Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα το πολυβραβευμένο έργο της Νίνα Ρέιν «Φυλές», σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά.
Η Νίνα Ρέιν, μια νέα δυναμική φωνή του βρετανικού θεάτρου, αγγίζει εδώ με ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση την απουσία ενσυναίσθησης ακόμα κι ανάμεσα σε ανθρώπους που τους συνδέουν στενοί οικογενειακοί δεσμοί, τα όρια της λεκτικής επικοινωνίας, την ανάγκη να ανήκει κάποιος σε μια φυλή, που να τον αναγνωρίζει και να τον σέβεται, παρά τα όποια αδιέξοδά προκύπτουν από την ένταξή του σ΄αυτήν, την αδυναμία του λόγου να εκφράσει την σκέψη και το συναίσθημα, την αξία της σιωπής.
Ο Μπίλυ, αν και εκ γενετής κωφός, έχει μεγαλώσει «φυσιολογικά» μέσα σε μια οικογένεια ακουόντων, που έχει κάνει τα πάντα για να αμβλύνει τις συνέπειες της διαφορετικότητάς του. Τα αδέλφια του, ο Ντάνιελ και η Ρουθ, έχουν εγκλωβιστεί στα δικά τους αδιέξοδα, σε αποτυχημένες σχέσεις με λάθος επιλογή συντρόφου και σε έναν αλλοπρόσαλλο επαγγελματικό προσανατολισμό για τη δεύτερη. Ο Κρίστοφερ, ελιτιστής, ακαδημαϊκός και συγγραφέας, επιδίδεται σε ευφυολογήματα και σε μια ατέρμονη επιχειρηματολογία, συχνά καταγγελτική για άλλους. Μαθαίνει κινέζικα και αρνείται να μάθει τη νοηματική παρόλο που έχει κωφό παιδί. Μιλά για την υπεροχή της γλώσσας και των λέξεων, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι για να επικοινωνήσει και να συναισθανθεί δεν χρειάζεται μόνο ο κώδικας, αλλά και η πρόθεση. Εκείνος έχει ανταγωνιστική σχέση με τη συγγραφέα γυναίκα του και δε χάνει ευκαιρία να επιπλήττει το γιο του, Ντάνιελ, σχετικά με τη διατριβή του καθώς και την κόρη του Ρουθ, για τις κακές επιλογές της. Για να επιτευχθεί το θαύμα της επικοινωνίας προϋποτίθεται η αποδοχή και η αγάπη για ό,τι είναι ο άλλος και η αναγνώριση της δικής του αξίας, πέρα από οποιαδήποτε επικριτική διάθεση.
Η εισβολή όμως της Σύλβιας, κοπέλας του Μπίλι, που σταδιακά χάνει την ακοή της, διαταράσσει κάπως τον μικρόκοσμο της οικογένειας και ανατρέπει ό,τι ίσχυε μέχρι τότε. Ο ίδιος ο Μπίλυ αξιώνει να τον σέβονται γιατί απλά δεν ακούει και να μάθουν επιτέλους τη νοηματική αν θέλουν να επικοινωνήσουν μαζί του. Μέχρι εκείνη τη ώρα στο οικογενειακό γεύμα μιλούν όλοι μαζί και στην ουσία δεν απευθύνουν το λόγο στον Μπίλυ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μεταξύ τους επικοινωνία είναι απρόσκοπτη, καθώς ο καθένας υπερασπίζεται τη θέση του και εκφωνεί το μονόλογό του, εκτοξεύοντας συνήθως αιχμές για τους παρευρισκόμενους ή και για απόντες. Μεγάλη ανασφάλεια και ανάγκη επιβεβαίωσης της δύναμης της ομάδας, από αυτόν που είναι υψηλότερα στην ιεραρχία. Εξάλλου αναφέρεται σε κάποιο σημείο ότι πρώτος στην ιεραρχία είναι ο πατέρας, ο Κρίστοφερ, μετά η μητέρα, η Μπεθ, μετά ο Ντάνιελ, έπειτα η Ρουθ και τελευταίος ο Μπίλυ.
Στο έργο ο Μπίλυ ο οποίος πάσχει από μια αισθητηριακή αναπηρία, έχει σπουδάσει, και γνωρίζει μια κοπέλα, που τον βοηθάει να αυτονομηθεί, βρίσκοντας στη συνέχεια και δουλειά. Στην οικογένειά του οι γονείς του είναι μάλλον εγκλωβισμένοι σε μια σχέση που έχει γίνει συνήθεια μέσα στα πολλά χρόνια, ενώ ο αδελφός του και η αδελφή του είναι και οι δυο δυστυχείς και ανικανοποίητοι, αποδυναμωμένοι ίσως και από την ίδια την οικογένεια και τις απαιτήσεις που έχει από αυτούς, κάτι που δεν τους επιτρέπει να είναι λειτουργικοί σε κανένα τομέα της ζωής τους.
«Η γλώσσα είναι καθρέφτης, είμαστε δέσμιοι της ίδιας μας της υποκειμενικότητας». Όλοι είναι προσκολλημένοι στη γλώσσα. Ο Κρίστοφερ, η Μπεθ και η Ντάνιελ, ενώ η Ρουθ τραγουδά, αναδεικνύοντας μια άλλη προσέγγιση επικοινωνίας, η οποία επίσης μετέρχεται τη γλώσσα.
Το κείμενο είναι ευφυέστατο και δεν περιορίζεται στο θέμα ακούοντες και μη, αλλά σε οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση, περιθωριοποίηση και ρατσισμό.
Η επικοινωνία ακόμα και μέσα σε μια φυλή είναι τρομερά δύσκολή, μιας και υπάρχουν τόσα στεγανά στη σκέψη και τόσοι περιορισμοί που θέτει ο καθένας για τον εαυτό του και τους γύρω του, ώστε τελικά η επικοινωνία δεν ευοδώνεται. Έπειτα σε κάθε φυλή, όπως και σε αυτή των μη ακουόντων υπάρχει η ιεραρχία, οι διάφορες βαθμίδες. Καμιά φορά η σιωπή περιέχει πολλές φωνές. Όπως αυτές που ακούει ο Ντάνιελ.
Η έλλειψη επικοινωνίας και η οποιαδήποτε περιθωριοποίηση έχει συνέπειες για τα άτομα. Ο Νταν αρχίζει να τραυλίζει, καθώς χάνει τον Μπίλυ, κάνει ό, τι μπορεί για να αποτρέψει την αλλαγή δομής στη φυλή του, όπως βέβαια ασυναίσθητα και όλοι οι άλλοι.
Μια φυλή φροντίζει για την ομοιογένειά της, έτσι ο ρατσισμός ξεκινά από μέσα. Γονείς με κάποια ιδιαιτερότητα, θα ήθελαν τα παιδιά τους να την κληρονομήσουν. Τους φοβίζει το γεγονός ότι τα παιδιά μπορεί να είναι διαφορετικά και να απομακρυνθούν από τη φυλή. Τότε η φυλή αποδυναμώνεται και απειλείται με εξαφάνιση. Έπειτα σε μια φυλή υπάρχουν διαχωρισμοί και μια ομάδα καταφέρεται εναντίον της άλλης.
Η σκηνοθεσία έδωσε απολύτως την πραγματική εικόνα της οικογένειας αυτής και εμβάθυνε στη σκέψη της συγγραφέως. Δημιούργησε σχέσεις μέσα από τη σκηνική διδασκαλία και την τοποθέτηση στη σκηνή, ανάλογα και με τη θέση του καθενός στην οικογένεια και τη θέση ή την απομόνωση που επιθυμούσε. Όλη η ατμόσφαιρα του σπιτιού, το σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου, βοήθησε καθοριστικά στη λειτουργία επί σκηνής και στην αποκάλυψη του αδιεξόδου, μέσα από την καθημερινότητα. Για παράδειγμα ο Ντάνιελ, ήταν κάπως εντός εκτός και επί τα αυτά, ο πατέρας στην πολυθρόνα του, στο «θρόνο» του, πότε ρητορεύοντας, πότε μαθαίνοντας κινέζικα και επιβάλλοντας και στους άλλους να τα ακούν, ενώ ο Ντάνιελ σε αυτή την καταπίεση ανταπαντά, βάζοντας στη διαπασών το Bohemian Rapsody, φωνάζοντας το αδιέξοδό του.
Η μετάφραση της Έρις Κύργια, έχει έναν ρέοντα λόγο, πολύ αναγνωρίσιμο στην ελληνική πραγματικότητα.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών εξαιρετικές. Ο Μανώλης Μαυροματάκης, έχει μελετήσει βαθιά και αποδώσει επιτυχώς το ρόλο του Κρίστοφερ, του πατέρα, ενός εκνευριστικά ελιτιστή και αφοριστικού, ιδιαίτερα σκληρού με τον γιο του τον Ντάνιελ, και ανταγωνιστικού με τη γυναίκα του, κάτι που φαίνεται στις υποδείξεις του για το μυθιστόρημα της που είναι αποθαρρυντικές και μειωτικές. Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη στο ρόλο της Μπεθ, της μητέρας, είναι μια γυναίκα κάπως στον κόσμο της. Προσπαθεί να κρατήσει την οικογένεια και τα προσχήματα όταν δυσκολεύει η κατάσταση, ευγενική και ευαίσθητη. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης ως Ντάνιελ, παλεύει να τελειώσει τη διδακτορική εργασία του, νιώθει υποτιμημένος, εξαρτάται πολύ από τον Μπίλυ τον οποίο λατρεύει γιατί είναι και ο μόνος που τον προσεγγίζει με στοργή, αγάπη και ενσυναίσθηση. Ο μόνος που δίνει πραγματικά χρόνο, τον κοιτάζει στα μάτια και τον ρωτά για εκείνον. Νιώθει και είναι μόνος. Εξαιρετική η ερμηνεία του Δημήτρη Κουρούμπαλη, τόσο που πολλοί έφηβοι δυστυχώς θα αναγνωρίσουν σε αυτόν τον εαυτό τους. Η Ελένη Μολέσκη στο ρόλο της Ρουθ, ψάχνεται με το τραγούδι, έχει ανταγωνιστική σχέση με τον αδελφό της και αναπαράγει το μοτίβο της οικογένειας, ιδίως του πατέρα που είναι μονίμως επικριτικός. Ψάχνει κάποιον να στηριχτεί, έναν μεγαλύτερο άντρα για σχέση και βέβαια αναζητά την επιβεβαίωση. Σ’ αυτή τη φυλή που είναι υπεύθυνη για πολλές «αναπηρίες», η μικρότερη είναι αυτή του Μπίλυ με τον Μάνο Καρατζογιάννη, σε έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο, όπου δεν ξέφυγε ούτε λεπτό στην απόδοση του κωφού, από την πρώτη στιγμή στη σκηνή, μέχρι την τελευταία όπου έκανε την επανάστασή του. Δείχνει πολύ συναισθηματικός και πρόθυμος να καταλάβει και να συμπαρασταθεί. Η Σύλβια (Βασιλική Τρουφάκου), του ανοίγει άλλους ορίζοντες και τον εντάσσει σε μιαν άλλη φυλή, αυτή των κωφών, από την οποία εκείνη που ήταν μέλος αν και με πρόβλημα ακοής, θέλει να απαγκιστρωθεί.
Κάθε κλειστή ομάδα ανθρώπων είναι συγχρόνως προστασία αλλά και φυλακή. Κάποιοι περιχαρακώνονται σε μια οργάνωση και έπειτα γίνονται επιθετικοί και εριστικοί με τους άλλους, που δεν ανήκουν σε αυτήν. Ανάγκη φυσική του ανθρώπου ή ελλειμματική συμπεριφορά;
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ