Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία, σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα που τάραξε τη γαλλική κοινωνία στις αρχές του 20ου αιώνα κι έγινε η αφορμή ώστε ο Ζαν Ζενέ, αυτός περιθωριακός ομοφυλόφιλος και ιδιότυπος εκπρόσωπος του Θεάτρου του Παραλόγου να γράψει αυτό το θεατρικό έργο, όπου οι δυο ηρωίδες, εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, παίρνουν εκδίκηση από την άρχουσα τάξη από την οποία εξαρτώνται καθώς και για μια ζωή που δεν έζησαν, περιορισμένες ασφυκτικά από τα καθήκοντά τους ως δούλες.
H Σολάνζ (Αργύρης Ξάφης) και η Κλαίρ (Δημήτρης Ήμελλος) είναι δύο κορίτσια που ζουν ως εσώκλειστες υπηρέτριες σε ένα πλούσιο μεγαλοαστικό σπίτι. Η καθημερινότητά τους, η φυλακή τους, η τυφλή υπακοή, η διαρκής αίσθηση εγκλωβισμού και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε παρέκκλισης, ο ερωτισμός που αναπτύσσεται μεταξύ τους μέσα στα χρόνια ελλείψει οποιασδήποτε άλλης συναναστροφής, το μίσος τους για τα αφεντικά που θεωρούν αιτία όλων των δεινών τους, μαζί με την ταξική τους τοποθέτηση, δημιουργούν ένα κράμα σεξουαλικών διαστροφών και πόθου, λεσβιασμού, καταστροφικής και αυτοκαταστροφικής μανίας, δολοφονικών ενστίκτων για εξέγερση και απελευθέρωση. Είναι εκπληκτικό, αλλά κάποιες στιγμές φαίνονται σαν δύο κορίτσια που παίζουν ένα ιδιαίτερο παιχνίδι. Η παρανοϊκή σχιζοφρένεια πολλές φορές είναι δύσκολο να εντοπιστεί καθώς το παρανοϊκό άτομο μπορεί να εμφανίζεται αρκετά φυσιολογικό πολλές φορές, παραπλανώντας έτσι τους γύρω του.
Ο σκηνοθέτης επέλεξε για την ερμηνεία αυτού του έργου άντρες ηθοποιούς σε όλους τους ρόλους, προβάλλοντας έτσι και το αδιέξοδο του ίδιου του συγγραφέα, που ούτως ή άλλως βρήκε χώρο να κρύψει εκεί την ταραχή του.Ο Ζαν Ζενέ μέσα στα έργα του αποτυπώνει την ίδια του τη ζωή. Απατεώνας και κατάδικος, εκδιδόμενος ομοφυλόφιλος, ο Ζενέ περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, έγινε το αγαπημένο παιδί της γαλλικής διανόησης και του Ζαν-Πολ Σαρτρ, αφοσιώθηκε σε έναν ακροβάτη, ο οποίος τελικά αυτοκτόνησε και αργότερα μεταμορφώθηκε από απολιτίκ σε ακτιβιστή, υποστηρίζοντας τους Μαύρους Πάνθηρες και ακολουθώντας Παλαιστίνιους στρατιώτες σε στρατόπεδα του Λιβάνου και της Ιορδανίας.
Μετέπειτα, υπήρξε αρκετή ανάλυση της υπόθεσης από ψυχολόγους, συμπεριλαμβανομένου του Λακάν, ο οποίος πίστευε ότι οι αδελφές Papin υπέφεραν από “folie à deux”, μια περίπτωση ομαδικού παρανοϊκού ψυχωτικού συνδρόμου που μπορεί να εμφανισθεί σε δύο ή και περισσότερα άτομα και κατά την οποία οι ψευδαισθησιακές εντυπώσεις ενός ατόμου μεταφέρονται στο άλλο. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ακούσματα φωνών, αίσθηση καταδίωξης και την ικανότητα να υποκινούν εξάσκηση βίας ως αυτοάμυνα έναντι των αντιλαμβανόμενων ως φαντασιακών απειλών. Κάπως έτσι εξηγούνται πολλά εγκλήματα και ομαδικές αυτοκτονίες. Εδώ η μία, ή μάλλον ο ένας, εγκαλούσε τον άλλο για να μη διασπάσει το παιχνίδι και επιτέλους να οδηγηθούν στο τέλος. Η παρουσία ανδρών κάνει τραγικά τα λόγια του Ζενέ γιατί γίνεται κραυγή απελπισίας γυναικών σε αντρικά στόματα, απελπισία και διαταραχή του σύγχρονου ανθρώπου, που πέρα από τις κοινωνικές ανισότητες και τις ιδιαιτερότητες του καθένα, έχει επιβάλει στον εαυτό του ένα καθεστώς αιχμαλωσίας που τον οδηγεί στο χαμό του. Πενθεί τη ζωή που δεν έζησε, άφησε το έλλειμμα να γίνει καρκίνος μέσα του και να τον κατασπαράξει.
"Δούλοι όλοι σε κάποιο ακλόνητο πεπρωμένο, με μοναδική διέξοδο το θάνατο."
Έτσι σε ένα μπαρόκ σκηνικό κρεβατοκάμαρας, υπερβολικά στολισμένης με λουλούδια ώστε να παραπέμπει σε πολυτελή τάφο, η Σολάνζ (Αργύρης Ξάφης) με ναρκισσισμό ξεντύνεται και ντύνεται με το κόκκινο φόρεμα της κυρίας και λούζοντας με σεξουαλικά υπονοούμενα την Κλαιρ (Δημήτρης Ήμελλος). «Με αυτά τα γάντια θέλεις να ρίξεις το γαλατά», ενώ την καθησυχάζει να μην βιάζεται γιατί έχουν χρόνο. Πρόκειται για ένα θέατρο μέσα στο θέατρο. Μια παράσταση, εξιλεωτική, ένα παιχνίδι που φαίνεται ότι το έχουν παίξει πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν τελεσφόρησε.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται σταδιακά, μαζί με τη μουσική, την κίνηση και τα βλέμματα είναι ατμόσφαιρα θρίλερ, σαν ταινία τρόμου βωβού κινηματογράφου.
Η Κλαιρ δηλώνει ότι βαρέθηκε να είναι τα αντικείμενο της αηδίας της Σολάνζ και τη χαστουκίζει. Φορώντας λευκά γάντια με αργή κίνηση, τολμά να προχωρά απειλητικά προς το λαιμό της Σολάνζ, θέλοντας προφανώς να την πνίξει. Το ξυπνητήρι ανακόπτει την εξέλιξη γιατί προειδοποιεί για την άφιξη της κυρίας. «Άντε όπου νάναι θα γυρίσει η κυρία!» Η ομιλία της Κλαιρ είναι γρήγορη και χαμηλόφωνη. Η μία βλέπει τον εαυτό της στην άλλη. Είναι ο αντικατοπτρισμός της. Η Κλαιρ με στάση σώματος δούλας, πόδια άκομψα ανοιχτά, η Σολάνζ ψηλή αλλά άχαρη με μια έντονη φιλαρέσκεια, μιμείται την εγωπάθεια της κυρίας, την οποία φθονεί και πολύ θα ήθελε να της μοιάζει.
Ο Κώστας Μπερικόπουλος στο ρόλο της Κυρίας, σωματοποιεί όλη την υποκρισία της αστικής τάξης. «Τόσες φροντίδες για μια κυρία ανάξια, ενώ ο κύριος είναι στη φυλακή!» Βλέποντας τα λουλούδια αναφέρεται στο θάνατο. «Τον τάφο μου ετοιμάζετε.» Μπροστά της και οι δυο είναι απολύτως δουλικές. Η Κλαιρ της δηλώνει ότι το ενδιαφέρον της την πνίγει, ενώ η Σολάνζ την πλησιάζει σα σκυλάκι και δηλώνει απόλυτη αφοσίωση και υποταγή μετά από όσα η κυρία έχει κάνει για αυτές.
Η κυρία πρέπει να αποχωρήσει ώστε να συναντήσει τον κύριο που βγήκε από την φυλακή. Η Σολάνζ αυτή τη φορά είναι αποφασισμένη να το φτάσει μέχρι το τέλος. Όλα οδηγούνται προς το ¨Θρίαμβο της Καταστροφής».
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις σκηνοθετεί τις Δούλες του Ζενέ, δημιουργώντας Δούλες δέσμιες της ζήλειας και των φαντασιώσεών τους. Όλοι είμαστε φυλακισμένοι σε ρόλους, όπως οι ηθοποιοί που είναι εγκλωβισμένοι στον εκάστοτε ρόλο τους και στις προσδοκίες που το κοινό έχει από αυτούς. Οι θεατές γίνονται αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου του θεάτρου. Το νόημα χάνεται. Η εξέγερση είναι αδύνατη. Δούλοι όλοι σε κάποιο ακλόνητο πεπρωμένο, με μοναδική διέξοδο το θάνατο.
Εξαιρετική η μετάφραση της Έλσας Αδριανού, απλή και κατανοητή, ο ρόλος της μουσικής και των ήχων καθοριστικός και βέβαια εκπληκτικές ερμηνείες από τους τρεις σπουδαίους ηθοποιούς σε μια παράσταση που προβληματίζει και καθηλώνει το θεατή.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ