Από τον Ιωάννη Λάζιο
Το αριστούργημα της Λούλας Αναγνωστοπούλου, Ο ήχος του όπλου, ζωντάνεψε στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη. Η σκηνοθεσία του κύριου Καρατζογιάννη οφείλω να υπογραμμίσω πως είναι ενδιαφέρουσα στο πλαίσιο της χρονικής μεταφοράς του έργου. Καθότι το έτος που γράφτηκε δε μοιάζει διόλου με τη σημερινή πραγματικότητα στο επίπεδο που οι πολίτες αντιλαμβάνονται τον κομματισμό και την πολιτική. Η πίστη στην κομματική ιδεολογία, η οποία οδηγεί τη μητέρα του Μιχάλη (Αγησίλαου Μικελάτου), Κάτια (Πέγκυ Σταθακοπούλου), να επιστρέψει από την επαρχία στην Αθήνα για να ψηφίσει, σήμερα είναι κωμική. Αρκεί να σκεφτούμε πως στις τελευταίες εθνικές εκλογές η αποχή άγγιξε το 44,1%, τη μεγαλύτερη αποχή της μεταπολίτευσης. Έτσι, στο έργο οι αναφορές στην πολιτική, αν και σημαντικές, καθώς είναι ο λόγος που η μητέρα βλέπει το γιο της μετά από ένα χρόνο, επικοινωνεί με το σύζυγό της τηλεφωνικά και γενικότερα δίνει περιστασιακά το ρυθμό στο έργο, δεν προβάλλονται ως ένας από τους λόγους της συναισθηματικής πίεσης των προσώπων.
Η πρώτη μου απορία γεννάται με την έναρξη του έργου. Ο Σταύρος Μερμήγκης καθιστός στη σκηνή κοιτάει μέσα από ένα επισκόπιο παλιές φωτογραφίες και σκηνές της ζωής του που έχουν παρέλθει, οι οποίες ταυτόχρονα γίνονται φανερές μέσω ενός projector στο κοινό. Η απορία διπλή: ο ηθοποιός εκείνη τη στιγμή είναι ο δύσμοιρος πατέρας που αναπολεί τις στιγμές της ζωής του ή ένα είδος αφηγητή, που προοικονομεί τη τραγική κατάληξη; Η θλίψη και η επιθυμία να ξανά ζήσει το «τότε» μάλλον μας οδηγεί στην πρώτη υπόθεση. Αμέσως, γεννάται μια δεύτερη απορία! Για ποιον λόγο οι υπόλοιποι ηθοποιοί στρέφουν το πρόσωπό τους στις προβαλλόμενες εικόνες , αφού οι ίδιοι είναι τα δρώντα πρόσωπα πώς γίνεται να γνωρίζουν το τέλος της ιστορίας τους; Στην πραγματικότητα δεν θα ήταν μια πνευματική αυτοχειρία η γνώση του τέλους της ζωής;
Την επόμενη ακριβώς στιγμή, ο φωτισμός αλλάζει και από έντονα μελαγχολικός γίνεται αποκαλυπτικός, συνδυασμένος βέβαια με τη δυνατή μουσική του Γιαννούκου (Κώστα Νικούλι). Ένας έφηβος γεμάτος ενέργεια, που δε γνωρίζει πώς να διοχετεύσει. Ακούει μουσική, ασπάζεται αναρχικές ιδέες -ή καλύτερα νομίζει πως τις ασπάζεται- κάνοντας την νεανική του επανάσταση και έρχεται συνεχώς σε σύγκρουση με την αδερφή του Φανή (Βασιλική Τρουφάκου). Ο Γιαννούκος είναι ένας χαρακτήρας με έντονο ενδιαφέρον, καθώς η έντονη ανάγκη του για διαφυγή από τη μιζέρια και τη πλήξη της καθημερινότητας είναι καθοριστική για την κατάληξή του.
Η Καίτη έρχεται να ψηφίσει κατ’ εντολή του άντρα της στην Αθήνα και βρίσκει το γιο της Μιχάλη αγνώριστο. Ένα χρόνο μακριά από το σπίτι και παρόλλου που η ηλικία του έγινε ζητούμενο στη παράσταση με τη σύντροφό του να λέει πως είναι 19 στα 20 και τη μητέρα του αρχικά να λέει 18 χρονών, αλλά σε μια κρίση της να του φωνάζει πως είναι ανήλικος. Τέλος πάντων, μεταξύ 18 και 20, ο Μιχάλης ζει στο διαμέρισμα της κοπέλας του Φανής, η οποία είναι τριών μηνών έγκυος! Εκτός αυτού, δεν πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, κάνει σεξ με τη φίλη της μητέρας του και σκέφτεται να παρατήσει τους πάντες και τα πάντα για να βρεθεί στη Νέα Υόρκη.
Ο Μιχάλης, θα μπορούσε να πει κάποιος, πως αντιμετωπίζει το άγχος της μετάβασης από τη ζωή στην επαρχία στον αστικό τρόπο, ο οποίος σε αντίθεση με τον, «επαρχιώτικο», είναι εγωιστικός, μονομερής και αδυσώπητα σκληρός. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν ευσταθεί. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο πατέρας του και τις δύο φορές που εμφανίζεται τηλεφωνικά στο έργο είναι μεθυσμένος, αλλά και η μητέρα παραδέχεται ότι είναι αλκοολική, όταν λέει δεικτικά «πως εγώ πίνω». Ως εκ τούτου, είναι ένα παιδί μεγαλωμένο σε μια ασταθή οικογένεια, τοξική θα έλεγα, που αναπόφευκτα θα του κληροδοτήσει ψυχολογικά προβλήματα. Αν λάβουμε υπόψιν μας ακόμη, ότι έχει μια αδερφή διαπιστευμένα τρελή και ότι σε τέτοια ηλικία έρχεται αντιμέτωπος με τη πατρότητα, θα καταλάβουμε ότι η αστική μετάβαση ελάχιστο ρόλο έχει στη ψυχική του κατάσταση και στη τάση φυγής του.
Στους αντίποδες του Μιχάλη έρχεται να σταθεί η Φανή. Φανερά δυναμική και φαινομενικά συνειδητοποιημένη για τις αποφάσεις της, ενσαρκώνει άψογα την εικόνα της εποχής. Νέες κοπέλες που αποτινάσσουν άκριτα το παρελθόν από πάνω τους και αντιλαμβάνονται το φεμινισμό ως ανταλλαγή ρόλων. Στάση που θα κρατήσει ως τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσει ότι χάνει μια για πάντα τον άνθρωπο με τον οποίο γνώρισε τον έρωτα.
Αντί όλων ο Μιχάλης αδιαφορεί! Δεν τον ενδιαφέρει κανένας και αυτό, επειδή η ζωή του είναι αφόρητη, εξαιτίας του γεγονότος ότι νιώθει εγκλωβισμένος.
Ακόμα και η ιστορία του Γιαννούκου, για το πως απόκτησε ένα όπλο, τον αφήνει αδιάφορο. Τον χρησιμοποιεί για να αποφύγει τις δύσκολες και πιεστικές στιγμές. Όμως, το όπλο αυτό θα είναι καθοριστικό για τη ζωή του.
Για τον Γιαννούκο το όπλο αποτελεί τη διέξοδο από το συνηθισμένο και την αίσθηση της εξουσίας πάνω στους ανθρώπους και τις καταστάσεις. Η ψευδαίσθηση δύναμης τον οδηγεί σε αδιέξοδα μέχρι τη τελευταία στιγμή που μας αφήνει με την απορία του τέλους του. Στον Γιαννούκο δε μπόρεσα να αντιληφθώ το νόημα μιας σκηνής. Όταν όντας μεθυσμένος κάνει στριπτιζ σε ένδειξη επανάστασης απέναντι στη μπουρζουαζία του σαλονιού, κατεβάζει το παντελόνι του και στρέφει τα οπίσθιά του (τα οποία είχαν κάποιο σύμβολο ή σύνθημα ζωγραφισμένο) προς το κοινό. Ίσως είχε κάποιο νόημα αν τα έστρεφε προς τους φαινομενικούς του αντιπάλους, αλλά και πάλι δε γνωρίζω γιατί ήταν απαραίτητο αυτό το κομμάτι.
Και τώρα ήρθε η στιγμή να σας αναφέρω την τραγικά απροσάρμοστη φιγούρα της παράστασης, την παλιά φίλη της Καίτης: Μαρίκα (Τζένη Σκαρλάτου). Χωρίς ίχνος συναίσθησης του τι λέει, θα αποκαλύψει σε μια μάνα ότι ο γιος της έχει παρατήσει τη σχολή του, ότι έχει αφήσει έγκυο μια κοπέλα, ότι μένει μαζί με αυτή τη κοπέλα και ότι θα φύγει για την Αμερική χωρίς γυρισμό. Όπως είναι φυσικό, η ήδη διαταραγμένη μάνα που μισεί τη ζωή της και θεωρεί μοναδική ελπίδα διαφυγής το γιο της, θα υποστεί σοκ και θα προσπαθήσει να βρει τρόπο να αλλάξει τη ροή των γεγονότων. Και ενώ έχουν γίνει αυτά, αυτή η γυναίκα που έχει έντονο το κατά τον Freud, οιδιπόδειο σύμπλεγμα, δεν αντιδρά καθόλου όταν η φίλη της τής αποκαλύπτει ότι έχει κάνει σεξ με τον αγαπημένο της γιο. Και εδώ έχω ένσταση ως προς την αντίδραση: δεν γίνεται ένας άνθρωπος με τέτοια φανερή ψυχική διαταραχή, συναισθηματική φόρτιση και πανικό, να αντιδρά λέγοντας «και τι με νοιάζει εμένα αυτό» και να συνεχίζει να πίνει στην αγκαλιά της γυναίκας που αποκάλυψε όλα αυτά και την άφησε στο σκοτάδι όλο αυτό το διάστημα.
Κάποια στιγμή στο έργο γίνεται νύξη στα ρωσικά,κλείνοντας το μάτι στη τσεχοφική σχολή γραφής, που φτιάχνει το καλλιτεχνικό ψηφιδωτό της χρησιμοποιώντας απλούς ανθρώπους εστιάζοντας στις σχέσεις που δημιουργούν και στην ψυχοσύνθεση τους. Πολλοί εξισώνουν αυτό το έργο με τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ. Λανθασμένη αντίληψη, καθώς ο Τσέχοφ σκιαγραφεί τη διαφορά μεταξύ των τάξεων και την επικείμενη ιστορική μετάβαση . Ειδικώς αν σκεφτείτε το γεγονός ότι ο Λοπάχιν ξεχνάει κλειδωμένο τον υπηρέτη του Φηρς στο σπίτι ως την άνοιξη, που θα τον βρει νεκρό. Μας λέει, δηλαδή, μια αληθινή, ανθρώπινη ιστορία και παράλληλα μας εντάσει στο νέο κόσμο με το τέλος της φεουδαρχίας. Πράγματα εντελώς ξένα σε εμάς, όπως είναι η ταξική διαφορά, η οποία είναι ζήτημα νοοτροπίας και στάσης απέναντι στη ζωή. Στην Ελλάδα όλοι έχουμε τη νοοτροπία του Έλληνα που περιγράφει ο Δημάρατος στον Ξέρξη. Άρα, ναι το έργο έχει τεράστιες ομοιότητες με τη γραφή του Τσέχοφ, αλλά όχι με το προαναφερθέν έργο του.
Στο συγκεκριμένο έργο είναι φανερή η επιθυμία όλων των ηρώων: ο Μιχάλης θέλει να ελευθερωθεί από τη μητέρα του στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, η Φανή αναζητά την ελευθερία μέσω του έρωτα, ο Γιαννούκος από την εξουσιολαγνεία της υπεροχής και η δύσμοιρη μητέρα μέσα από το γιο της. Όλοι έχουν ελπίδα ότι θα έλθει η απελευθέρωση και θα βιώσουν την ελευθερία, αλλά μάταια.
Παρά, λοιπόν, τις σκηνοθετικές ανορθοδοξίες, που πιο πολύ έχουν να κάνουν με τη σύλληψη του έργου παρά με την απόδοση, η ερμηνεία των ηθοποιών είναι αριστοτεχνική και πολλές φορές αριστουργηματική. Τεράστια, οφείλω να τονίσω πως είναι η συνεισφορά του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου για τους τόσο καλλιτεχνικούς φωτισμούς και του Αντώνη Παπακωνσταντίνου στη μουσική επένδυση της παράστασης. Και όλα αυτά πάνω στο ιδιαίτερο σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη. Μόνο μελανό σημείο της ενδυματολόγου, Βασιλικής Σύρμα, το φόρεμα της Φανής που δεν συμβάδιζε με την λανθασμένη αντίληψη περί φεμινισμού που έχει η Φανή.
Κοντολογίς, το έργο δεν έχει κορυφώσεις, ούτε εκρήξεις. Είναι επίπεδο, βαθιά αισθαντικό και εσωτερικό, που σίγουρα μας εκπλήσσει στο τέλος του. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για μια καλή παράσταση που θα φέρει τον θεατή στη δύσκολη θέση να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και ίσως καταφέρει το θαύμα: να κοιτάξει τους ανθρώπους γύρω του!
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ