Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο « Τζόνι πήρε τ’ όπλο του» αποτελεί μια αμείλικτη κριτική στο πόλεμο και τις συνέπειές του. Το αντιπολεμικό αριστούργημα του Ντάλτον Τράμπο γράφτηκε το 1939 και μεταφέρθηκε από τον ίδιο στον κινηματογράφο το 1971. Η Σοφία Αδαμίδου επιχείρησε επιτυχώς τη μεταφορά του επί σκηνής στο Θέατρο Altera Pars.
Ο Τζο, ένας νεαρός Αμερικανός στρατιώτης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου , τραυματίζεται σοβαρά από μια οβίδα και έχει καθηλωθεί στο κρεβάτι. Ακρωτηριασμένος χωρίς χέρια και με ένα πόδι, χωρίς όραση και ακοή, με διαλυμένο πρόσωπο και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γιατρών, με κατεστραμμένο εγκέφαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο, με την προοπτική να χρησιμοποιηθεί ως πειραματόζωο. Ωστόσο, ο Τζο, καταδικασμένος στην απόλυτη σιωπή, αρχίζει ξαφνικά να σκέφτεται, να αισθάνεται, να ονειρεύεται και να θυμάται, διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις της επιστήμης και προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρει έναν τρόπο επικοινωνίας με το περιβάλλον του. Απευθύνεται έτσι σε μια νοσοκόμα, που τον περιποιείται. Νομίζει ότι και εκείνη ανταποκρίνεται σε όσα της λέει.
Σε ένα καταπληκτικό σκηνικό, όπου το σώμα του ηθοποιού είναι εντελώς ακίνητο, ο ήρωας κάνει μια αναδρομή όλης του της ζωής, ανακαλώντας τη σχέση του με τους συμπολεμιστές του, τη φοβερή στιγμή του βομβαρδισμού, μέχρι την ώρα που καταλαβαίνει ότι είναι πλέον ένα κομμάτι κρέας, βιώνοντας την απόλυτη απόγνωση, την παραίτηση και έναν αργό, παρατεταμένο θάνατο. Δεν μπορεί ούτε να πεθάνει, είναι ένας «ζωντανός» νεκρός. Ξέρει ότι τον έχουν χρησιμοποιήσει όπως και τόσους άλλους για τα συμφέροντα τους οι ισχυροί «παίζοντας πόλεμο» κι οδηγώντας τον σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση απελπισίας, στα πρόθυρα της παράνοιας. Αν μπορούσε θα έπαιρνε εκδίκηση. Όμως η θέση του είναι τέτοια, που πλέον μόνο να τον «καμαρώνουν» υποκριτικά οι πολεμοχαρείς συμφεροντολόγοι μπορούν έτσι όπως τον έχουν καταντήσει, να τον ηρωοποιούν δόλια και να τον παρασημοφορούν επιδεικνύοντάς τον ως ανάπηρο πολέμου, καθιστώντας τον θύμα της άκρατης ματαιοδοξίας τους. Εκείνος τους σιχαίνεται. Η μεταφορά της Σοφίας Αδαμίδου είναι απολύτως μελετημένη. Η μελέτη και η δόμηση του ήρωα γίνεται σταδιακά, όσο και η συνειδητοποίηση της απόλυτης αναπηρίας του από τον ίδιο. Έτσι σταδιακά γίνεται και η φόρτιση του ήρωα , του ηθοποιού και μοιραία του θεατή ως την τραγική κορύφωση.
Ο Τάσος Ιορδανίδης, στο ρόλο του Τζο, οδηγείται στα σκοτάδια του ήρωα αυτού, του ζωντανού που είναι νεκρός ή μάλλον του νεκρού που είναι ζωντανός με τις σκηνοθετικές οδηγίες της Θάλειας Ματίκα. Είναι ο άνθρωπος εργαλείο ενός συστήματος, που τον χρησιμοποίησε για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών οικονομικών σκοπιμοτήτων, τον μεταχειρίστηκε, τον κατέστρεψε και τον πέταξε. Το τραγικό είναι ότι ο άνθρωπος κατοικείται από μνήμες, αισθήματα, απ’ την ανάγκη να μιλήσει, να τον ακούσουν, να ακούσει, να επικοινωνήσει. Καταλαβαίνει σταδιακά ότι βρίσκεται σε ένα κελί απόλυτης μόνωσης όπου η σωματική αναπηρία του δεν του επιτρέπει να κουνηθεί καθόλου. Δε μιλά, δεν ακούει, δεν βλέπει, όμως θυμάται και η μνήμη είναι καταδίκη. Θυμάται τις σκηνές από τον πόλεμο, τους συμπολεμιστές, θυμάται σκηνές πριν τον πόλεμο, την σύντροφό του. Σε αυτό το κατεστραμμένο κορμί βρίσκεται εγκλωβισμένος ένας άνθρωπος και τα ματαιωμένα, σακατεμένα όνειρά του.
Σε όλους τους πολέμους, στο Βιετνάμ, στη Νικαράγουα, στη Γιουγκοσλαβία, στη Συρία, οπουδήποτε, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Άνθρωποι που έχουν τραυματιστεί, είναι ανάπηροι, έχουν χάσει τη ζωή τους ή στην καλύτερη περίπτωση η ποιότητά της έχει υποβαθμιστεί δραματικά και οι γιατροί επιδεικνύουν τα «κατορθώματά» τους, ενώ οι εξουσιαστές κερδίζουν από το θάνατο. Γιατί κανείς δε μιλά;
Κάποιες φορές η σκηνή μένει μαύρη με μόνη τη φωνή του ηθοποιού να ακούγεται, ένας εσωτερικός μονόλογος ξεκινά προερχόμενος από κάποιον μονίμως αθέατο ομιλητή. Σιγά σιγά η εμφάνιση του καταπληκτικού σκηνικού της Ηλένιας Δουλαδήρη, που κρατά ακίνητο το σώμα του ήρωα και επιτρέπει μόνο στη φωνή του να ακούγεται σπαρακτική, συγκλονίζει τον θεατή.
Ο φωτισμός του Σάκη Μπιρμπίλη εξαιρετικός για την ανακίνηση των αναμνήσεων, για την παρουσία του αίματος, για τη μοναξιά, την απελπισία αυτού του ιδιότυπου θανάτου. Η μουσική του Τάσου Σωτηράκη ακολουθεί το αντιπολεμικό αυτό έργο σε κάθε βήμα, ως την απεγνωσμένη, έξαλλη οργή του ήρωα.
Τρελαίνεται: «Πώς μπορείτε να μιλάτε εκ μέρους μου; Θα γίνω ο εφιάλτης σας!»
Αυτός ο ανήμπορος άνθρωπος υψώνει τη φωνή του, που κανείς δεν ακούει. Ένα δριμύ κατηγορώ και μια καταγγελία προς μια μηχανή που τρώει ανθρώπους, προς ένα ανάλγητο κερδοσκοπικό σύστημα, που πάντα θα κατασκευάζει λόγους και αιτίες για πολεμικές συγκρούσεις, που πάντα θα τοποθετεί τα στρατιωτάκια του, λες και είναι ψεύτικα και θα τα εξολοθρεύει για να χορτάσει την ακόρεστη πείνα του. Ο ήρωας φτάνει στα όριά του. Ο Τάσος Ιορδανίδης στο ρόλο του καθηλωμένου Τζο τα υπερβαίνει, μαζί και ο θεατής, πλήρως σαγηνευμένος από την συγκλονιστική ερμηνεία του ηθοποιού.
Είναι ένα απολύτως αντιπολεμικό έργο. Μια φωνή που καταδικάζει κάθε πόλεμο. Όλοι οι πόλεμοι εξυπηρετούν συμφέροντα και δεν πρέπει να γίνονται. Η φωνή αυτή υψώνεται γενναία από ένα κομμάτι κατακρεουργημένης σάρκας. Μένει αναπάντητο το ερώτημα αν θα αλλάξει κάτι σε αυτό το ανθρωποφαγικό σύστημα. Δυσοίωνες οι προβλέψεις…