Από τον Ιωάννη Λάζιο
Στο θέατρο «Επι Κολωνώ» είδαμε την παράσταση «Ο Συνεργός». Σε γενικές γραμμές η σκηνοθεσία στηρίχτηκε στην έννοια της λευκότητας και στον ρεαλισμό. Τόσο στη σκηνογραφία, όσο και στον φωτισμό επιλέχθηκε το λευκό. Ακόμα και στα οπτικοακουστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν (video) κυριαρχούσε το λευκό φως και βέβαια το φόρεμα της Αθηνάς Σακαλή ήταν λευκό. Αποσυμβολίζοντας αυτή την επιλογή, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια προσπάθεια να καταδειχθεί η φαινομενική καθαρότητα και αγνότητα της κοινωνίας και πώς αυτή η καθαρότητα υποχωρεί, καθώς εξελίσσεται η θεατρική πράξη.
Ειδικότερα, η σκηνοθεσία ακολούθησε την πλοκή του έργου, η οποία στόχο είχε να αναδείξει τις κοινωνικές επιπτώσεις στη ζωή των προσώπων, τα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν όσοι ανήκουν στον περίγυρο ενός δολοφόνου. Αυτό αναδείχθηκε ικανοποιητικά από τον Γιώργο Χριστοδούλου, ο οποίος σκηνοθέτησε την παράσταση. Σίγουρα τον βοήθησε, που είναι και ο συγγραφέας του έργου. Ενδιαφέρον, είχε και η χρήση οπτικοακουστικών μέσων (video) παράλληλα με την θεατρική πράξη. Τέλος, ο ρυθμός της παράστασης ήταν μέτριος και αυτό έδινε το περιθώριο να αναπτυχθεί ο κάθε χαρακτήρας ικανοποιητικά, αλλά όχι απόλυτα, με αποτέλεσμα να έχουμε κενά αντίληψης ως προς το γιατί αντιδρούν όπως αντιδρούν τα πρόσωπα του δράματος. Αλλά ήταν τόσο λίγο που δεν επηρέαζε την θεατρική πράξη.
Στο κομμάτι της υποκριτικής, όλοι τους υπήρξαν εξαιρετικά πειστικοί ως προς αυτό που κλήθηκαν να αποπερατώσουν. Σου έδιναν την εντύπωση, πως δεν ερμηνεύουν, αλλά πως είναι ο ρόλος. Αυτό είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα! Ήταν τρομακτικό να βλέπεις τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη: οι εναλλαγές, η ένταση, ο θυμός και η οργή του ήταν μεταδοτική, σε σημείο να ξεχνάς ότι είναι ένας ρόλος και να τον αντιπαθείς βλέποντάς τον. Ο Χρήστος Κοντογεώργης αποτύπωσε την απελπισία του με γλαφυρότητα. Η Φανή Παναγιωτίδου στον ρόλο της τραγικής μάνας υπήρξε καθηλωτική. Έδωσε γλαφυρά μορφή στην άγνοια, την ελπίδα, το αδιέξοδο και φυσικά την αγανάκτηση και την τραγική θλίψη. Πλησίασε τον ρόλο της χωρίς υπερβολές και ακρότητες χαρίζοντάς μας μια πλήρη ερμηνεία. Αναφορικά με την Μαρία Προϊστάκη, έχω να πω ότι σε σημεία η ερμηνεία της υπήρξε αδύναμη και ίσως επιφανειακή στις μεταβάσεις. Ακόμη, παρατήρησα μια δυσκολία στην εκφορά του λόγου της όταν ανέβαζε την ένταση στην φωνή της.
Να μη λησμονήσουμε, βέβαια, και την συμμετοχή της Αθηνάς Σακαλή, μέσω βίντεο, που το τραγούδι της προσέθεσε μια διαφορετική νότα στην παράσταση. Η φωτεινή της παρουσία μέσω της οθόνης αναδείκνυε ακόμα πιο έντονα το σκοτάδι της αποτρόπαιας πράξης του δολοφόνου.
Το σκηνικό και τα κοστούμια ήταν των Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου. Πρέπει να πούμε για το σκηνικό ότι η λευκότητά του είχε ενδιαφέρον σαν σύλληψη, ειδικότερα καθώς μειούνταν στην διάρκεια της παράστασης. Ακόμη, ότι ο σκηνικός χώρος ήταν χωρισμένος σε δύο κέντρα: το σπίτι και το εκτός σπιτιού χώρο. Τοποθετώντας το σπίτι στο κέντρο δείχνει την συνάφεια με την σκηνοθεσία και το κείμενο, που τοποθετεί το ελληνικό σπίτι στο επίκεντρο, αλλά το αφήνει έκθετο χωρίς τοίχους ανοιχτό στην κοινωνία. Ενδιαφέρον, παρουσίασε η ρωγμή στον τοίχο του σπιτιού, μέσα από τον οποίο έβγαινε χώμα. Είναι ένα σημείο καμπής στην εξέλιξη της ιστορίας και των σχέσεων του ζευγαριού που μένει στο σπίτι και θυμίζει συνεχώς ότι αν κάτι ραγίσει δύσκολα ξανακολλάει. Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η σχέση του σκηνικού με το κοινό είναι προβληματική για κάποιους θεατές, καθώς δημιουργούν πρόβλημα ορατότητας οι μπροστινές κολώνες και αναγκάζει αυτούς που βρίσκονται στα άκρα τις πλατείας να κινούνται δεξιά και αριστερά. Για τα κοστούμια δεν μπορούμε να πούμε και πολλά. Τίποτα το αξιοσημείωτο, πέραν του ότι ακολουθούσαν μια συνέπεια συνοχής με την ρεαλιστική σκηνοθεσία, ειδικά με την αλλαγή φάση της μητέρας, που ντύνεται στα μαύρα, όταν περνά από την άγνοια στην γνώση και μαθαίνει ότι η κόρη της έχει δολοφονηθεί.
Ο φωτισμός της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου ανέδειξε την λευκότητα του σκηνικού και την ενσωμάτωσε. Επικεντρώθηκε στην ορατότητα και όχι στην προσπάθεια δημιουργίας ατμόσφαιρας, με εξαίρεση την σκηνή με το κερί, που δημιούργησε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Φεύγοντας από το θέατρο «Επι Κολωνώ», φεύγεις με την εντύπωση ότι ο χρόνος σου δεν πήγε στράφι, που νομίζω είναι η μεγαλύτερη αγωνία των θεατών. Φεύγεις έχοντας δει μια εξαιρετικά δυνατή παράσταση. Μελανό σημείο στην εμπειρία μου είναι ότι το θέατρο επέτρεπε στο κοινό να μπαίνει με τα ποτά του στην αίθουσα και φυσικά να πίνει κατά τη διάρκεια της παράστασης. Το αποτέλεσμα; Να ακούγονται τα παγάκια να χτυπούν σε κρίσιμες δραματικές στιγμές. Επιπλέον, επέτρεψε σε κάποιους να βγουν την ώρα της παράστασης και να επιστρέψουν με γεμάτο ποτό, όντας μεθυσμένοι, να μιλούν και να γελούν την ώρα της παράστασης! Αυτή η ασυδοσία δεν είναι δυνατόν να ενισχύεται από το θέατρο. Κατανοώ ότι είναι δύσκολοι καιροί για τα θέατρα και ότι τα μπαρ των θεάτρων είναι πηγή εσόδων για αυτά, αλλά δεν μπορούμε να δεχόμαστε αυτή την συμπεριφορά που προσβάλει αφενός το κοινό που προσπαθεί να αφεθεί στις ερμηνείες και αφετέρου τους ηθοποιούς που καταθέτουν την αλήθεια τους, με πόνο και δυσκολία ψυχής. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του θεάτρου από τον κινηματογράφο: το κοινό έρχεται σε μέθεξη και δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει γιατί μπορεί τελικά να καταστρέψει με την στάση του μια υπέροχη παράσταση.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ