Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
«Ο έρωτας ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα
είναι άγριος αγώνας, εξοντωτικός πόλεμος»
"Ο Πατέρας" μπορεί νατουραλιστικά να αντανακλά τον κλασικό μύθο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας ή την πάλη των δυο φύλων με μοναδικό μοχλό πίεσης για τη γυναίκα την πατρότητα του παιδιού της.
Ο Λοχαγός Αδόλφος Λάσσεν τοποθετείται σε ένα καθολικά εχθρικό περιβάλλον αποτελούμενο από τη θηλυκή συμμαχία των γυναικών του σπιτιού του, τις οποίες αδυνατεί να αντιμετωπίσει. Η Λάουρα του καλλιεργεί υποψίες για την πατρότητα της Βέρθας, της κόρης τους, και η παραμάνα του σχεδόν τον «ανακηρύσσει» τρελό. Καθρέφτης μιας εποχής το έργο που παρουσιάζει τον Λοχαγό-Πατέρα, ως το απερχόμενο πατριαρχικό πρότυπο εξουσίας, που βάλλεται βέβαια από την επέλαση του φεμινιστικού κινήματος. Η λυσσασμένη πάλη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Το μόνο που μπορεί να κλονίσει τη στιβαρή παρουσία του άντρα, τη δύναμη του αρσενικού είναι η αναίρεσή του στο επίπεδο της οικογένειάς του, του βασιλείου του. Όταν αμφισβητείται η πατρότητά του, αμφισβητείται η νομιμότητά του, η ισχύς του, κλονίζεται ολόκληρο το οικοδόμημά του.
Ο Λοχαγός είναι και εξαιρετικός επιστήμονας- ερευνητής, βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος με πνεύμα ανήσυχο και ψυχή εκλεπτυσμένη. Η Λάουρα τον εμποδίζει στην επιστημονική του έρευνα παρακρατώντας κρυφά την αλληλογραφία του, ενώ παράλληλα διαδίδει παντού φήμες για ψυχική ανισορροπία του Λοχαγού. Κάπως έτσι το προσέγγισε και ο Βασίλης Μπισμπίκης, παρουσιάζοντας τη Μαρίνα (Μαρίνα Ασλάνογλου) να λέει διάφορα ψέματα για τον Τάσο (Τάσο Ιορδανίδη) στον Σήφη (Ιωσήφ Ιωσηφίδης). Μπλεγμένοι στη δίνη του πάθους και της αμφιβολίας ο ευαίσθητος Αδόλφος και ο Τάσος οδηγούνται στην παραφροσύνη.
Ο Στρίνμπεργκ δεινός ερμηνευτής της συμπεριφοράς των ανθρώπων και των μυστηρίων του υποσυνείδητου, περνάει από τον πιο σκληρό νατουραλισμό στον συμβολισμό. Καταγγέλλει τον θρίαμβο της βίας στις διαπροσωπικές σχέσεις και την αδυναμία επικοινωνίας του ενός με τον άλλο, όσο και του ενός με τους πολλούς, έχοντας ο ίδιος φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας ύστερα από τις οδυνηρές αποτυχίες των τριών γάμων του. Έτσι τόσο ο Λοχαγός όσο και ο Τάσος μετά από τις δικές τους πτώσεις παραδίδονται στην απώλεια της ζωής τους.
Στο κατά Βασίλη Μπισμπίκη «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, έχει επιχειρηθεί η νατουραλιστική απόδοση του ήρωα πολύ επιτυχημένα, αναπαράγοντας, ωστόσο, το γνωστό στυλ του Οικονομίδη, ανακαλώντας ατόφιες σκηνές από την ταινία του «Σπιρτόκουτο». Παρ’ όλη την προσπάθεια των ηθοποιών, με τις εξαιρετικές ερμηνείες των Μαρίνα Ασλάνογλου, Τάσου Ιορδανίδη, Ιωσήφ Ιωσηφίδη, της Γιάννας Σταυράκη και της Νικολέτας Χαρατζόγλου το έργο δεν κατάφερε να περάσει στο άλλο επίπεδο. Έμεινε μόνο στην βία επί σκηνής, αναπαριστώντας ένα εκρηκτικό οικογενειακό περιβάλλον με υψηλές εντάσεις και ακραία λεκτική αλλά και σωματική βία, που φάνηκε ωστόσο ότι συγκίνησαν τους θεατές καθώς πολλοί εξ’ αυτών έκλαιγαν με αναφιλητά.
Ο Πατέρας δεν περιορίζεται στην εξωτερική-επιφανειακή περιγραφή του Λοχαγού αλλά επιχειρεί μια ψυχογραφική διείσδυση στην ψυχοσύνθεσή του και στους μηχανισμούς που υποκινούν την καταστροφική και βίαιη συμπεριφορά του. Ο Πατέρας γίνεται αρχετυπικό σύμβολο πατριαρχικής εξουσίας με διαστάσεις που ξεπερνούν την εποχή του, και ανακλούν παρελθόντα έτη.
Τέλος η ραγδαία διανοητική του κατάρρευση και η παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία δημιουργούν μιαν αρνητική εικόνα για τον πατέρα χωρίς να είναι διαφανείς οι αιτίες που έχουν προκαλέσει αυτή τη σύγχυση.
Αποτελεσματική η απόδοση της αναταραχής του σπιτιού με την αδιάκοπη φασαρία όπου ο καθένας είναι βουτηγμένος στον κόσμο του και την απομόνωσή του και βέβαια όλη αυτή η ηχορύπανση αντανακλά την ψυχική και πνευματική διαταραχή των ενοίκων. Ένα αλαλούμ! Όταν πια η γυναίκα, η Μαρίνα (Μαρίνα Ασλάνογλου), βάζει τη δική της μουσική, το Shadow play του Gallagher, τότε πια ο Τάσος (Τάσος Ιορδανίδης), βουλιαγμένος σε μια πολυθρόνα ξαφνικά αντιδρά.
Διανύουμε την περίοδο του ωμού ρεαλισμού, όμως κάπου όλα γίνονται μανιέρα.
Όσο ανταλλάσσουν βωμολοχίες η κόρη τους Νικολέτα (Νικολέτα Χαρατζόγλου) στο μέσα δωμάτιο φαίνεται από τη γυάλινη πόρτα να πηγαινοέρχεται με νευρικότητα. Βγαίνοντας εξαγριωμένη φωνάζει « Φτάνει πια κόφτε το!» Παίζει τη Μισιρλού στο κλαρίνο, ενώ έρχεται ο Σήφης (Ιωσήφ Ιωσηφίδης ) ο αδελφός της Μαρίας. Τον κατηγορούν γιατί δε θέλει να αναγνωρίσει το παιδί μιας αλλοδαπής σερβιτόρας στο μαγαζί του Τάσου. Της λέει να κάνει έκτρωση και εκείνη δε θέλει. Η Μαρίνα έξαλλη ανακοινώνει ότι η μάνα λερώθηκε με τα περιττώματά της και ότι θα την καθαρίσει. Τη σπρώχνει προς το μπάνιο βρίζοντας: « Βρωμόσογο!» Από την αρχή στήνονται οι άξονες του αδιέξοδου αυτής της οικογένειας, των ανθρώπων αυτών που είναι εγκλωβισμένοι σε μια ζωή που δεν τη θέλουν και που όμως επιτρέπουν στην κατάσταση να τους αφαιρέσει κάθε ανθρωπισμό και κάθε συναίσθημα. Ο Σήφης το λέει ξεκάθαρα: «Τι γίνεται εδώ ρε μαλάκα, θα τρελαθείς! Εδώ δεν είναι σπίτι, είναι το Κολοσσαίο!» Μιλούν για τη Νικολέτα, που η μάνα της την αφήνει να φύγει με κάποιον που παίζει μουσική στα πανηγύρια, ενώ ο Τάσος θέλει να τη στείλει στην Αγγλία να σπουδάσει οικονομικά. «Και να πω ότι έχει κανένα ταλέντο… ούτε το σήμα της ΕΡΤ δε μπορεί να παίξει!». Η Μαρία την σπρώχνει να κάνει ό,τι ονειρεύεται, μιας και εκείνη δεν πραγματοποίησε κανένα της όνειρο. Καλύτερα να καεί από κάτι που της αρέσει παρά από τη δυστυχία του ανικανοποίητου.
Ο Τάσος έχει μια καταπληκτική ιδέα για επιχείρηση που την αναλύει στον Σήφη κι αυτός ενθουσιάζεται. Του μιλάει για ένα εστιατόριο με φαγητά χωρίς γλουτένη. Πανέξυπνη ιδέα και τρομερός υπαινιγμός του Βασίλη Μπισμπίκη, σχετικά με όλες αυτές τις καινούργιες δίαιτες και όλες αυτές τις ασθένειες που περιορίζουν την διατροφή σε προϊόντα χωρίς γλουτένη. Ο Σήφης τον ανακηρύσσει Αϊνστάιν.
Καθοριστικό πρόσωπο η μάνα (Γιάννα Σταυράκη) της οποίας τα περάσματα είναι σουρεαλιστικά. Βγαίνει η μάνα του Τάσου και θυμάται την αυλή των παιδικών τους χρόνων και την τραγική κατάληξη ενός παιδικού φίλου. Η ανάμνηση αυτή αποτελεί προοικονομία και για το έργο του Βασίλη Μπισμπίκη.
Η γυναίκα Λάουρα – Μαρίνα βάζει αμφιβολίες στον Λοχαγό- Τάσο για το αν η Βέρθα- Νικολέτα είναι δικό του παιδί.
Λέει η Λάουρα: «Δεν ξέρω αν σχεδίασα ή θέλησα ποτέ αυτά που λες εσύ πως έχω κάνει. Ίσως και να ένιωθα κάποια αόριστη επιθυμία ν’απαλλαγώ από σένα, επειδή ήσουνα εμπόδιο στο δρόμο μου. Μα αν εσύ βλέπεις σχέδιο στον τρόπο που έχω δράσει, τότε, ίσως και να υπήρχε κάτι τέτοιο, αν κι εγώ δεν το καταλάβαινα. Δε σχεδίασα τίποτα απ΄όλα αυτά- απλώς γλιστρούσαν αθόρυβα πάνω σε γραμμές που είχες βάλει ο ίδιος – και μπροστά στο Θεό και τη συνείδησή μου πιστεύω πως είμαι αθώα έστω κι αν δεν είμαι. Η παρουσία σου ήτανε για μένα μια πέτρα στο στήθος που πίεζε, πίεζε ώσπου η καρδιά μου επαναστάτησε ενάντια σ’ αυτό το βάρος που την έπνιγε. Αυτή είναι η αλήθεια…» ( «μτφ Ανδρέας Μαραγκός, Δωδώνη, Αθήνα, 1985).
Στο κατά Μπισμπίκη έργο ακούγεται κάποια στιγμή ότι η γλώσσα της Μαρίνας σκοτώνει άνθρωπο, κάτι που γίνεται: «Ρε θ’ αυτοκτονήσω! Έχασα τα πάντα, έχασα το παιδί μου!»
Η επιλογή των μουσικών κομματιών, το Shadow Play του Gallagher, το Riders of the storm του Jim Morrison, το Gasoline του David Bowie, το Another brike in the wall των Pink Floyd, το Just a perfect day του Lou Reed και όλες οι παρεμβάσεις της γιαγιάς, τα περάσματά της από τη σκηνή με το ραδιοφωνάκι να παίζει κάθε φορά ένα διαφορετικό τραγούδι, είναι ένα δυναμικό σχόλιο πάνω στην σκηνική πραγματικότητα.
Ένα έργο όπου οι ηθοποιοί δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες και μπαίνουν σε μια επώδυνη δοκιμασία σε ένα νέο έργο με άξονα αναφοράς τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ.
Εξαιρετική επίσης η μελέτη της κίνηση από την Αγγέλα Πατσέλη, σε έναν μικρό χώρο σπιτιού, με σκηνές πάλης και συμπεριφοράς ανθρωποφαγικών όντων.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ