Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Φιλάργυρος μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί, ως λογοτεχνικό κείμενο, σημαντική συμβολή στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου των πρώτων χρόνων του 19ου αιώνα, γραμμένος από την Ελισσάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, μία από τις πρωτοπόρες γυναικείες φωνές της εποχής πριν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα σημειώνεται κάποια βελτίωση της θέσης της ελληνίδας, με πρώτη εκδήλωση τη μόρφωση του κοριτσιού. Από την τρίτη δεκαετία αρχίζουν να ιδρύονται τα πρώτα Παρθεναγωγεία, σκοπεύοντας στην εκπαίδευση της νοικοκυράς ή στην επαγγελματική κατάρτιση μιας δασκάλας. Δυο γυναίκες της εποχής αυτής ξεχώρισαν: Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898) και η Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα (1821-1900) που κέρδισαν κάποια κοινωνική αναγνώριση.
Η Αλταμούρα είναι η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος, που έκανε σπουδές σε ιταλική Σχολή Καλών Τεχνών, μεταμφιεσμένη σε άντρα.
Ακολουθούν άλλες δύο περιπτώσεις γυναικών, είναι η Ευανθία Καΐρη (1799-1866), που θεωρείται ως η πρώτη διανοούμενη ελληνίδα και η συνομήλική της, Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου που ενστερνίστηκε τα ανθρωπιστικά ιδανικά του Διαφωτισμού σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα, συμπεριλαμβανομένης της ισότητας των φύλων. Η Μαρτινέγκου ήταν η πρώτη φεμινίστρια στην Ελλάδα, που βιώνοντας τον αποκλεισμό των ομοφύλων της, ήρθε με τα έργα της σε αντιπαράθεση με την πατριαρχική κουλτούρα. Και ενώ έγραφε δοκίμια και θεατρικά σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων, συντρίβεται από το καταπιεστικό πατριαρχικό καθεστώς. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τον είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Νικόλαο Μαρτινέγκο, που παζάρευε την προίκα που θα έπαιρνε και με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Ελισσαβέτιο που λίγες ώρες μετά τη γέννησή του πέθανε από επιπλοκές στον τοκετό. Παρά τον μεγάλο όγκο του συγγραφικού της έργου, το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η Αυτοβιογραφία της, την οποία εξέδωσε ο γιος της το 1881.
Η Μαρτινέγκου γνώριζε την ομώνυμη κωμωδία του Μολιέρου, L’Avare, ωστόσο, στο δικό της έργο διαπιστώνουμε ότι περισσότερο από τη διακωμώδηση του ελαττώματος της φιλαργυρίας, εκείνη εστιάζει, ίσως από δική της εμπειρία, στα προβλήματα των οικογενειακών σχέσεων. Καθώς διαπνεόταν από φιλελεύθερες ιδέες σκόπευε να περιγράψει τη ζωή των καταπιεσμένων γυναικών και των παιδιών, τα οποία δεν αποκτούν σωστή παιδεία εξαιτίας της δεσποτικής, αυταρχικής συμπεριφοράς του πατέρα τους. Το ύφος της κωμωδίας του Μολιέρου δεν υπάρχει στο έργο της Μαρτινέγκου, αφού αυτό είναι μάλλον δράμα. Υπάρχουν πολλά ρομαντικά στοιχεία και ένα κλίμα σκοτεινό και στενάχωρο όπως η καταχνιά στις ψυχές των ηρώων.
Αυτό το κλίμα διαπνέει όλη την παράσταση και κάνει φανερή τη δυσφορία της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, του γιου της και βέβαια των δούλων του σπιτιού: της Τύλεσας (Κλεοπάτρα Ροντήρη) και του Πρόθυμου (Τάσος Ζιάκκας). Οι δούλοι έχουν πολλά στοιχεία της commedia dell arte, γνωστά στα Επτάνησα από τους ιταλικούς θιάσους.
Η παράσταση ξεκινά με μια αρέκια (ζακυνθινή μαντινάδα), ένα χορωδιακό τραγούδι, και σιγά σιγά ο θίασος έρχεται στη σκηνή. Στο βάθος ο γιος της Μαρτινέγκου διαβάζει, ντυμένος με φούστα, απόλυτα ταυτισμένος με τη μάνα που ποτέ δε γνώρισε αλλά που λάτρεψε μέσα από τα κείμενά της. Η παράσταση του Φιλάργυρου στον Πολυχώρο Αλεξάνδρεια ξεκινά από τη στιγμή που ο Ελισαβέτιος (Λεονάρντο Θίμο) βρίσκει τα γραπτά της μητέρας του. Η σκηνοθετική παρέμβαση θέλει το πρόσωπο της Ελισάβετ Μαρτινέγκου να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του Ελισαβέτιου, εξάλλου το έργο της, και η έκδοσή του οφείλεται σε εκείνον. Υπάρχει μια ταύτιση και μια συνέχεια του σύντομου βίου της συγγραφέως μέσα από το γιο της και μετά στο ρόλο της Μέλουσας (Δανάη Καλαχώρα), συζύγου του Σέλημου, που φέρει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία της Ελισάβετ.
Σε ένα μαύρο σκηνικό, όλα συμβαίνουν επί σκηνής. Εκεί βρίσκουν τα κοστούμια τους οι ηθοποιοί και με τελετουργικό τρόπο θα έλεγε κανείς ενδύονται το ρόλο τους, με απόλυτη σοβαρότητα, ταπεινότητα και συγκρότηση.
Η Μέλουσα (Δανάη Καλαχώρα) με μια σπαρακτική ερμηνεία σε όλο το έργο, αναδεικνύει την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η συγγραφέας. Αναθεματίζει την κατάστασή της. Κάνει ακατάπαυστα δουλειές, δίχως να γνωρίσει ποτέ τη διασκέδαση και καταριέται τον εαυτό της γιατί «η φιλαργυρία του άντρα της είναι η αιτία του αφανισμού του γιου της». Ο γιος της, ο Λέκαος, φορά το ίδιο πουκάμισο 8 ημέρες και διαμαρτύρεται: «Είμαι μεγάλος, δε μπορώ να κυκλοφορώ σαν τον εβραίο!» Με αυστηρό ύφος του φωνάζει: «Δεν έχω, δεν έχω, δεν έχω!» Ο Σέλημος τρομερά φιλάργυρος, συμπεριφέρεται με σκληρότητα, όχι μόνον στους υπηρέτες του, αλλά και στη σύζυγο και στο γιο του, από τους οποίους στερεί όλα τα αγαθά. Ο Σέλημος (Βασίλης Βλάχος), με μια γλαφυρή ερμηνεία, που υποβοηθείται και από τη ντοπιολαλιά, κακομοίρης, γερολαδάς, αποπαίρνει το παιδί του, που τόλμησε να του ζητήσει λεφτά για ρούχα.
- Λέγε μου διαολόπαιδο, τι θέλεις;
- Τάλαρα!
- Τάλαρα; Βρε σκυλί και τι τα θέλεις;
- Να κάμω ρούχα.
Τον αποπαίρνει και τον διαβεβαιώνει ότι όλη μέρα πληρώνει και δεν έχει λεφτά και στην κασέλα του έχει μόνο άρματα από τότε που ήρθαν οι εγγλέζοι.
Το βαρύ κλίμα σπάνε ο Πρόθυμος (Τάσος Ζιάκκας) και η Τύλεσα (Κλεοπάτρα Ροντήρη), αν και αποδίδουν όλη τη δυστυχία του σπιτιού αυτού. Η Τύλεσα με μεγάλο κόπο τον υπηρετεί, με φόβο για εκείνον, αλλά με σεβασμό για την κυρά της. «Ανάθεμα την ώρα όπου εγίνηκα δούλα του! Αν δεν αγαπούσα την κυρά μου, ευθύς ήθελε φύγω. Ω η δυστυχισμένη! Ω η κακομοίρα!». Η κίνησή τους είναι κωμική, το ίδιο και τα λόγια τους, και άλλοτε ενδεικτική της τραγικότητας της θέσης τους, καθώς στη συμπεριφορά τους αποτυπώνεται όλη η δυστυχία που τους χαρακτηρίζει. Υπέροχη η ερμηνεία της Κλεοπάτρας Ροντήρη στο ρόλο της Τύλεσας, θυμίζοντας ρόλο τροφού στη Μήδεια, στην Αντιγόνη ή στη Φαίδρα, επιτείνοντας με την υποκριτική της δεινότητα τη δυστυχία της κυράς της.
Ο Πρόθυμος (Τάσος Ζιάκκας) με εντελώς άλλη κίνηση, σαν αρλεκίνος, της εξηγεί πώς θα μπορούσαν να κλέψουν τον αφέντη την ώρα που κοιμάται και εκείνη τον αποπαίρνει: «Μη ξαναπείς τίποτα τέτοια, γιατί σου λιώνω τη μύτη και σε ματοκυλίζω» του λέει, ενώ τον απειλεί με το σίδερο σιδερώματος: «Ξεσφραγίσου, κόψε το λαιμό σου, φέρε μου το νερό![…] Σιωπαίνεις, μωρέ βουνίσιε!» «Σιωπαίνεις μωρή καμπίσια!», λέει εκείνος, για να ανταπαντήσει η Τύλεσα: «Στοχάστηκα ότι δεν πρέπει να τα βάζω με τους μουρλούς» Και πιο πέρα επειδή έσπασε μια πιατέλα και ενώ ο Σέλημος την απειλεί με μια μαγκούρα, εκείνη τον εκλιπαρεί: «Αφέντη μη μου τσακίσεις το κεφάλι, κι εγώ θα σε πληρώσω!»
Στο φτωχό που χτυπά την πόρτα τους έχει δώσει οδηγία να μην ανοίγουν. Ψάχνει το ψωμί που έχει απομείνει και αναφωνεί: « Βρυκολάκοι! Φάγατε το ψωμί!»
Φαρμακωμένη η Μέλουσα (Δανάη Καλαχώρα). Το μακιγιάζ, επιτείνει την τραγική και σκοτεινιασμένη όψη της. Τρυφερή η σκηνή μάνας και γιου ο οποίος την παίρνει αγκαλιά και τη στροβιλίζει. Της ζητά να του δώσει και εκείνου ένα κλειδί να αισθάνεται κι αυτός λίγο άνθρωπος. Είναι και οι δυο δυστυχισμένοι και συνένοχοι κάτω από τον έλεγχο ενός δυνάστη. Αυτός κάθε τόσο χαϊδεύει το «κασέλι με το χρυσάφι του».
Η βάναυση συμπεριφορά του Σέλημου ωθεί το γιο του να κάνει παρέα με το Νίζηθο (Τάσος Ζιάκκας), έναν απατεώνα από την Ιταλία, που γυρνά στους καφενέδες και έχει βάλει στο μάτι την περιουσία και το μπαούλο του Σέλημου. Η υποκριτική μεταβολή στην αλλαγή του ρόλου είναι σπουδαία και πολύ πετυχημένη για τον ηθοποιό. Κωμικός, αλλά και χειριστικός, καιροσκόπος, απατεώνας. Κωμική η σκηνή που εμφανίζεται ο Νίζηθος στη Μέλουσα και κάνει τον κουφό: « Ένα γαϊδούρι εγκάρισε εις το αυτί μου και με εκούφανε!» Η Μέλουσα λέει στο γιο της να του φωνάζει στο αυτί για να συνεννοηθούν, αλλά εκείνος κάνει ότι σιχαίνεται αφού «τα αυτιά του είναι μέσα στη βρώμα. Μέσα φυτρώνει βασιλικός!» Ωραία η ερμηνεία των δυο ηθοποιών, του Τάσου Ζιάκκα στο ρόλο του Νίζηθου και του Επαμεινώνδα Μουντζουρέα σ’ εκείνον του Λέκαου. Ο πρώτος υποδαυλίζει την όρεξη του δεύτερου να το σκάσουν έχοντας αποσπάσει την περιουσία του πατέρα του, καθώς του διηγείται γλαφυρά πόσο ωραία είναι η Ιταλία και ειδικά η Φλωρεντία και ο δεύτερος περνά από το στάδιο της θλίψης, στην οργή, στην αντεκδίκηση, στην απάτη και τελικά στη λύτρωση. Οργανώνουν μαζί ένα σχέδιο και έχουν ετοιμάσει, ένα πλάνο διαφυγής με πλοίο μετά την κλοπή. Ο Λέκαος υπεξαιρεί τα χρήματα από έναν δανειστή του πατέρα του για να πληρώσει τον καπετάνιο του πλοίου, αλλά καθώς το καταλαβαίνει ο Σέλημος, οργισμένος και εκδικητικός, παραδίδει τον γιο του στην αστυνομία, παρά τις ικεσίες της δυστυχισμένης συζύγου του. Εξαιρετική η ερμηνεία της Δανάης Καλαχώρα, σπαράζει για το παιδί της, καθώς ό,τι συμβαίνει την υπερβαίνει. «Θεέ μου μην αφήσεις ατιμώρητο αυτόν τον τύραννο, που δεν αγαπά άλλο παρά το χρυσάφι.» Τελικά ο Λέκαος βγαίνει από τη φυλακή, προφασιζόμενος αυτοκτονία, αλλά λέει ψέματα στον πατέρα του, ότι τα χρήματα τα έδωσε σ’ έναν ράφτη για να του κάνει καινούρια ενδυμασία. Ενώ ο Σέλημος ψάχνει να βρει τον ανύπαρκτο ράφτη, ο Λέκαος και ο φίλος του, Νίζηθος, κλέβουν την περιουσία του φιλάργυρου, ο Νίζηθος ντύνει τον Λέκαο γυναίκα για να μην τον αναγνωρίσουν και εξαφανίζονται προς άγνωστο προορισμό.
Υπέροχος ο Λεονάρντο Θίμο, όχι μόνο στην αρχή σαν Ελισαβέτιος, μετεμψύχωση της αγωνίστριας, μητέρας του, με ευγενική και εύθραυστη φυσιογνωμία, αλλά και σαν διεκδικητής χρημάτων από τον Σέλημο, αφού τον έριξε στην αγορά. Αγόρασε από αυτόν, τον Λευκικό, πολύ χαμηλά και πούλησε με μεγάλο κέρδος, έτσι τώρα έρχεται και του ζητά τα δέοντα. Τον φοβερίζει με την «Κρίση». «Δεν ήρθα να κλέψω, αλλά να ζητήσω το ιδικό μου. Την πλήρωσες τη σταφίδα, αλλά με αδίκησες. Άσε κάτω την κακοσύνη και πιάσε την καλοσύνη!». Η φωνή του χαρακτηριστική, μαζί και η επιμονή του, φέρνει σε δύσκολη θέση τον μισητό Σέλημο, που δε μπορεί να τον κοροϊδεύει πια: «Αν δε μου δώσεις όσα μου χρωστάς, θα πάω στην Κρίση, μαζί με όλους αυτούς, που αδίκησες! Κι εγώ θέλω να παύσουν τα δάκρυα των συγχωριανών μου, που αδίκησες». Ο Σέλημος έχει τρελαθεί, είναι πια υποχρεωμένος να πληρώσει: « Κρίση! Κρίση! Κρίση!» Του κλείνει ραντεβού να περάσει για να πληρωθεί σε δύο ώρες και εκείνος έρχεται ακριβώς, αθόρυβα «χωρίς να κουταλίσει», ζητώντας τα τάλαρα «αλλιώς πάει ευθύς στο Κριτήριο».
Η Μέλουσα, με την οποία ταυτίζεται η Μαρτινέγκου, αποφασίζει απογοητευμένη από την έκβαση των πραγμάτων, από την ανήθικη πράξη του γιου της και από το αρρωστημένο μυαλό του άνδρα της να εγκαταλείψει μαζί με την επίσης μαραζωμένη και εξαντλημένη Τύλεσα τη συζυγική εστία και τα οδυνηρά οικογενειακά καθήκοντα και να κλειστεί σε μοναστήρι, ενώ ζητά από τον Σέλημο να της αποδώσει την προίκα της.
Στο τέλος ο Σέλημος αντιλαμβάνεται την κλοπή των χρημάτων του. Φτωχός πια, γέρος και χωρίς καν έναν δικό του άνθρωπο να του συμπαρασταθεί, συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να γίνει ζητιάνος για να ζήσει, αλλά ότι ούτε κι αυτό θα τον σώσει, δεδομένου ότι ο ίδιος σ ́όλη του τη ζωή ουδέποτε ελέησε ή λυπήθηκε φτωχό. Ο Βασίλης Βλάχος πετυχαίνει να ερμηνεύσει τον Σέλημο, τόσο αντιπαθητικό, με τέτοια υπερβολή, ώστε όταν στο τέλος λυγάει καταρρακωμένος, ο θεατής πιάνει τον εαυτό του να του εύχεται ¨Κακό ψόφο!¨ Αντιπαθητικός από την αρχή, άλλοτε να εμπνέει το φόβο, άλλοτε τον οίκτο και άλλοτε τον θυμό. Ωραία η κίνησή του , άλλοτε αυτή του κακομοίρη και άλλοτε του εκδικητή, του δημίου. Μπόρεσε να δημιουργήσει ένα μεσαιωνικό, τρομακτικό πρόσωπο.
Αυτοί οι ηθοποιοί πέτυχαν να δώσουν την εικόνα μια ολάκερης κοινωνίας, όχι μόνο την τυραννία μιας οποιασδήποτε μονομανίας. Το κλίμα της παράστασης, ο χαμηλός φωτισμός, τα ωχρά πρόσωπα, η μετρημένη κίνηση όπως τη σχεδίασε η Νερίνα Ζάρπα, η σκηνοθετική άποψη της Μαρίας Φραγκή λιτή, λειτουργική, όλα, απέδωσαν το κλίμα και σκιαγράφησαν επιτυχώς όλους τους χαρακτήρες, φωτίζοντας αυτό το σπουδαίο έργο για τα ελληνικά γράμματα και για τη θέση της γυναίκας, δυστυχώς τρομερά επίκαιρο και για την σύγχρονη εξελιγμένη, υποτίθεται, κοινωνία μας.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ