Από τον Ιωάννη Λάζιο
Το «Μπεντ» είναι ίσως ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα, που σχετίζονται με τη ναζιστική κτηνωδία από την οπτική των αιχμαλώτων του «ροζ τριγώνου» και αναδεικνύει την διαφοροποίηση που είχαν μεταξύ τους, ως προς την κοινωνική κλίμακα των κέντρων κράτησης, οι ομοφυλόφιλοι και οι Εβραίοι. Κατά καιρούς έχουν παρουσιαστεί πολλές και διαφορετικές οπτικές του έργου. Άλλες φιλοδοξούν να αναπαραστήσουν την ατμόσφαιρα της εποχής και άλλες να ντοκουμεντάρουν την παράσταση προσφέροντας πληροφορία.
Το ανέβασμα του Πέτρου Ζούλια συγκαταλέγεται στην κατηγορία αυτών που σκοπός τους είναι να δημιουργήσουν στο θεατή εντυπώσεις με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Και ενώ το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη θα το χαρακτηρίζαμε στυλιζαρισμένο με νατουραλιστικές υφές, ο φωτισμός είναι αμιγώς νατουραλιστικός και μας ταξιδεύει με τις εναλλαγές του και τις διάφορες συνθέσεις στις διαφορετικές ώρες και εποχές που διατρέχουν το χρονικό συνεχές της παράστασης.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, όπως είπαμε, στόχο είχε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Αυτό το πέτυχε «χτίζοντας» ολόκληρη την παράσταση γύρω από τον πρωταγωνιστή Μέμο Μπεγνή. Αυτός ανταποκρίθηκε απρόσμενα καλά σε αυτό που κλήθηκε να περατώσει. Η ερμηνεία του έδειχνε την προσπάθειά του να εμβαθύνει στο ρόλο, αν και πολλές φορές έπεφτε στην παγίδα της εξωτερικής ερμηνείας με έντονες κινήσεις και φωνές, απομακρυνόμενος έτσι από την αυθεντικότητά του. Κατόπιν, στην ερμηνεία του παρατήρησα έναν στυλιζαρισμένο τρόπο άρθρωσης του λόγου, που οπωσδήποτε έρχεται σε σύγκρουση με τον πιο φυσικό τρόπο που ερμήνευε τον ρόλο του ο Ιωάννης Αθανασόπουλος και ο Γιάννης Σίντος. Ο τελευταίος είχε στην ερμηνεία του, βέβαια, αρκετά πιο στυλιζαρισμένα στοιχεία στερεοτυπικής μιμητικής από τον Αθανασόπουλο, που ξεχώρισε για την φυσικότητά του. Ακόμα και η ντραγκ παρουσία του Μανώλη Θεοδωράκη ήταν αρκετά πειστική και καλλιτεχνικά δεσμευμένη στον σκοπό της ατμόσφαιρας, παρόλο που το είδος αυτό χαρακτηρίζεται για την σουρεαλιστική αισθητική.
Στο ίδιο φάσμα της σκηνοθετικής αισθητικής εντάσσονται και τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη, που αποτύπωναν με ακρίβεια την αισθητική της εποχής. Ενδιαφέρουσα η λεπτομέρεια στο τέλος, με το πουκάμισο που έχει τρυπηθεί από τις σφαίρες, μόνο που δεν ξέρω αν αξιοποιήθηκε δεόντως από την σκηνοθεσία, καθότι η θέση των φρουρών δεν συνάδει με την θέση των τρυπών. Σε κάθε περίπτωση, συμβάλλουν τα μέγιστα στη δημιουργία ατμόσφαιρας, όπως και η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου.
Ο Πέτρος Ζούλιας πέτυχε σίγουρα τον σκοπό του, καθώς η παράσταση μεταφέρει το μήνυμα στον θεατή, αν και στα ντεφό της σκηνοθεσίας του συγκαταλέγεται ο σκηνικός χώρος, καθότι όντας μεγάλος δημιουργεί δυσκολία στην υποβολή του θεατή, όπως και η διάρκεια του έργου, δεδομένου του ότι αναλώνεται σε διαλόγους που ελάχιστα ή και καθόλου βοηθούν την εξέλιξη της ιστορίας. Τέλος, αυτές οι τεράστιες πέτρες που πηγαινοερχόντουσαν σε όλο το δεύτερο μέρος της παράστασης κούρασαν το κοινό, όπως και τους ηθοποιούς, που σίγουρα αξίζουν συγχαρητήρια για αυτόν τον άθλο ταλαιπωρίας της μέσης τους.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ