Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Ντοστογιέφσκι είναι φυσιογνωμία εξόχως αντιπροσωπευτική μιας ταραγμένης εποχής έντονων ζυμώσεων, κίνησης ιδεών, αναζήτησης της αλήθειας και της ομορφιάς και ανάδειξης οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων που αφορούσαν κυρίως τους ασθενέστερους.
Ο «Παίκτης» γράφτηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής του συγγραφέα και εκδόθηκε το 1866. Το 1863 στο καζίνο του Βισμπάντεν ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι χάνει όλα του τα χρήματα. Για να ξοφλήσει τα χρέη του δέχεται να γράψει πολύ σύντομα ένα καινούργιο έργο το οποίο τελειώνει μέσα σε 26 ημέρες. Αυτό είναι ο «Παίχτης». Είχε μάλλον αρχίσει να γίνεται χαρτοπαίχτης, γιατί περιγράφει τον εθισμό με πολύ παραστατικό τρόπο- ο οποίος στο συγκεκριμένο έργο έχει να κάνει με τη ρουλέτα και όχι με την τράπουλα. Είναι παράλληλα απολαυστική η σάτιρά του.
Ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ο ίδιος ο συγγραφέας σέρνει ένα τραπέζι, μια άμαξα με όλους τους χαρακτήρες του έργου και τα απαραίτητα αντικείμενα για την παράσταση.
Σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας, αριστοκράτες, κοινοί θνητοί και απατεώνες επιδίδονται με πάθος στα τυχερά παιχνίδια. Φορούν μάσκες, παιχνίδι των αριστοκρατών, αλλά και ωραίο σκηνικό αισθητικό αποτέλεσμα, που επίσης τονίζει τον παιγνιώδη χαρακτήρα του έργου, που ούτως ή άλλως διαπραγματεύεται τις μεταπτώσεις της τύχης. Ένας απόστρατος Ρώσος στρατηγός σε μια γερμανική λουτρόπολη με τις κόρες του, τη γαλλίδα φιλενάδα του, τη Μπλανς, μια από τις νεαρές κοπέλες που συντηρούν πλούσιοι αριστοκράτες, με την οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί και μαζί τους και ο νεαρός, ο αφηγητής της ιστορίας, δάσκαλος των κοριτσιών, ο «ουτσίτελ», λέξη με συνδηλώσεις περιφρόνησης. Ο στρατηγός (Αλέξανδρος Τούντας) ζει πλουσιοπάροχα σε υπερπολυτελή σουίτα με δανεικά, ενώ δεν έχει λεφτά, ελπίζοντας ότι θα ξεχρεώσει τους δανειστές του με τα λεφτά από την κληρονομιά της ηλικιωμένης και άρρωστης θείας του που περιμένει να πεθάνει. Είναι αυστηρός, αφήνοντας την ερωμένη του Μπλανς να τον χειρίζεται, φλερτάρει με τη μεγάλη ζωή, που δεν μπορεί να υποστηρίξει και παίζει την κολοκυθιά με τα τηλεγραφήματα «Πεθαίνει ; Δεν πεθαίνει!»
Ο ουτσίτελ, ο δασκαλάκος, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς( Ιωσήφ Ιωσηφίδης) είναι πλατωνικά ερωτευμένος με την Πωλίνα, τη μεγάλη κόρη του στρατηγού. Ο στρατηγός βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, και κάθε τρεις και λίγο στέλνει τηλεγράφημα για να δει αν πέθανε η θεία του, την οποία περιμένει να κληρονομήσει για να ξεπληρώσει τα χρέη του, αλλιώς χάνει όλη του την περιουσία την οποία έχει υποθηκεύσει. Καταφθάνει όμως η γιαγιά, μισοπαράλυτη σε αναπηρική πολυθρόνα. Έχει μάθει για τα τηλεγραφήματα και του δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν θα του δώσει πεντάρα. Δελεάζεται όμως από τη ρουλέτα, κερδίζει αρχικά, αλλά στη συνέχεια χάνει όσα χρήματα κουβαλάει μαζί της, ενώ μάταια ο ουτσίτελ και οι άλλοι, με την παράκληση του στρατηγού, προσπαθούν να την πείσουν να πάψει πια να παίζει. Κάθε καπίκι που χάνει, ο στρατηγός το νιώθει σαν προσωπική απώλεια.
Η νεαρή σύντροφός του μοιάζει με τη Μανόν Λεσκώ του αββά Πρεβώ, με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ του Αλέξανδρου Δουμά υιού, με τη Νανά του Ζολά.
Στην αφήγησή του ο ουτσίτελ αναφέρει εθνικά στερεότυπα τα οποία με κάποιο τρόπο αποδίδονται επί σκηνής. Στον Άγγλο, στον Γάλλος, στο Γερμανό και στο Ρώσο.
Όπως όλοι οι Γάλλοι, ο Ντε Γκριε είναι ευχάριστος και ευγενικός από συμφέρον και ανάγκη, και ανυπόφορα πληκτικός όταν η ανάγκη παύει να υπάρχει. Ο Γάλλος σπάνια είναι αξιαγάπητος από φυσικού του. Γίνεται τέτοιος κατά παραγγελία ή από υπολογισμό. Αν δει, λόγου χάρη, ότι είναι ανάγκη να παραστήσει τον εκκεντρικό, τον πρωτότυπο και ασυνήθιστο, τότε η εκκεντρικότητά του γίνεται τρομερά ανόητη και αφύσικη. Για τους Άγγλους λέει ότι οι περισσότεροι είναι απότομοι και τραχείς, ενώ οι Ρώσοι έχουν μια πολύ λεπτή αίσθηση της ομορφιάς, εξάλλου είναι δηλωμένοι λάτρεις της. Για το λόγο αυτόν, για τους ρόλους, που όλοι τους αποδίδονται ενδυματολογικά, γι΄αυτό και η αναγκαιότητα της μάσκας, και η απόλυτη σκηνική της ένταξη.
Ο ήρωάς τελικά κατακτά την Πωλίνα, για μια βραδιά. Ο Ντοστογιέφσκι αφηγείται εκείνη τη βραδιά λέγοντας: «Και πάλι μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε, ακουμπούσε με τρυφερότητα το πρόσωπό της στο δικό μου. Δεν σκεφτόμουν πια ούτε άκουγα τίποτα. Το κεφάλι μου γύριζε…»
Το πώς πέρασαν τη νύχτα είναι ένα απόλυτο αφηγηματικό κενό. Τα αποσιωπητικά μας κάνουν να φανταστούμε μια έξαλλη νύχτα πάθους. Η σκηνική απόδοση είναι τρυφερή και σκληρή μαζί, τον φιλά και τον χτυπά συγχρόνως. Ένα κορίτσι που πραγματικά είναι μπλεγμένο, που δεν ξέρει τι θέλει και που τον χειριζόταν όλον αυτόν τον καιρό, όταν τον ρωτούσε αν θα σκότωνε κάποιον για εκείνη, για να ακούσει ότι θα έκανε ό,τι του υποδείκνυε. Τον σπρώχνει να παίζει τα χρήματά της στη ρουλέτα και εκείνος τελικά εθίζεται. Τζογάρει ακόμα και στα όνειρά του. Χειριστική, δυναμική, παθιασμένη, ωραία απόδοση από τη Κορίνα Θεοδωρίδου.
Είναι πολύ έξυπνος ο τρόπος παιξίματος στη ρουλέτα, με ήχο και κίνηση των σωμάτων και του τραπεζιού. Με έντονες κινήσεις, με μορφασμούς αγωνίας , σασπένς, με ενθουσιασμό και απαγοήτευση, έως απελπισία. Υπέροχη χορογραφία, ανάλαφρη και κωμική, ώστε να αλαφρύνει τη δυνατή αυτή έξη με εκείνο το ρώσικο χιούμορ, το πικρό εκείνο χαμόγελο όταν κάποιος είναι τρομερά παγιδευμένος, χωρίς να φαίνεται διαφυγή και όμως κλείνει το μάτι στο θεατή. Αυτή την ιδιομορφία της ρώσικης γραφής απέδωσε με τη σκηνοθεσία της η Σοφία Καραγιάννη. Το ανάλαφρο παίξιμο των ηθοποιών, τα μεταφερόμενα σκηνικά, τα κοστούμια της Κωνσταντίνα Κρίγκου, τα χρώματα των κοστουμιών, εκείνο το κόκκινο φόρεμα της γαλλίδας ερωμένης, της δίδας Μπλανς, που μετά έγινε ένα εντυπωσιακό μαυρόασπρο της γιαγιάς, το ένδυμα του στρατηγού, της Πωλίνας, σαν αμαζόνα με κολάν και μπότες, των άλλων δύο δανδήδων του γάλλου και του άγγλου, του Αλεξέι φτωχικό, ταπεινό, όπως η φύση του, δημιουργούν το απαραίτητο κλίμα, ώστε να ξεδιπλωθεί ο χαρακτήρας του κάθε ήρωα. Η μεταστροφή της Μπλανς,(Βασιλική Διαλυνά), της συνοδού του στρατηγού στη Μπαμπούλινκα, που δε λέει να πεθάνει, σε μια στρυφνή και αντιπαθητική θεία, το πέρασμα από τη λάγνα, φιλήδονη παρουσία που μοίραζε φιλιά σε μια ιδιότροπη γριά, που διολισθαίνει στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια, που παίζει με πάθος, κάνει κριτική σε όλους, έχει μια μικρή πάρεση με ένα στραβοχυμένο στόμα, διαβεβαιώνει όλους ότι δεν πεθαίνει ακόμα και αφού χάσει όλα τα λεφτά της επιστρέφει στη Ρωσία, μέχρι που φτάνει η είδηση του θανάτου της είναι ένα δυνατό σημείο του έργου, που δημιουργεί πολλά και διαφορετικά κάθε φορά συναισθήματα.
Όλοι παίζουν και έχουν χαρακτηριστική κίνηση. Επιτυχημένη η μελέτη της Μαργαρίτας Τρίκκα. Έχει άλλη κίνηση ο Ρώσος στρατηγός, φανφαρόνικη και αλαζονική, άλλη ο Αλεξέι, φοβισμένη και υποτιμημένη, άλλη η Μπλανς, ερωτική, ξεσηκωτική, άλλη η Πωλίνα, μικρός συμπλεγματικός θηριοδαμαστής, άλλη ο Άγγλος με το στήσιμό του, την τραγιάσκα του και τη φλεγματικότητά του, άλλη βέβαια ο Γάλλος εστέτ, εκλεπτυσμένος και άλλη η θεία, με εκείνη τη στάση σώματος στο αναπηρικό καροτσάκι και τη συνήθειά της να χαϊδεύει το ταριχευμένο ζώο στους ώμους της, σ’ έναν καταπληκτικό υπαινιγμό θανάτου.
Ο Αλεξέι (Ιωσήφ Ιωσηφίδης), είναι δειλός με μια κρυφή δυνατή επιθυμία να μεταπηδήσει από τη θέση του ουτσίτελ, σε κάτι άλλο, σε μια θέση σεβασμού και αποδοχής, με οικονομική ευμάρεια ώστε να αξιώσει την αγάπη της Πωλίνας. Δύσκολο όμως να περάσει από τη θέση του δούλου στη θέση του ισχυρού. Όταν πια συμβαίνει αυτό πέφτει θύμα στα δίχτυα της Μπλανς , που του τάζει μεγάλη ζωή στο Παρίσι και που βέβαια τον χαρτζιλικώνει φεύγοντας όταν χάνει πια όλα του τα λεφτά. Δεν υπάρχει λόγος να είναι μαζί του.
Όλοι όσοι παίζουν ρουλέτα έχουν πια μια κίνηση στο κορμί τους, λικνίζουν το σώμα τους από τη μέση και κάτω ακολουθώντας τη ρουλέτα, κυρίως το ρυθμό της και την ταλάντωση της μπίλιας. Υπέροχος και ο Αλέξανδρος Τούντας στο ρόλο του στρατηγού, του γάλλου, αλλά και του άγγλου φίλου του στρατηγού. Μετά το τέλος όλων και ενώ και ο Άγγλος τον θεωρεί ξοφλημένο, τον διαβεβαιώνει, του φανερώνει ότι η Πωλίνα τον αγαπούσε. Ξέρει όμως ότι ακόμη κι αν του πει ότι εξακολουθεί να τον αγαπάει, εκείνος πάλι θα έμενε άβουλος και άτολμος. Επειδή, κατέστρεψε τον εαυτό του, του δίνει δέκα λουδοβίκια, «δεν σας δίνω περισσότερα γιατί σίγουρα θα τα χάσετε»
Το έργο τελειώνει με τον ουτσίτελ να ετοιμάζεται να πάει να παίξει αυτά τα δέκα λουδοβίκια, με την ελπίδα να κερδίσει και να προσπαθήσει να κατακτήσει ξανά τη γυναίκα που αγαπάει και τον αγαπάει.
Θα τα καταφέρει άραγε;
Η Σοφία Καραγιάννη σκηνοθετεί μια αξιόλογη ομάδα ηθοποιών και συντελεστών. Δημιουργεί μια παράσταση με ρυθμό και γρήγορη ροή. Καταπιάνεται με το πάθος του τζόγου, αλλά και με άφθονο χιούμορ σαρκάζει την κοινωνία της εποχής του συγγραφέα, που είναι εθισμένη στον εύκολο πλουτισμό και το χρήμα. Δημιουργεί ερωτήματα, αλλά κυρίως αγγίζει το ρώσικο τρόπο σκέψης και γέλιου. Αξίζει να σημειωθεί η εξαιρετική μουσική του Στάθη Δρογώση, ομόπνοη με την σκηνοθετική άποψη.