Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το «Γαϊτανάκι του Έρωτα» μέσα από τη σπονδυλωτή διαδοχή δέκα σκηνών διερευνά θεματικά τον καθοριστικό ρόλο και την αιώνια ισχύ του έρωτα. Ο έρωτας ως κινητήρια δύναμη, ως παιχνίδι εξουσίας, ως απτή απόλαυση, ως πεδίο σφοδρής σύγκρουσης ή απόλυτης επαφής.
Το «Γαϊτανάκι» εκδόθηκε το 1903. Ανέβηκε το 1920 στο Kleines Schauspielhaus den Berlin και απαγορεύτηκε μετά από δίκη για προσβολή των ηθών. Παρουσιάστηκε στη Βιέννη το 1921 προκαλώντας αντιδράσεις από συγκεντρωμένους κληρικούς και συντηρητικούς στο διάζωμα του θεάτρου με συνέπεια η παράσταση να διακοπεί. Ο Schnitzler, δεχόμενος στη συνέχεια απειλές για τη ζωή του, αποσύρει το θεατρικό έργο και απαγορεύει τη θεατρική του παρουσίαση για 25 χρόνια.
Σαν ένα φιλοσοφικό αλλά απόλυτα θεατρικό δοκίμιο, το έργο διεισδύει στον πυρήνα των ανθρώπινων σχέσεων, μελετά την επίδραση της κοινωνικής ταυτότητας στην ύπαρξη η οποία μετατρέπει την πλέον αμελητέα συμπεριφορά σε ενδεικτικής σημασίας πράξη. Πόσο αυθεντικά είναι τα αισθήματα; Οι σχέσεις στηρίζονται στην αμοιβαία αγάπη ή στην αμοιβαία ανάγκη;
Στην παράσταση οι ιστορίες εκτυλίσσονται αλυσιδωτά. Δέκα ζευγάρια στη Βιέννη από διαφορετική κοινωνική θέση κι ανάλογα με τη δύναμη και τον πλούτο τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, μιλούν για την ερωτική τους ζωή και για τη δοκιμασία της συζυγικής τους πίστης. Όλα ξεκινούν από μια φτωχή πόρνη, που εκλιπαρεί τον έρωτα έστω και χωρίς αμοιβή. Οι πελάτες της αφού περιηγηθούν, σε συζυγικά ή παράνομα κρεβάτια καταλήγουν πάλι σ’ αυτήν. Αυτός είναι ο έρωτας. Μια ανάγκη σωματική, που μας εξομοιώνει όλους, αφού λειτουργεί όπως «ο ύπνος που κάνει όλους τους ανθρώπους να μοιάζουν ίδιοι, ομοίως και ο αδελφός του ο θάνατος.»
Κάθε διαδοχική σκηνή παίρνει ένα δραματικό πρόσωπο από την προηγούμενη και το εισάγει στην επόμενη εικόνα. Μέχρι το τέλος του παιχνιδιού, όλοι οι χαρακτήρες είναι ασαφώς συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ένα πρόσωπο από μια ιστορία συνεχίζει στην επόμενη, σαν όλα να συμβαίνουν μέσα στον ίδιο ανθρώπινο πολτό. Όσο μια ιστορία εξελίσσεται κάποιοι ήρωες μπαίνουν στη θέση του θεατή και σχολιάζοντας τη σκηνή, κυρίως με πικρόχολα και επικριτικά, καταγγελτικά αλλά κυρίως χιουμοριστικά σχόλια. Είναι οι μύχιες σκέψεις τους αλλά και η κοινωνική κατακραυγή.
Μετά την κατάληξη κάθε ερωτικής ιστορίας, προβάλλεται με τη συμβολή του φωτισμού ερωτική σκηνή πάνω στα κρόσσια δίνοντας την εικόνα από ένα γαϊτανάκι του έρωτα. Κύκλος είναι και γυρίζει για όλους.
Το γαϊτανάκι έχει γίνει ο κύκλος του έρωτα. Οι ήρωες παρουσιάζονται δίνοντας στοιχεία της προσωπικότητάς τους και του ρόλου τους: η πόρνη, η καταθλιπτική, η πρόθυμη κάθονται σε έναν κύκλο, ενώ το σχήμα αυτό ακολουθεί και μια στρογγυλή κατασκευή από μακριά κρόσσια κουρτίνας.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών εξαιρετικές: Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Αυγουστίνος Κούμουλος,Άννα Μάσχα,Κίττυ Παϊταζόγλου, Νικόλας Παπαγιάννης,Ευδοκία Ρουμελιώτη, Σίσσυ Τουμάση, Κώστας Φιλίππογλου,Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Δευκαλίων Δαδακαρίδης και η Άννα Μάσχα. Η σκηνοθεσία εμπνευσμένη όπως συμβαίνει πάντα στις δουλειές του Θωμά Μοσχόπουλου που αποτελεί σταθερή αξία.
Στο έργο καταγράφεται η υποκρισία μιας κοινωνίας που εκπορνεύεται όπως αποτυπώνεται και στη Πορνογραφίαν του Χατζηδάκη, αποκαλύπτοντας την απουσία επικοινωνίας και ενσυναίσθησης.
«Πορνογραφία σημαίνει συνουσία,
συνωμοσία στο φως των αστεριών
για την Ευρώπη μα και για την Ασία
πορνογραφία στα μάτια των παιδιών»
Η ερωτική επίδοση ως εμμονή, όπως και η πλήρης απουσία της είναι σημάδια μιας κοινωνίας που νοσεί, που έχει διαταραχθεί η ισορροπία της.
Το προσέγγισε εξαιρετικά η σκηνοθετική ματιά με αποτέλεσμα να παραχθεί ένα αισθητικά απολαυστικό θέαμα. Σπουδαίοι ερμηνευτές έφεραν σε πέρας επιτυχώς το όλο εγχείρημα.
Ο Φαντάρος (Αυγουστίνος Κούμουλος), φιλήδονος και ασυγκράτητος, η Πόρνη(Γαλήνη Χατζηπασχάλη) κι αυτή σε απόγνωση, άνθρωπος και αυτός που αναζητά λίγη τρυφερότητα και προσφέρεται χωρίς αμοιβή, η Καμαριέρα(Σίσσυ Τουμάση), προκαλεί με τρόπο κεκαλυμμένο και ανταποκρίνεται στις παρενοχλήσεις του νεαρού κυρίου της (Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος), που κάθε τρεις και λίγο βρίσκει την οποιαδήποτε πρόφαση για να την «στριμώξει», η νεαρή σύζυγος(Ευδοκία Ρουμελιώτη) που απατά τον σύζυγό της, αλλά έχει ανάγκη να διαθέτει την κάλυψη και την ικανοποίηση ότι ο εραστής της την αγαπά. Ο σύζυγος επίσης (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) απατά φυσιολογικά και θεωρεί την πράξη του φυσική συνέπεια μετά από πολλά χρόνια γάμου, η Μικρούλα( Κίττυ Παϊταζόγλου), υποτίθεται άβγαλτη, παίζει την αθώα και ως τέτοια ενδίδει, ο Ποιητής (Νικόλας Παπαγιάννης) γοητεύει, παρασύρει ενώ ο Κόμης (Κώστας Φιλίππογλου) αντιστέκεται στην ηθοποιό (Άννα Μάσχα), που τον παρασύρει, ενώ εκείνος θα ήθελε να φάνε και μετά να οδηγηθούν σε περιπτύξεις. Εκείνη τον γοητεύει και με νάζια τον οδηγεί συντομότερα στο «ζητούμενο». Ωραίες ερμηνείες, υπέροχα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέσγουελ όπως και ο φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου. Μια παράσταση που δημιουργεί ωραίες εικόνες και ευχάριστο κλίμα.
Έχοντας δει όμως τόσες άλλες δουλειές του Θωμά Μοσχόπουλου, είναι να αναρωτιέται όμως κανείς αν σε μια εποχή κρίσης μπορεί μόνο ένα πλούσιο και ευχάριστο θέαμα να ικανοποιήσει τον σύγχρονο θεατή ή τον κάπως πιο ευαισθητοποιημένο θεατρικό θεατή.