Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η αληθινή ιστορία του Τζων Μέρρικ, ενός Άγγλου του 19ου αιώνα, που χτυπήθηκε από μια φοβερή αρρώστια, ενέπνευσε τις τέχνες και τα γράμματα.
Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε το 1980 από το θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη σε μια παράσταση - σταθμό για το θέατρο και την καριέρα αυτού του πάντα πρωτοποριακού καλλιτέχνη.
Πρόκειται για έναν ρόλο - πρόκληση για τους μεγαλύτερους ηθοποιούς. Ο άνθρωπος αυτός, ο Τζων Μέρρικ, λόγω της παραμόρφωσής του ήταν κυνηγημένος από τους εφιάλτες του αλλά και από τους συνανθρώπους του. Καθώς δεν μπορούσε να επιβιώσει στον έξω κόσμο κατέληξε να γίνει το «Τέρας» ενός τσίρκου ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας. Ο «μάνατζέρ» του (Στέλιος Καλαϊτζής), τον προωθούσε σαν το πιο φοβερό θέαμα, που αν και αποκρουστικό κι απωθητικό, έλκυε τους θεατές να το «απολαύσουν». Να φοβηθούν με την ασχήμια αυτού του δύσμοιρου ανθρώπου ή και να επιβεβαιωθούν απλά έναντι ενός παραμορφωμένου και δυστυχούς πλάσματος. Η θέα ενός τέτοιου όντος «απελευθερώνει» ή καθιστά αποδεκτή την κάθε είδους εσωτερική ασχήμια όλων των άλλων, «όμορφων» και «αρτιμελών». Η αλήθεια και μάλλον η άποψη και του σκηνοθέτη είναι να δούμε το τέρας μέσα μας, να αναλογιστούμε τις βαθύτερες προθέσεις μας και τελικά να προβληματιστούμε για την έννοια της ομορφιάς. Η ασχήμια ή η αδυναμία αποκαλύπτει σε πολλούς βίαια ένστικτα, που εκφράζονται με κινήσεις σαδιστικές προς το «άλλο» ή «διαφορετικό» ον. Κάθε «άλλο» ον στα μάτια τους, είτε είναι δύσμορφο, είτε μόνο και μόνο που είναι διαφορετικό, διεγείρει και πυροδοτεί τη βία στα άτομα του περιβάλλοντός του, τη μη αποδοχή, τον κατατρεγμό, την εκμετάλλευση, τον οίκτο, οδηγώντας τις περισσότερες φορές τον « άλλο» στον αφανισμό. Όπου «άνθρωπος ελέφαντας», ο καθένας μπορεί να βάλει όλες τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, τους μετανάστες, τους ανάπηρους, τους ασθενείς, τους ομοφυλόφιλους, και να αναλογιστεί πώς τους αντιμετωπίζει το κοινωνικό σώμα. Τα Freak Shows ξεκίνησαν στην Αγγλία το 1550 και επεκτάθηκαν σε όλες τις χώρες εκφράζοντας την σαδιστική ανάγκη του ανθρώπου, τη ναρκισσιστική του συμπεριφορά, την επιβεβαίωσή του απέναντι στον αδύναμο, την υποκριτικά φιλάνθρωπη συμπεριφορά του, με την οποία προσπαθεί να εξιλεωθεί από τις ακρότητες του καπιταλισμού. Έτσι σε αυτό το τσίρκο των τεράτων της παράστασης, παρουσιάζεται η γυναίκα με τα τέσσερα πόδια, οι δίδυμες με τα μυτερά κεφάλια και ο άνθρωπος ελέφαντας σε μία συνθήκη όπου θα μπορούσε να παρουσιαστεί και να εξευτελιστεί ο,τιδήποτε διαφορετικό, που απλά προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν ανήλεο κόσμο, που τον εκπορνεύει. Η σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη πέτυχε να αποδώσει το κλίμα αυτό και τον προβληματισμό και βέβαια αυτό ενισχύθηκε πολύ από τις καταπληκτικές μάσκες της Ελένης Σουμή. Κάθε μάσκα ήταν ενδεικτική για το χαρακτήρα του ρόλου. Ο άνθρωπος ελέφαντας, αυτός ο δύσκολος ρόλος, μιας τρυφερής, πληγωμένης ψυχής, έγκλειστης σε ένα σιδηρό περιτύλιγμα, προστασία και φυλακή συγχρόνως, ενσαρκώθηκε με λεπτότητα και βαθειά μελέτη από την Δημήτρη Καρατζιά. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος, που δεχόταν τη βία του περιβάλλοντος του, με το δύσμορφο σώμα του, την αναπηρία στο ένα πόδι, το σύρσιμο πάνω στη σκηνή, ελπίζοντας να «ζήσει», μετά να βρει καταφύγιο, αργότερα να αγαπηθεί. Ματαιότητα, όλα μια ματαιότητα, που καθώς τη ζει επιλέγει το τέλος της. Μια συγκινητική ερμηνεία, ενός μεγάλου ρόλου σε μια μικρή σκηνή.
Ο Άνθρωπος Ελέφαντας δεχόταν από τον μάνατζέρ του τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς, με μια άγρια και τρομακτική φωνή ενώ το ίδιο πρόσωπο μπροστά στον Δρ. Τράβις προσποιούνταν τον ευγενικό, με μια αλλοιωμένη ταρτούφικη υποχωρητική φωνή. Ο «μάνατζερ» του (Στέλιος Καλαϊτζής) όταν τον είχε κοντά του, του συμπεριφερόταν σαν υποχείριό του, σαν ένα ζώο, που του εξασφάλιζε το εισόδημά του, ενώ το κλωτσούσε , το πονούσε, τον ισοπέδωνε ψυχικά. Μόνο μπροστά στο γιατρό, ειδικά μετά την εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους του τελευταίου, και με την υπόνοια ότι θα μπορούσε να αποσπάσει από αυτόν και άλλα χρήματα, άρχισε να μιλά ευγενικά. Εξαιρετική η ερμηνεία του ηθοποιού, με μελετημένη κίνηση και διακυμάνσεις. Μόνο ο Δρ. Τράβις (Περικλής Μοσχολιδάκης), πίστεψε ότι πίσω από την εμφάνισή του ανθρώπου αυτού, του ανθρώπου-ελέφαντα κρυβόταν ένας ιδιαίτερα έξυπνος και χαρισματικός νεαρός άνδρας. Κι όμως και μετά από αυτή την αναγνώριση, δεν έπαψε να είναι δέσμιος της αποκρουστικής του εμφάνισης, σ’ ένα περιβάλλον ανίκανο να «δει» πέρα από την εικόνα του. Ακόμα και ο γιατρός εξασφάλισε στέγη στο «τέρας», στην κλινική του, για σκοπούς καλής φήμης και ελπίζοντας σε κάποια επιστημονική έρευνα. Ο Καρλ Γκομ, Διευθυντής του Νοσοκομείου (Μιχάλης Καλιότσος) πείθεται από τον γιατρό να τον δεχθεί στο νοσοκομείο και να τον φιλοξενήσουν μόνο και μόνο για λόγους επιχειρηματικούς. Κάθε τόσο, ωστόσο, δεν παραλείπει να του τονίζει ότι του έχει προσφέρει στέγη και φαΐ, απαλλάσσοντάς τον από εκείνη την ανέντιμη ζωή του περιφερόμενου τέρατος. Ο γιατρός, ωστόσο, εκπλήσσεται από το υπέροχο μυαλό του Τζων Μέρρικ, την ακλόνητη πίστη του, βλέποντάς τον να γνωρίζει όλη την Αγία Γραφή απέξω καθώς και τη δίψα του για αποδοχή, για αγάπη και έρωτα. Ο τρόπος με τον οποίο τον προσεγγίζει η Κυρία Κένταλ, (Μαρία Καβουκίδη), ξεκινώντας από το φόβο και την απέχθεια και καταλήγοντας να παίζει με τα αισθήματά του, είναι χειριστικός, τυραννικός και σαδιστικός. Η μάσκα της Κένταλ, είναι ενδεικτική της ματαιοδοξίας της, το ίδιο και το κοστούμι της.
Ένα έργο διαχρονικό με πάντα επίκαιρο προβληματισμό γύρω από τη φύση του ανθρώπου, σε μια αποκαλυπτική παράσταση με την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, που έχει επιμεληθεί επίσης τα σκηνικά και τα θαυμάσια κοστούμια της παράστασης, σε απόλυτη συνεργασία με τις αριστουργηματικές μάσκες της Ελένης Σουμή και τη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, που απέδιδε ακριβώς το κλίμα.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ