Από την Βασιλική Μπαλούτσου
Ο Συλλέκτης (1963), το πρώτο έργο του Άγγλου συγγραφέα Τζόν Φόουλς και αυτό που τον καθιέρωσε ως δημοφιλή μυθιστοριογράφο αποτελεί ένα έργο απαγωγής και εγκλεισμού. Είναι ένα αγωνιώδες θρίλερ, με «αριστοτεχνικές» εναλλαγές των ρόλων θύτη-θύματος, μια ιστορία κλειστοφοβική, με τη ραχοκοκαλιά της να βρίσκεται σε ένα διαρκές κυνήγι γάτας-ποντικιού μεταξύ των δύο ηρώων. Το έργο ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του, ιδιαίτερα επειδή, αν και είναι ένα έργο «βρετανικό» που διαδραματίζεται στη συντηρητική Αγγλία, ταυτόχρονα αποτελεί μια κριτική της σύγχρονης άπληστης καπιταλιστικής κοινωνίας, με την άνοδο της μέσης τάξης και του υλικού πλούτου, σε βάρος της πνευματικής καλλιέργειας, της πληρέστερης ζωής και της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Υπό αυτή την έννοια, είναι ένα έργο οικουμενικό και επίκαιρο με τα ζητήματα που πραγματεύεται να απασχολούν πολλές από τις σημερινές κοινωνίες. Αυτό που μοιάζει να ρωτάει ο Φόουλς είναι: «τι κάνουμε με όλα αυτά τα χρήματα και την επιτυχία, ζούμε πιο σταθερά εκπληρώνοντας τις ζωές μας ή τα μετατρέπουμε σε κάτι εξίσου κακό ή χειρότερο από την ίδια την ελίτ που περιφρονούμε;»
Στην ιστορία αυτή πρωταγωνιστής είναι ένας συλλέκτης πεταλούδων, ο Φρέντ, χαμηλής κοινωνικής τάξης, με μια οικογενειακή ζωή που κυριαρχείται από γυναίκες (η απούσα μητέρα, η αυστηρή θεία και η ξαδέρφη του). Ο Φρέντ, αφού κερδίζει ένα μεγάλο ποσό στη λοταρία, αγοράζει ένα βανάκι και ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή, απαγάγει μια έξυπνη και όμορφη κοπέλα ανώτερης κοινωνικής τάξης, φοιτήτρια της σχολής καλών τεχνών που ο ίδιος αναγνωρίζει σαν ένα σπάνιο είδος, όπως οι πεταλούδες που συλλέγει και τη φυλακίζει στο υπόγειο του σπιτιού. Είναι ένα σχέδιο απαγωγής που μόνο ο Φρεντ φαντάζεται ως «σχέδιο αγάπης». Η Μιράντα, ατίθαση αρχικά και κυριαρχική συνειδητοποιεί ότι αν θέλει να ζήσει, θα πρέπει να γίνει πιο ανθρώπινη και υποχωρητική. Έτσι, ξεκινά ένα παιχνίδι εξουσίας των δύο νέων, μια σαγηνευτική ιστορία με πολλές ανατροπές, ένα σκοτεινό θρίλερ, έξοχο ψυχογράφημα των δύο χαρακτήρων που αποδόθηκε υποδειγματικά από την Ιωάννα Πηλιχού και τον Αργύρη Αγγέλου, μακριά από τους κωμικούς ρόλους στους οποίους τους είχαμε συνηθίσει.
Η Ιωάννα Πηλιχού σε μια έξοχη ερμηνεία με έντονες συναισθηματικές εναλλαγές, στην αρχή νιώθει φόβο, ανάμεικτο με περιέργεια, μα πολύ γρήγορα, μόλις αντιλαμβάνεται την αδυναμία του «αρσενικού», μετατρέπεται σε θύτη που κινεί τα νήματα και γίνεται ατίθαση και εξουσιαστική, μια σνομπ και κυριαρχική φιγούρα που απαιτεί διαρκώς χτυπώντας αλύπητα με προσβολές, καμώματα και υπερβολικές απαιτήσεις τον δράστη της που αποκαλεί και «Καλιμπάν», (με σαφείς αναφορές στον ήρωα της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ, του τελευταίου του έργου με το οποίο και αποσύρθηκε από τη θεατρική συγγραφή), τονίζοντας τις ταξικές διαφορές τους. Δεν είναι το θύμα πια. Ελέγχει και κατευθύνει τον Φρέντ. Γίνεται εγωίστρια και σκληρή. Διεκδικεί και τα καταφέρνει.
Ο Αργύρης Αγγέλου ερμηνεύει τον τρελό ανισόρροπο συλλέκτη με πάθος και εσωτερικότητα, ενσαρκώνοντας με διαύγεια και ακρίβεια την καθαρότητα των κινήτρων του. Θυμίζει το αρχέτυπο του «Κάλιμπαν», με την πληγωμένη του υπερηφάνεια να συνυπάρχει μαζί με μια πειθαρχημένη ευαισθησία. Με την ώθηση ενός εσωτερικού αναπόφευκτου που πηγάζει από την τρέλα του συλλέκτη, καταφέρνει να περάσει στους θεατές αυτό που ήταν κεντρικό και στην προσέγγιση του Φόουλς, ότι όλα τα αλλόκοτα που κάνει εκπορεύονται από την απόρριψη και τον πόνο που βίωνε σε όλη τη ζωή του, ακόμη και τα χρήματα που κέρδισε τα βλέπει σαν μια ευκαιρία να ανοίξει ένα παράθυρο στη ζωή, με την αίσθηση της αυταξίας του να οφείλεται στη χαμηλή κοινωνική του καταγωγή. Το έχει ανάγκη να νιώσει την αδιαφιλονίκητη επιδοκιμασία του συνόλου, με έναν αφελή και παιδιάστικο τρόπο και μια λανθάνουσα ικανότητα για αγάπη και φιλία, καταφέρνοντας να γίνει ακόμη και συμπαθής στο κοινό.
Καθώς η υπόθεση εξελίσσεται και ο έλεγχος αλλάζει χέρια κάθε λεπτό που περνάει, η Ιωάννα Πηλιχού ως Μιράντα χρησιμοποιεί τον εαυτό της στο έπακρο. Εναλλάσσει τους ρόλους του θύτη και του θύματος με αξιοσημείωτη άνεση και η σφύζουσα έκφραση και ερμηνεία της διαθέτει δύναμη, ρυθμό και διαύγεια. Πειθαρχεί στην ανθρώπινη φύση της, είναι ατίθαση, μα και ευαίσθητη. Είναι θαρραλέα και φοβισμένη. Αφού ο Φρέντ έχει συμφωνήσει ότι θα την αφήσει ελεύθερη μετά από κάποιες ημέρες, όλα οδηγούν στην τελική σκηνή αυτού του δράματος, όπου οι δύο πρωταγωνιστές αναπαριστούν έναν «γάμο». Ετοιμάζονται, φορούν όμορφα ρούχα, περιποιούνται, και στήνουν ένα τραπέζι γαμήλιο. Όμως οι διαφορετικοί κόσμοι τους δεν θα καταφέρουν να συνυπάρξουν με τη βία.
Η νεογέννητη «πεταλούδα» παγιδεύεται για πάντα από τον Φρέντερικ βαθιά μέσα στο κουκούλι της, λίγο πριν μεταμορφωθεί, λίγο πριν απλώσει τα φτερά της. Κάνει το λάθος να επιστρατεύσει τη γυναικεία φύση της και να απλώσει τα θέλγητρά της για να σαγηνεύσει σεξουαλικά τον Φρέντερικ. Αυτή της η κίνηση είναι και η υπογραφή της θανατικής της καταδίκης. Είναι μια άσχημη κάμπια η Μιράντα πια, μια γυναίκα «σαν όλες τις άλλες», μια γυναίκα που έχασε οριστικά το σεβασμό του. Η ρομαντική του αγάπη δεν συμπεριλαμβάνει σεξουαλικά κίνητρα, ούτως ή άλλως είναι σεξουαλικά ανίκανος. Ο Φρέντ γίνεται ψυχρός εκτελεστής. Ξέρει πλέον ότι δεν πρόκειται να την αφήσει ελεύθερη. Το αρρωστημένο του μυαλό την οδηγεί σιγά σιγά στον θάνατο. Η Μιράντα χάνει κάθε δικαίωμα. Δεν μπορεί να δει ούτε το φως πια, τον ήλιο, να νιώσει ελεύθερη έστω για λίγο. Ο θάνατος παραμονεύει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο συλλέκτης θα είναι πάντα συλλέκτης. Καιρός για την επόμενη «πεταλουδίτσα» του. Τη διάλεξε από λάθος κοινωνική τάξη, αυτό θα έφταιγε.
Στο πρωτότυπο κείμενο του Φοουλς, το χρώμα κυριαρχεί. Οι σπάνιες πολύχρωμες πεταλούδες, τα χρωματιστά ρούχα, τα ζουμερά φρούτα, οι πίνακες ζωγραφικής, τα λουλούδια, οι πρωταγωνιστές που πίνουν σέρι και γιορτάζουν. Στη θεατρική του μεταφορά επιλέχθηκαν ασπρόμαυρα και αφαιρετικά σκηνικά από τον Γιάννη Αρβανίτη με πρακτικές λειτουργικές κρύπτες, όπου αποθηκεύονται αντικείμενα και κουστούμια. Τα πάντα είναι ασπρόμαυρα, τα κουστούμια, οι πεταλούδες, τα ποτά, το φαγητό. Ακόμη και εκεί όπου θα έπρεπε να εμφανίζεται χρώμα, τα αντικείμενα απουσιάζουν και οι πρωταγωνιστές τα φαντάζονται. Το μόνο χρώμα που εμφανίζεται σε κρίσιμες στιγμές κι έχει καταλυτικό ρόλο στην παράσταση είναι το κόκκινο. Το κόκκινο του πάθους και του κινδύνου. Το κόκκινο του αίματος.
Η σύγχρονη σκηνοθετική προσέγγιση του Αλέξανδρου Κόεν φαίνεται πως έχει σαν στόχο να εστιάσει στο ψυχογράφημα των χαρακτήρων, εκμεταλλευόμενος τα πλούσια εκφραστικά μέσα των ηθοποιών και παράλληλα αποδομεί την υποβλητική ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου, παρουσιάζοντας μια άρτια, αλλά όχι τόσο ζοφερή εκδοχή του. Η μουσική, ως δρώσα δύναμη είχε πολύ διακριτική συμμετοχή στη συνολική ατμόσφαιρα και είναι στιγμές που η απουσία της δεν βοηθά το μοίρασμα της μυστικής αγωνίας θεατών και ηθοποιών και τη μεταφορά των αισθητικών και συγκινησιακών μηνυμάτων.
Τελικά, η καθηλωτική αυτή παράσταση με την ιδιαίτερη αφηγηματική δύναμη, σου επιτρέπει να εισχωρήσεις στο αρρωστημένο μυαλό ενός ψυχοπαθή δολοφόνου, σε ωθεί να προσπαθήσεις να κατανοήσεις τα κίνητρά του, σου ξανασυστήνει τα διαχρονικά θέματα της ελευθερίας, της ισότητας και των ταξικών διαφορών. Μα, πάνω από όλα, σε σπρώχνει να νιώσεις στο πετσί σου το πόσο πολύτιμο είναι τελικά το αγαθό της ελευθερίας, όταν μια χαραμάδα «ήλιου» είναι ικανή να μαλακώσει ακόμη και τον πόνο του επερχόμενου θανάτου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ