε μέρα sold out.
Το έργο του Αλεχάντρο Κασόνα «Με τη Σιωπή», διαδραματίζεται στο σπίτι που το λένε «τα εφτά μπαλκόνια», αρχοντικό πλούσιων κτηματιών. Είναι ένα μεταφυσικό παραμύθι, όπου ζωντανοί και νεκροί συνυπάρχουν, όπως στα έργα του Μαρκές και της Αλιέντε και οι μεν καθορίζουν με έμμεσο ή άμεσο τρόπο τη ζωή των άλλων. Πρωταγωνίστρια η ανύπαντρη Ελισέα (Μίρκα Παπακωνσταντίνου), που μάταια περιμένει τον αρραβωνιαστικό της να γυρίσει από την Αμερική και έχει επιλέξει να ζει περισσότερο σε ένα φαντασιακό δικό της περιβάλλον παρά στην πραγματικότητα. Ίσως γι΄αυτό να συνεννοείται καλύτερα με τον αυτιστικό ανιψιό της, γιατί και οι δυο αντιλαμβάνονται έναν άλλο εντελώς δικό τους κόσμο. Εκείνη δεν ζει στο παρόν αλλά έχει βυθιστεί στο παρελθόν της. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου σαν να συντονίζει με την παρουσία της και τον ρυθμό του λόγου της όλη την παράσταση. Ο γιατρός (Κώστας Αρζόγλου) την συμπονά και αποτελεί τη μόνη της παρηγοριά μαζί με τον ανιψιό της, γιο της αδελφής της που έχει πεθάνει. Το αυτιστικό αυτό παιδί έχει επιλέξει να επικοινωνεί με τη θεία του μόνο και να χαίρεται τη δική της παρέα πιο πολύ γιατί νιώθει ότι απειλείται από όλους τους άλλους. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το κεφάλι του είναι σαν ένα άδειο σπίτι, εντελώς κενό.
Η Ροζίνα, η δεκαεπτάχρονη υπηρέτρια είναι το πιο αληθινό άτομο μέσα σε αυτό το σπίτι. Στη συνομιλία της με το γιατρό βάζει τους άξονες του έργου. Του λέει ότι άκουσε στο κήρυγμα, στην εκκλησία, ότι το υπέρτατο αγαθό είναι η ελπίδα. Η ελπίδα όμως δεν είναι τίποτα χωρίς την πίστη και την συμπόνια. Ο Κώστας Αρζόγλου, γιατρός, αποπνέοντας την πείρα και την απελπισία αυτού που έχει δει πολλά, τη συμβουλεύει να ακολουθήσει το κήρυγμα.
Ο Κασόνα προχωρά με αργά βήματα στον παρουσίαση του δράματος που κρύβεται μέσα σε αυτό το πλούσιο σπίτι, παρουσιάζοντας τα αδιέξοδα όλων των ηρώων, της Ελισέας, χαμένης σε αβάσιμες ελπίδες, του Έρον, βυθισμένου ίσως και από επιλογή σε έναν κόσμο μακριά από τον πραγματικό, που είναι φανερό ότι τον κάνει δυστυχισμένο, του Ραμόν (Χρήστος Βασιλόπουλος), πατέρα του Έρον, χήρου και με πολλά χρέη, εγκλωβισμένου σε ένα σπίτι από την κουνιάδα του που δεν του δίνει τα λεφτά της οικογένειας, περιμένοντας τον αρραβωνιαστικό της, ενώ από την άλλη τον πιέζει η ερωμένη του, η Αμάντα (Σταυριάνα Πανδή) να παντρευτούν, αλλά συνάμα να απαλλαγούν από τα δύο βάρη της οικογένειας, τον Έρον και την Ελισσέα. Κυρία στο σπίτι θέλει να είναι μόνο εκείνη και όχι να δέχεται τις επικριτικές παρατηρήσεις της κουνιάδας του άνδρας της. Είναι η όμορφη αντιπαθητική μητριά, που θα φροντίσει να δηλητηριάσει όλες τις σχέσεις προς όφελός της. Είναι το τέλειο ζευγάρι με ένα στυγερό , θυμωμένο, βάρβαρο Ραμόν. Εξαιρετικός ο Χρήστος Βασιλόπουλος. Η Ελισσέα έχει σβήσει την Αμάντα από τη ζωή της για να είναι ευτυχισμένη. «Δεν υπάρχεις, είσαι σβησμένη!» της λέει για να βρίζει μετά αυτή απευθυνόμενη σ’ εκείνη «Γεροντοκόρη και γουρούνα».
Η Ελισέα μετά το θάνατο της αδελφής της και βλέποντας ότι λόγω ιδιαιτερότητας δική της και του ανιψιού της, θα τους έκαναν πέρα και θα τους έπαιρναν το μερίδιό τους, έχει δεσμεύσει όλη την περιουσία που κανονικά ανήκε και στους τρεις: στον Ραμόν, τον Έρον και εκείνη.
Ο Έρον (Προμηθέας Αλειφερόπουλος) μιλά με τους νεκρούς, τη μητέρα του, τον παππού, την Αλίκη που πνίγηκε και μέσα από εκείνον η παρουσία τους στη σκηνή υπονοείται με παρουσίες αιθέριες, βγαλμένες από άλλον κόσμο. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας, δεν χάνει λεπτό την συμπαθή αυτή παρέκκλιση του Έρον και αποτελεί λυδία λίθο για την ποιότητα των προσώπων του έργου, όπως της θείας του, του πατέρα του, της Αμάντα, αλλά και της Ροζίνας. Εκπληκτική η σκηνή που βλέπει τον πατέρα του να συνευρίσκεται με την Αμάντα και ξεσπά σε σπασμούς, ενώ οι υπηρέτριες τον κανακεύουν με μια ωραία χορευτική κίνηση. Έχει πια επιλέξει ότι θέλει να μείνει με τα φαντάσματά του και αφού αυτά δεν μπορούν να κατοικήσουν μαζί του θα πάει να τα βρει αυτός. Η ανησυχία της μητέρας του όμως είναι ότι αν βάλει τέλος στη ζωή του, δε θα συναντηθούν ποτέ. Εκπληκτική η έκφραση της ατελείωτης αγάπης της μητέρας – φάντασμα, που παραστέκεται πάντα χωρίς να μπορεί βέβαια να αποτρέψει την έκβαση των πραγμάτων.
Άλλη κορυφαία στιγμή, η Ελισέα με τον ανιψιό της που παίζουν χαρτιά, σκηνή μεγάλης τρυφερότητας και εκμυστηρεύσεων.
Η Ροζίνα χορεύει με τον Έρον “una historia de un amor”, ενώ στο βάθος της σκηνής αντιπροβάλλεται η Αμάντα με ένα κόκκινο φόρεμα του πάθους και αναφέρεται στα μοσχομυριστά μήλα, όπως τα μήλα της αμαρτίας. Όλα αυτά ενόψει της παγίδας που θα στηθεί στην Ελισέα για να της αποσπάσουν τα χρήματα. Αξιόλογη ερμηνευτικά είναι και η Άννα Μονογιού.
Στο σημείο αυτό το έργο μοιάζει πολύ με το «Λεωφορείο ο Πόθος» και η Ελισέα με την Μπλανς ντι Μπουά, το ίδιο και η κατάληξή τους.
Η σκηνοθεσία του Νίκου Καραγέωργου ακολουθεί το έργο και δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για αυτό το μυστηριακό, ομιχλώδες τοπίο μέσα και έξω από το σπίτι με τα επτά μπαλκόνια. Καταπληκτικό σκηνοθετικό, αλλά και σκηνικό εύρημα τα τελάρα που διαχωρίζουν στο βάθος της σκηνής, τις διαφορετικές στιγμές και αποκαλύπτουν όσα κανονικά δεν θα έβλεπαν οι θεατές, διευκολύνοντας την κατανόηση του έργου. Έμπνευση της Χριστίνας Κωστέα, που δημιούργησε σκηνικά αλλά και υπέροχα λευκά κοστούμια που παραπέμπουν και σε μια άλλη διάσταση.
Εξαιρετική η μουσική του Πάνου Δορμπαράκη και η μουσική του επιμέλεια καθώς και οι συνθέσεις ήχων του Δημήτρη Ιατρόπουλου που μαζί με τα φώτα της Κατερίνας Μαραγκουδάκη δημιούργησαν ακριβώς το κατάλληλο κλίμα για το έργο.