Από την Βασιλική Μπαλούτσου
Το σίγουρο είναι ότι η συγκεκριμένη παράσταση δεν είναι για τον μη-μυημένο, για τον άγουρο θεατή, για εκείνον που θέλει να παρακολουθήσει κλασικό θέατρο με παρουσία δραματικού κειμένου. Η παράσταση «Ο Γάμος σου» ανήκει στο είδος της εικαστικής θεατρικής performance, γεγονός που σημαίνει την έλλειψη δραματικού κειμένου και ομιλούσας γλώσσας. Οι ηθοποιοί με τα σώματά τους μέσω της κίνησης, της έκφρασης, της μουσικής, του χορού, του φωτός και των σκηνικών, μεταφέρουν τα μηνύματά τους και αποτελούν τα υλικά για την παράσταση. Η τέχνη και η καλλιτεχνική δράση προσανατολίζεται και αντιπροσωπεύεται από υπερρεαλιστικά στοιχεία και με αμεσότητα, διαδραστικότητα και συμβολισμό προκαλεί αισθητικές και ψυχικές συγκινήσεις.
Όπως είπε ο ίδιος ο εικαστικός Ανδρέας Μπαλαούρας, ο οποίος είχε και την αρχική σύλληψη και «σκηνοθέτησε» τη συγκεκριμένη παράσταση, βλέπει τη σκηνή σαν ένα καμβά ζωγραφικής και τους ηθοποιούς σαν χρώματα. Ο στόχος του είναι να αποδώσει δεκάδες διαφορετικές εικόνες των σχέσεων που αναπτύσσονται σε έναν γάμο και του τρόπου που αυτές αναδεικνύονται και μεταλλάσσονται, όταν «πέσει το πέπλο». Η θέαση αυτής της παράστασης ήταν στιγμές που έμοιαζε σαν να περιδιαβαίνεις μια έκθεση ζωγραφικής με κοινή ομπρέλα τον «Γάμο» ως κοινωνική σύμβαση, αλλά και ως ψυχολογική κατάσταση. Η οικογένεια, η γέννηση ενός παιδιού και τα περίπλοκα συνεπακόλουθα, τα «θέλω» και τα «πρέπει», η θυσία της μάνας, οι κρυφές επιθυμίες.
Το πρώτο μέρος της παράστασης ξεκινά με έναν παραδοσιακό γάμο, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από έναν κλασικό γάμο της ελληνικής επαρχίας και όχι μόνο. Το ζευγάρι, οι κουμπάροι και οι συμπεθέρες εισβάλλουν κυριολεκτικά στο θέατρο από την κύρια είσοδο με πλήρη γαμήλια περιβολή, χορεύουν τον πρώτο χορό, κόβουν την τούρτα, πίνουν κρασί, ξεσηκώνουν όλο το θέατρο, η μουσική είναι εκκωφαντική, στήνεται ένα πραγματικό γλέντι, η μητέρα του γαμπρού παρασέρνει πολλούς θεατές στη σκηνή να χορέψουν. «Ωραία που ‘ναι η νύφη μας … ωραία τα προικιά της…». Η νύφη πετά την ανθοδέσμη, μια απόλυτα ρεαλιστική αρχή, ώσπου αλλάζει η ατμόσφαιρα, γίνεται υποβλητική, τα φώτα σβήνουν κι οι ηθοποιοί σαν κούκλες, ένας ένας αποσύρονται αργά από τη σκηνή. Το κοινό ακόμη απροετοίμαστο για τη βίαιη μετάβαση στο σκοτεινό ύφος του δεύτερου μέρους. Για τη γέφυρα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Μια γέφυρα που ίσως ήταν κάπως απότομη, αφού δεν είχε «ησυχάσει» ακόμη ο ενθουσιασμός και η χαρά του γάμου, το παραδοσιακό γλέντι αντηχούσε ακόμη στα αυτιά, το κοινό δεν ήταν ακόμη «ευαίσθητο», ήταν λίγο δύσκολο να αφεθεί σε αυτό που επακολούθησε.
Όλο το δεύτερο μέρος του έργου παρουσιάζει με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο σκηνές, πάθη, μυστικά, απαγορευμένες σκέψεις που κάποια διαδραματίζονται πριν και κάποια μετά τον γάμο αυτό. Ως αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αυτό που πρόσφερε η παράσταση ήταν ομολογουμένως πρωτότυπο και ερέθιζε τις αισθήσεις. Άλλωστε, η λογική στο σωματικό θέατρο, που στην ουσία είναι ένα θέατρο φορμαλιστικό, είναι να «αισθανθείς» την τέχνη με τις δικές σου προσλαμβάνουσες και τη δική σου αντιληπτικότητα, να αφεθείς να σε συνεπάρει η μέθεξη, αυτή η «ζέστα της θεατρικής ηδονής», όχι να παρακολουθείς τα τεκταινόμενα σαν ένα απλό άθροισμα στιγμιότυπων, αναζητώντας μια υπόθεση και την εξέλιξή της.
Παρακολουθήσαμε ήρωες που φιλήδονα υποτάσσονται στα απαγορευμένα πάθη τους, παραδίνονται στα ζωώδη τους ένστικτα μέσα από έναν λάγνο αμαρτωλό χορό, η κυρίαρχη παντοδύναμη μητέρα, δεσποτική φιγούρα σφιχτά κι αδυσώπητα ενωμένη με τον ομφάλιο λώρο με το γιο της, που ενώ δεν επιθυμεί τις περιποιήσεις, εντούτοις προσκολλάται σε κείνη και δεν επαναστατεί. Χαρακτήρες λες κι είναι θαμμένοι ζωντανοί στο ίδιο τους το σώμα, προσπαθούν να δραπετευσουν από τις τύψεις τους και να αγκαλιάσουν τις αντιφάσεις τους, προσπαθούν να μην πνιγούν στην άγρια «θάλασσα» που τους ρουφά στα σπλάχνα της. Κάποιοι παραδίνονται, παραιτούνται νικημένοι από τις επιθυμίες τους. Νιώθουν πόνο, τρόμο, κενότητα, μοναξιά. Η μάνα παραγκωνίζεται, «κρύβεται» πίσω από κλειστές πόρτες, μα είναι πάντα παρούσα. Ανακτά τη δύναμή της, αφού ο ομφάλιος λώρος είναι άθικτος, αδυσώπητα κι αέναα τραβά την άλλη πλευρά.
Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κατάματα την αλήθεια, να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, οι ενοχές αισθητοποιημένες ως έντομα θυμίζουν τις «Μύγες» του Σαρτρ και περικυκλώνουν τη σκηνή, κολλούν στα κορμιά των ηθοποιών που υποφέρουν. Εκείνοι προσπαθούν να απαλλαγούν, να φιμώσουν τις ανησυχίες τους. Δημιουργούνται τρίγωνα, γίνονται πολύγωνα. Φλόγες αναβοσβήνουν, όλοι μπλέκονται και κολλούν στις ζωές όλων, όλοι θέλουν να ενδυθούν ζωές που δεν είναι δικές τους. Μία γέννηση τελείται επί σκηνής, αναζητείται ο γεννήτορας, το βρέφος σαν καυτή πατάτα τσουρουφλίζει τις αγκαλιές. Ο χρόνος μπερδεύεται με αόρατες κλωστές, παρελθόν, παρόν, μέλλον, όλα γίνονται ροή και η αλληλουχία δεν έχει σημασία. Η Μήδεια, και τα απαγορευμένα πάθη της με κάποια σπαράγματα λόγου είναι εκεί, στη σκηνή, μα δεν αυτοκτονεί. Η ρώσικη ρουλέτα έξυπνα χρησιμοποιείται ως λύτρωση των ενοχικών συναισθημάτων, το αίμα θα μπορούσε να δώσει μια βίαιη λύση.
Ζωή και θάνατος. Το ρύζι και το σιτάρι. Από την είσοδο των θεατών στη σκηνή, το κάλεσμα σε χορό, την ανθοδέσμη που πέταξε η νύφη, το ρύζι που ρίχτηκε στη σκηνή, τα κόλλυβα που η μαυροφορεμένη γυναίκα μοίρασε στο κοινό, ήταν πολλά τα σημεία που οι ηθοποιοί απευθύνονται στους θεατές και ζητούν κάτι, δίνουν κάτι, ή τους κατεβάζουν στη σκηνή. Είναι ένα από τα ζητούμενα της performance αυτό που προσδίδει ζωντάνια και δημιουργεί μια ιδιότυπη αισθητική και μια συμβολική επικοινωνία που ως κοινό βίωμα εγγράφεται στην εμπειρία θεατών και ηθοποιών.
Ο Ανδρέας Μπαλαούρας με σκηνοθετική οξυδέρκεια και εφευρετικότητα, ή μάλλον με την καλλιτεχνική ματιά του εικαστικού, δημιούργησε μια παράσταση με πολλή ζωή και θάνατο. Χωρίς λέξεις, με ζωντανές εικόνες και φλύαρες σιωπές. Με άγρια βλέμματα, ψυχές άσχημες και σώματα τσακισμένα που μόχθησαν, ταλαιπωρήθηκαν και τελικά αφέθηκαν στα συναισθήματά τους υποφέροντας, παρακολουθήσαμε ένα θέαμα πρωτότυπο και τολμηρό, αποτέλεσμα της αποδομημένης θεατρικής σύμβασης που η performance αυτή προσέφερε με εφαλτήριο έναν γάμο. Ο χρόνος, ο τόπος, η γλώσσα δεν είχε καμιά σημασία. Ο ρυθμός ήταν συνεχής, διατάρασσε τον ψυχικό κόσμο και άφηνε ευεργετικά ερωτήματα.
Η υποβλητική μουσική του Χάρη Γκατζόφλια έδενε αρμονικά και με δυναμισμό τις εικόνες της παράστασης, συντάρασσε και τρόμαζε, δίνοντας άψογα τη σκοτεινότητα, και αξιοποιώντας τη σκηνική δράση με πλούσια θεαματική σύνθεση. Σε συνδυασμό με το φως συμμετείχε στα τεκταινόμενα και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία πως η παράσταση δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το φως και τη μουσική που ανέδειξαν τη σιωπή και τη δύναμη της κίνησης των χαρακτήρων. Τα κοστούμια λιτά έδωσαν το ενδυματολογικό ύφος της παράστασης και τα σκηνικά αντικείμενα κάποιες φορές έμοιαζαν αυτοσχέδια, σαν να επιλέχθηκαν εκείνη τη στιγμή και εντάχθηκαν στην παράσταση. Ένα παιχνίδι που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι στην έξοδο από το θέατρο όλοι συζητούσαν τους συμβολισμούς, ανέλυαν τις αλληγορίες, προσπαθώντας να εντρυφήσουν στην ουσία της «ζωντανής τέχνης» που το είδος αυτό αντιπροσωπεύει. Διατύπωναν εναγώνια ερωτήματα, έψαχναν απαντήσεις, εκτιμούσαν τη διαφορετικότητα. Σε αυτό το μοίρασμα, καθώς και στην αισθητική συγκίνηση που χαράχτηκε στη μνήμη κρύβεται και η ουσία αυτής της ιδιαίτερης και γοητευτικής καλλιτεχνικής πρότασης.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ