Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς
Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope) αποτελεί μια έμμετρη πεντάπρακτη κωμωδία του Μολιέρου που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1666 στο θέατρο του Παλαί Ρουαγιάλ στο Παρίσι που εστιάζει στην φενάκη της -αριστοκρατικής- κοινωνίας και της κάθε εποχής και παρατείνεται εν συνεχεία στα ελαττώματα των ανθρώπων. Το έργο χρησιμοποιείται για να στηλιτεύσει τα «κακώς κείμενα», να προκαλέσει το γέλιο και συγχρόνως να προβληματίσει. Ο Αλσέστ, μέλος της «καλής κοινωνίας», είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με τη Σελιμέν. Μισεί, όμως, όλους τους άλλους, καθώς όσοι τον περιστοιχίζουν επιδίδονται ανελέητα στην κολακεία, στον κοινωνικό σχολιασμό και στις ίντριγκες, στην υποκρισία και στο ψεύδος. Όταν ο Αλσέστ δει με τα μάτια του πως, η αγαπημένη του, διάγει ακριβώς αυτή τη ζωή που ο ίδιος απεχθάνεται και πως απορρίπτει τον δρόμο της αληθινής αγάπης, επιλέγει την αναχώρηση και τη μοναξιά. Επιλέγει να είναι Μισάνθρωπος για να τραβήξει τα βλέμματά της πάνω του. Ο Γιάννης Κακλέας -ακολουθώντας την παραπάνω γραμμή- προσέγγισε και αξιοποίησε με ιδιαίτερη βαρύτητα τους χαρακτήρες του έργου και τα σφοδρά ανθρώπινα πάθη αυτών, που αναδεικνύονται με κωμικό τρόπο, και απέδωσε εν τέλει μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του Μισάνθρωπου στο Θέατρο Εμπορικόν
Η σκηνοθετική ανάγνωση ακολούθησε δυο διαφορετικές αισθητικές, που ταυτόχρονα πλησίαζαν αλλά και απομακρυνόταν από τον καθιερωμένο κόσμο του Μολιέρου με την ανάμειξη της συγγραφικής τέχνης αλλά και της ριζοσπαστικής σκηνοθετικής ματιάς. Στην ουσία η παράσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια αλλοιωμένη προσέγγιση/ διασκευή του πρωτότυπου έργου προσαρμοσμένη στις επιταγές και τη συνολική ιδέα του σκηνοθέτη. Η παραπάνω άποψη επιβεβαιώνεται αφενός από την ελεύθερη και ανομοιοκατάληκτη μετάφραση του ιδίου του σκηνοθέτη, η οποία δεν ακολούθησε την έμμετρη εκδοχή του πρωτοτύπου, αλλά και αφετέρου από την επινόηση καινούργιων ήρωων, όπως αυτός της Φωτεινής Αθερίδου που σαν κομπέρ σχολίαζε και έδενε τις σκηνές με δικά της σατιρικά κείμενα. Από την άλλη διατηρήθηκε το Μολιερικό χαρακτηριστικό του ομοιοκατάληκτου δραματικού κείμενου της Φωτεινής Αθερίδη, που αποτελούσε έναν εύστοχο παρεμβατικό και σατιρικό σχολιασμό της δράσης δίνοντας μια κωμική χροιά στην παράσταση.
Το σκηνικό του θεάτρου ήταν πλήρως εναρμονισμένο με το κλίμα της εποχής του 17ου αιώνα που σε συνδυασμό με τον ανάλογο φωτισμό (Στέλλα Κάλτσου), μας μετέφερε στο Hôtel de Bourgogne, το μοναδικό σταθερό θέατρο στο Παρίσι στο οποίο δίνονταν συνήθως οι παραστάσεις μέχρι το 1783. Σε αυτόν το χώρο διαδραματιζόταν το θεματικό πάρτι με άφθονο αλκοόλ και κουτσομπολιά υπό τη μουσική υπόκρουση του Dj (Φωτεινή Αθερίδου), με -ασύνδετα και ανοίκεια, ως προς την υπόλοιπη εικαστική προσέγγιση- τραγούδια των Ντέιβιντ Μπάουι, Κλάους Νόμι, Dead Kennedys και Jay-Z στη διαπασών. Όλοι οι ηθοποιοί Φορούσαν εντυπωσιακά κοστούμια εποχής του 17ου αιώνα (Ηλένια Δουλαδίρη) και κάλυπταν με μάσκες τα πρόσωπά τους.
Αν και δεν έλλειπαν κάποιες ρυθμικές επιβραδύνσεις, όπως η παρατεταμένη αλλά άψογα συντονισμένη και ρυθμική χορευτική εισαγωγή(Αγγελική Τρομπούκη/ Βάιος Πράπας) η παράσταση ήταν λειτουργική και απολαυστική με τους ηθοποιούς να αποδίδουν υπέροχα τους ρόλους τους. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μετουσιώθηκε στον Μισάνθρωπο, τον Αλσέστ, που με τον δικό του μοναδικό τρόπο προσέφερε πολύ γέλιο αλλά και προβληματισμό. Μέσω της υποκριτικής του δεινότητας και της ικανότητας του αυτοσχεδιασμού επί σκηνής υπογράμμισε την αδυναμία του ήρωα να ζήσει και να διαχειριστεί την επαφή με τους άλλους ανθρώπους και ανέδειξε την φαινομενικά ασυμβίβαστη ιδεολογία του ήρωα καθώς εν τέλει και ο ίδιος ανήκει μέσα στην υποκρισία και είναι απολύτως συμβιβασμένος με αυτήν.
Πληθωρική και ιδιαίτερα κομψή η Ευγενία Σαμαρά ως Σελιμέν, που συγκριτικά με τον Αλσέστ αποτελεί το αντεστραμμένο είδωλό του, μετατόπισε στις στιγμές όπου ήταν αναγκαίο το κέντρο βάρους της δραματικής πλοκής στην ίδια, σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί μια απελευθερωμένη γυναίκα. Η ηρωίδα ζει σε μία δική της αφέλεια και ανάγκη για κοινωνικότητα, μέσα στον κόσμο και τα πάρτι. Η Αθηνά Μουστάκα εκφραστικότατη στον ρόλο της Αρσινόης, αντίζηλης της Σελιμέν, ως καρικατούρα της φαινομενικά πουριτανής γυναίκας. Ο Στέλιος Ιακωβίδης άμεσος και πολύ φυσικός με λεκτικά και κινησιολογικά σκέρτσα ενσάρκωσε τον Ορόντ, τον αντεραστή του Μισάνθρωπου. Άψογος και συντονισμένος ο υπόλοιπος θίασος αποτελούμενος από τους Θάνο Μπίρκο και ο Αυγουστίνο Κούμουλος (μνηστήρες της γοητευτικής Σελιμέν), Αλέξη Φουσέκη και Κυριάκο Σαλή (φίλοι του Ζευγαριού), έπαιξε με ζωντάνια και πάθος και ενέτεινε το σύνολο των ψυχολογικών και ηθικών συνθηκών του χώρου δράσης.
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια παράσταση που εναρμόνισε τον μύθο με την πραγματικότητα, το κωμικό με το δραματικό στοιχειό. Η ένταση του συναισθήματος, οι καλές ερμηνείες και οι ενδιαφέρουσες εικαστικά σκηνές ανέδειξαν τα στοιχεία που αντανακλώνται στην σύγχρονη κοινωνία και παρουσίασαν τις επώδυνες καταστάσεις που βρίσκονται στα όρια του τραγικού με την απαραίτητη δόση γέλιου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ