Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το συγκλονιστικό θεατρικό έργο του χιλιανού Άριελ Ντόρφμαν έλαβε το Βραβείο Olivier Καλύτερου Νέου Θεατρικού Έργου το 1992 και έγινε κινηματογραφική ταινία από τον Ρομάν Πολάνσκι. Ανεβαίνει τώρα στη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου o oποίος μαζί με τη Νατάσα Ασίκη έχουν δημιουργήσει μια κυψέλη, ένα χώρο προβληματισμού, με πιστό κοινό που τους παρακολουθεί.
Ο Αντώνης Αντωνίου δεν κρύβει πως "Ιστορία και πολιτική καθορίζουν τη συμπεριφορά μας, την εξέλιξή μας". Κάθε φορά επιλέγει έργα κοινωνικού προβληματισμού, όπως παλιότερα το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» του Θανάση Βαλτινού, αργότερα τα «Αυγά Μαύρα» του Διονύση Χαριτόπουλου και τώρα το «Θάνατο και την Κόρη» του Άριελ Ντόρφμαν.
Το Συναξάρι αφορούσε την μετανάστευση των ελλήνων, τις δυσκολίες, τη δυστυχία, την ελπίδα, φαινόμενα που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια και στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο του παρόντος προσφυγικού αδιεξόδου, τα Αυγά Μαύρα είχε να κάνει με μια πραγματική συγκλονιστική ιστορία από τον ελληνικό Εμφύλιο, αναμοχλεύοντας μνήμες που ακόμα συντηρούνται και διχάζουν την ελληνική κοινωνία και τώρα αυτή η ιστορία από τη Χιλή, με το έργο αυτό του Ντόρφμαν που αναφέρεται κατ’ επέκταση σε όλους τους βασανιστές, σε κάθε χώρα του κόσμου. Σε μια εποχή όπως η τρέχουσα με οξύτατες κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, πολέμους, προσφυγιά, άνοδο της Ακροδεξιάς και τρομοκρατία όπου όλα τα δίπολα έχουν τραγικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το βασανιστή που αποκτηνώνεται και το θύμα, που αν επιζήσει, δε μπορεί να απαλλαγεί ποτέ από την τραυματική μνήμη και την ανθρώπινη ανάγκη του για εκδίκηση. Έτσι ανοίγει ένας ατελείωτος φαύλος κύκλος αίματος, που δεν αφήνει περιθώρια απεμπλοκής από το μίσος και όλες του τις επιπτώσεις. Το μεγάλο δίλημμα είναι η αυτοδικία ή η ατιμωρησία. Το ένα αποδυναμώνει πολιτικά τον πολίτη, καθώς τον καθιστά θιασώτη των πολιτικών τεκταινομένων και το άλλο τον εμπλέκει σε ένα ηθικό δίλημμα, τον επιβαρύνει με μια ευθύνη που δεν είναι όμως εντελώς δική του. Μεγάλα και αναπάντητα ερωτήματα.
Μετά την πτώση της 17χρονης δικτατορίας στη Χιλή, η Άννα Σολάνας, μία φοιτήτρια της ιατρικής, που εναντιώθηκε στο καθεστώς, πολιτική κρατούμενη που βασανίστηκε άγρια στη διάρκειά της δικτατορίας όπως χιλιάδες άλλοι αντιφρονούντες, αναγνωρίζει στη φωνή ενός αγνώστου τον βασανιστή της και αποφασίζει να αποδώσει μόνη της δικαιοσύνη.
Η παράσταση κλιμακώνει την ένταση και δομεί σταδιακά τις σχέσεις των τριών προσώπων. Η σκηνοθεσία του Αντώνη Αντωνίου με έμπνευση και απολύτως λειτουργική. Ο επάνω χώρος, χώρος των προσωπικών συνομιλιών, ενώ ο κάτω, χώρος υποδοχής, αποκάλυψης, έκθεσης και βασανιστηρίου. Ο συντονισμός όλων των συντελεστών κάτω από τη σκηνοθετική οδηγία επέτεινε τη δυσφορία, την απελπισία και το αδιέξοδο του ανθρώπου, που επιτρέπει να τον εγκλωβίζουν ή εγκλωβίζεται μόνος του σε απάνθρωπες καταστάσεις.
Ο φωτισμός υποβλητικός σε ένα αστικό σπίτι, με τον ήχο της θάλασσας και του αυτοκινήτου να ταράζουν την Άννα, που εμφανίζεται εξαρχής με ένα όπλο, έτοιμη να αμυνθεί. Ο άντρας της κλείνει ραντεβού για ποτό στο σπίτι του με κάποιον, που τον βοήθησε να αλλάξει λάστιχο καθώς έμεινε στη μέση του δρόμου πηγαίνοντας σε κάποιο πολύ σημαντικό ραντεβού, μη έχοντας γρύλο στο αμάξι του, γιατί όπως μαθαίνουμε μέσα από έναν χιουμοριστικό διάλογο, η Άννα τον είχε δώσει στη γηραιά μητέρα της.
Ο άντρας της Μιγκέλ παίρνει τη θέση ενός εκ των δικαστών στην επιτροπή που θα δικάσει τα εγκλήματα όλα αυτά τα χρόνια της δικτατορίας. Η σχέση του ανθρώπου που τον βοήθησε και της συζύγου του φανερώνεται σταδιακά μέσα από τις αποκαλύψεις τις Άννας.
Εξαιρετικό το σκηνικό (Νίκος Κασαπάκης) με μεγάλη άνεση να χαρακτηρίζει το σπίτι αυτό για το ζευγάρι. Με τη δεύτερη εμφάνιση στη σκηνή του Ρομπέρτο Μιράντα (Αντώνης Αντωνίου), η Άννα είναι πια πεπεισμένη ότι αυτός είναι ο δήμιός της, που τη βίαζε και τη βασάνιζε με υπόκρουση το Θάνατο και τη Κόρη του Σούμπερτ. Ζητά να προχωρήσει σε αντίποινα και να σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο, ενώ τον τρομοκρατεί, όπως έκανε και εκείνος σε αυτήν. Ο άντρας της προσπαθεί να τη συνεφέρει λέγοντας ότι μπορεί να κάνει λάθος.
Αυτή η αμφιβολία, αν και το επιχείρημα του θύματος είναι ακλόνητο, θα ακολουθεί το θεατή του έργου σε όλη τη διάρκειά του μαζί με τον προβληματισμό, που θέτει η παράσταση. Ποιος ξέρει πού βρίσκεται η αλήθεια; Ο φόβος και η απειλή, μπορεί να κάνει οποιοδήποτε να παραδεχθεί κάτι που δεν έκανε. Γνωστή πρακτική της Ιεράς Εξέτασης στο Μεσαίωνα. Ποια η θέση του σύγχρονου ανθρώπου; Πώς μπορεί κάποιος να απαλλαγεί από του εφιάλτες του; Αν σκοτώσει θα το καταφέρει ή θα γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα; Εξαιρετική η ερμηνεία του Αντώνη Αντωνίου σε όλα τα στάδια, του απλού συνανθρώπου, του ανθρώπου που έχει πειστεί ότι έχει να κάνει με τρελούς, του εκδικητή, του δημίου, του ανθρώπου που ομολογεί κάτω από απειλή, κι εκείνου τέλος που σπαρακτικά ζητά συγγνώμη. Η ερμηνεία του ακολουθεί όλες τις διακυμάνσεις, που προκαλούνται από τις κινήσεις της Άννας και του άντρα της Μιγκέλ(Δημήτρης Κανέλλος).
Ο Δημήτρης Κανέλλος με τη σειρά του περνά από όλα τα στάδια, αυτό της τρυφερότητας προς τη σύζυγό του, εκφράζοντας τη φωνή της λογικής, παρουσιάζοντας τους κινδύνους μιας κακής κρίσης εκ μέρους της, τονίζοντας παράλληλα και το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει ο ίδιος λόγω της θέσης του, για να παρασυρθεί κι εκείνος στο τέλος σε απειλές. Όμως το ερώτημα παραμένει. Πώς μπορούμε να μιλάμε για έναν κόσμο συγχώρεσης, όταν τα φαντάσματα δεν θα αποχωρήσουν ποτέ από τη ζωή τους, όταν η σύζυγός του δε θα μπορεί ποτέ να ακούσει Σούμπερτ, την αγαπημένη της μουσική γιατί αυτή πάντα θα ταυτίζεται με την ανάμνηση του χειρότερου βασανισμού;
Ο φωτισμός κατά διαστήματα σβήνει. Το έρεβος του καθεστώτος, το σκοτάδι της ψυχής, οι κραυγές, που δε βγαίνουν και πνίγονται σε ένα βασανιστικό σκοτάδι. Η χρήση του φωτισμού εξαιρετική (Χριστίνα Θανάσουλα) καθώς ακολουθεί το αδιέξοδα των ηρώων όπως αυτά αναδεικνύονται στο κειμένο.
Η Νατάσα Ασίκη στη δίνη των τραυματικών της εμπειριών, με πολλά φαντάσματα να την καταδιώκουν κάθε λεπτό, μέσα από μια επώδυνη για όλους διαδικασία, με δίσημη ερμηνεία, πάντως καθαρτική, μπόρεσε να ακούσει την αγαπημένη της μουσική, αντιμετωπίζοντας το φάντασμα, που πια υπήρχε εκεί, όχι σαν απειλή, αλλά σαν αδιάφορη παρουσία.
Θαυμάσιο το παραστασιακό κείμενο και η μετάφραση (Μιχαέλα Αντωνίου), είχε έναν θεατρικό ρυθμό, που βοήθησε την ερμηνεία και κυρίως αποτυπώθηκε στο νου του θεατή. Εύκολα μπορεί να διολισθήσει οποιοσδήποτε όσο δημοκρατικές αρχές και νάχει και να περάσει σε σκληρά αντίποινα, αφού ο κύκλος του αίματος δεν κλείνει ποτέ με τον τρόπο αυτό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ